Δευτέρα, Μαΐου 18, 2009

Πιάτσα δολοφόνων


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δεν το ήξερα, δεν το φανταζόμουνα πως μπορεί κανείς, έτσι εύκολα, να «ψωνίσει» το δολοφόνο του. Όπως ένας συμπαθής ηθοποιός (ο Νίκος Σ.), που κυριολεκτικά τράβηξε «λαχείο» και τού βγήκε. Κι ευτυχώς που δεν το ήξερα ίσως, γιατί μπορεί και να ’κανα καμιά τρέλα. Θυμάμαι – πάνε χρόνια – περπατούσα στο δρόμο κι ευχόμουνα «να με πατήσει ένα αυτοκίνητο να ησυχάσω», αλλά τ’ αυτοκίνητο δε με πάτησε τελικά και να ’μαι τώρα εδώ, μια σανίδα εγώ που ξέβρασε ο ωκεανός σε ξερονήσι.
.
Θα πήγαινα, το δίχως άλλο, στην πιάτσα! Θα πήγαινα στην ίδια πιάτσα αυτή, με την καρδιά μου να χτυπά ασυγκράτητη, προκειμένου να διαλέξω τον άνθρωπο – Ecce Homo (ιδού ο Άνθρωπος) – που θ’ άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού, να μπει και να καθίσει. «Πού πάμε, αφεντικό»; Θα ρωτούσε χαμηλόφωνα, συνωμοτικά, με κείνο το χαμόγελο που σού ’ρχεται να το στραπατσάρεις με μια γροθιά. «Πάμε βόλτα», θ’ απαντούσα αμέριμνα και το βλέμμα μου, όλο νόημα και μυστήριο, θα υποσχόταν καταπράσινες, απέραντες πεδιάδες ηδονής.

Στο σπίτι μου, θα σερβίριζα ήρεμα τα ποτά μας. Ουίσκι ή κάτι ακόμα πιο σκληρό. Εγώ, ο που δε γνωρίζει καν αν την κοκαΐνη την καπνίζεις, την πίνεις ή την σνιφάρεις. Τουλάχιστον για ένα θα ήμουν σίγουρος: Ίχνη σεξουαλικής επαφής δεν θα έβρισκαν οι αρχές. Άμα είναι να πεθάνεις, καλύτερα να πεθάνεις χωρίς ατίμωση. Μόνο τα μαχαίρια μου θ’ άφηνα – στην κουζίνα… Και θα τον εκνεύριζα τον τύπο. Με λόγια προσβλητικά; Χμ! Γιατί όχι; Θίγοντας κάτι τόσο απλό: τον ανδρισμό του· και θα έκανα τη δουλειά μου μια χαρά! Αλλά, θαρρώ, υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, καλύτερος. Άραγε, να τον σκέφτηκαν τα λαγωνικά της Ασφάλειας;

«Στην υγειά σου»! «Στην υγειά σου»!
«Βρε συ, κάπου σε ξέρω, κάτι μού θυμίζεις»…
«Ναι», θ’ απαντούσα, «είμαι ο τάδε»! (Όνομα γνωστό).
«Άντε! Εσύ είσαι ρε; Μα, για στάσου, έχεις δίκιο… Εσένα δε συλλάβανε πρόσφατα για χρήση κόκας»;
«Τι θες να πεις»; (Εκνευρισμένος εγώ που με θυμήθηκε).
«Να! Αυτό που κάνουμε και τώρα. Κόκα έχεις εδώ βλέπω και πολύ καλής ποιότητας»!
«Τι είν’ αυτά που λες; Θέλεις να με κάψεις»;
«Φοβάσαι μήπως σε προδώσω»;
«Και μόνο που το σκέφτηκες, την έβαψες κακομοίρη μου», θα έλεγα με προσποιητό έλεγχο του εαυτού μου. Και θα τιναζόμουνα σαν ελατήριο, να κλειδώσω την πόρτα του διαμερίσματος, ώστε να μην μπορεί να το σκάσει για να γίνει τελικά ο καταδότης μου! Έλα, όμως, που τα μαχαίρια θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους – εκεί, φάτσα, στην κουζίνα!... Κι αντί να μ’ εμποδίσει αυτός να κλειδώσω, να τρέξει στην άλλη μεριά και σαν αίλουρος ν’ αρπάξει τη δεύτερη μεγαλύτερη κάμα, στη σειρά…

«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι, έσταζε μέλι η μαχαιριά»…

«Μη!... Τι πας να κάνεις»;
«Θα σε σκοτώσω! Αν δεν το κάνω εγώ, θα το κάνεις εσύ! Εδώ που φτάσαμε, ο θάνατός σου, η ζωή μου. Θα σε σκοτώσω εγώ λοιπόν κι ύστερα θα τα κάνω όλα λίμπα εδώ μέσα, να υποθέσουν πως μπήκανε κλέφτες για να σε ληστέψουν»!

Πιστεύω πως θα πάλευα με το δολοφόνο μου. Κι ας ήθελα τόσο πολύ, από πριν, να πεθάνω… Θα πάλευα σαν κείνον που πέφτει απ’ τον πάνω όροφο και κατά τη διάρκεια της πτώσης (σε αργή κίνηση) μετανιώνει. Αν μπορούσε να τον σταματήσει ο χρόνος, αέναα, μεταξύ δύο ορόφων, θα γύρευε συγνώμη απ’ το Θεό, είτε είναι θρήσκος είτε όχι. Γιατί, και για τους μη θρήσκους, Θεός υπάρχει. Κι ας δεν είναι όπως τον πιστεύουνε οι θρήσκοι. Και του μη θρήσκου ο Θεός, νοιάζεται για το δημιούργημά του.

Κυρίως, θα φρόντιζα, στην απεγνωσμένη μου πάλη, ν’ αφήσω κάτι ή να προκαλέσω κάτι που θα μείνει ανεξίτηλο στο τέλος. (Στο τέλος!)… Να μείνει κάτι που να προδίνει την ταυτότητα, κατά κάποιο τρόπο, του δολοφόνου. Για να πιαστεί και να ησυχάσει η ψυχούλα μου… Ένα σημάδι στο πάτωμα! Στο πάτωμα! Ένα σημάδι, άραγε, θα είναι αρκετό; Αν στη γη υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ευσυνείδητα… Θα καταλάβουν… Θα αξιοποιήσουν σωστά το στοιχείο αυτό…

Εγώ, ώρα να φεύγω… Ένα βήμα με περιμένει αλλού. Και θα βγω στ’ άυλο μπαλκόνι να φωνάζω. Σαν τον ιμάμη πάνω στο μιναρέ. Δίνοντας το στίγμα μου. Αλλού… Ποιος ξέρει πού; Μπορεί να έφτασε ο Αρμαγεδώνας. Ξέρετε, δεν είναι και τόσο δύσκολη υπόθεση. Ο Αλέν Ντελόν, σε μια ταινία του, είχε πει: «Ένα μπουμ στ’ αυτιά». Δεν ξέρω Γαλλικά, αλλά έμοιαζε κάπως σαν «μπουμ ντιζόι» ή κάτι τέτοιο. Κι έχω τόσα πολλά να πω ακόμα…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δε θα πω πολλά, παρά μόνο πως: Θέλει πολύ δύναμη για να γράψει κάποιος ένα τέτοιο άρθρο.
Άρα, δε σε φοβάμαι...

Νίκος Μπατσικανής