Σάββατο, Μαΐου 23, 2009

Danton


Ψηλό του πένθους σκέπαστρον, βαρύ της καρμανιόλας,
στο μέσον στέκονταν ορθή, την παλαιά πρωία.
Το άνθος το βασιλικόν πατιούνταν της γλαδιόλας,
απ’ της αμάξης τον τροχό, στην γλιστερήν πλατεία.

Το χέρι μ’ άπλωνε ο λαός γυμνό, του σκεβρωμένου,
σωτήρος μου ’χε υποδοχή, σκουφί του επαναστάτου,
μα ήταν το χνώτο νηστικό, το σώμα Εσταυρωμένου
και το παντζούρι σφαλιστό, του Ιούλιου πρωτεργάτου.

Χονδρός του λόγου ο δαμαστής, εχτύπαε τη γροθιά του,
στο έδρανο του ομιλητή, «σελίς των δικαιωμάτων»,
οι Αρχόντοι συσπειρώνουνταν σε τάξιν, αποκάτου
κι ο δήμιος κάθονταν στραβός, μ’ απλίκα Βοναπάρτου.

Δαυλί το φως στην Αγορά, την Νύχτα των Αθλίων,
που σωριαγμένοι καταγής, πυράν είχαν στα μάτια,
νεαροί πατριώτες μας φοράν στο κάρο των μετρίων
και οδηγούμαστε ευγενείς, στου χάρου τα φρεάτια.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

(Από το βιβλίο του, "Καφές με θέα στην Κόλαση"). V.M.!

3 σχόλια:

P. T. είπε...

Με εντυπωσιακή τεχνοτροπία! Ποίημα που δείχνει πως δεν γράφτηκε από τυχαίο στιχουργό, αλλά από αληθινό ποιητή. Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

# είπε...

Apithano!

Ανώνυμος είπε...

Μοναδική ατμόσφαιρα "εποχής". Η Ιστορία ξαναζωντανεύει. Συνέχισε έτσι. Θοδωρής Αξελός