Κάποτε η καλή νεράιδα της αγάπης της,
της ωραίας πριγκιποπούλας, της ανέραστης,
για χατίρι κάποιας χίμαιρας πολύ άπιστης,
έφυγε και πίσω αχνά έσβησεν ο αγέρας της.
Μα η γλυκιά πριγκιποπούλα, μη γνωρίζοντας,
τ’ όνομά της φώναζε, όλο μες στον κήπο της.
Κ’ ήταν άδειος, απ’ τα ρόδα πέρα, ο ορίζοντας
κ’ η μορφή της, θλίψης όψη πήρε, ανείπωτης.
Μόνη και γεμάτη δάκρυα, στη χλόη ξάπλωσε,
μιας τσιγγάνας τι, εθυμόταν μάγια, αγράμματης,
που τής έδωσε να κόψει και χαρτιά άπλωσε,
Ρήγας όμως δεν κολλούσε πλάι στην Ντάμα της.
Κ’ η φτωχή πριγκιποπούλα τότε, σιώπησε,
πριν ο ιππότης της περάσει πάνω στ’ άτι του.
Στα χρυσά τ’ αστέρια, την ψυχή της σκόρπισε,
στ’ ουρανού, να ζει σκόνη άυλη, το παλάτι του!
της ωραίας πριγκιποπούλας, της ανέραστης,
για χατίρι κάποιας χίμαιρας πολύ άπιστης,
έφυγε και πίσω αχνά έσβησεν ο αγέρας της.
Μα η γλυκιά πριγκιποπούλα, μη γνωρίζοντας,
τ’ όνομά της φώναζε, όλο μες στον κήπο της.
Κ’ ήταν άδειος, απ’ τα ρόδα πέρα, ο ορίζοντας
κ’ η μορφή της, θλίψης όψη πήρε, ανείπωτης.
Μόνη και γεμάτη δάκρυα, στη χλόη ξάπλωσε,
μιας τσιγγάνας τι, εθυμόταν μάγια, αγράμματης,
που τής έδωσε να κόψει και χαρτιά άπλωσε,
Ρήγας όμως δεν κολλούσε πλάι στην Ντάμα της.
Κ’ η φτωχή πριγκιποπούλα τότε, σιώπησε,
πριν ο ιππότης της περάσει πάνω στ’ άτι του.
Στα χρυσά τ’ αστέρια, την ψυχή της σκόρπισε,
στ’ ουρανού, να ζει σκόνη άυλη, το παλάτι του!
.
Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου