Φωτιά που καταπίνει τα δάση και τρέχει αδιάκοπα
με τον άνεμο τον καυτό, μα δυνατό ωστόσο
του Καλοκαιριού στο νησί, μοιάζει η λαχτάρα μου,
μια λαχτάρα για σένα, λατρευτή Περσεφόνη.
Κι από τότε που γνώρισα τον εαυτό μου κι έπαψα
να μιλώ στ’ άψυχα για να μάθω ποιος είμαι,
σ’ ερωτεύτηκα από ιστορίες με τη μορφή σου
κι από βιώματα σαν τα δικά σου, αγαπητή Περσεφόνη.
Μίλα μου λοιπόν και μη σωπαίνεις στους κολασμένους
καπνούς της ανυπαρξίας
και στα σκιερά σπήλαια του κάτω κόσμου, πια, μην κρύβεσαι.
Μεγάλωσα, έμαθα το θάνατο, βρήκα
τ’ αθάνατο νερό, που θα το πιούμε οι δυο γουλιά-γουλιά,
όταν σε βρω, Περσεφόνη.
με τον άνεμο τον καυτό, μα δυνατό ωστόσο
του Καλοκαιριού στο νησί, μοιάζει η λαχτάρα μου,
μια λαχτάρα για σένα, λατρευτή Περσεφόνη.
Κι από τότε που γνώρισα τον εαυτό μου κι έπαψα
να μιλώ στ’ άψυχα για να μάθω ποιος είμαι,
σ’ ερωτεύτηκα από ιστορίες με τη μορφή σου
κι από βιώματα σαν τα δικά σου, αγαπητή Περσεφόνη.
Μίλα μου λοιπόν και μη σωπαίνεις στους κολασμένους
καπνούς της ανυπαρξίας
και στα σκιερά σπήλαια του κάτω κόσμου, πια, μην κρύβεσαι.
Μεγάλωσα, έμαθα το θάνατο, βρήκα
τ’ αθάνατο νερό, που θα το πιούμε οι δυο γουλιά-γουλιά,
όταν σε βρω, Περσεφόνη.
Του Στίβεν Αντωνόπουλου
1 σχόλιο:
Στίβεν σου εύχομαι να βρεις την Περσεφόνη σου.
Αυτό το ποιήμα έχει δικό του στυλ σε σχέση με τα άλλα που έχω διαβάσει...
πολύ ωραίος ο στίχος σου.
"κι έπαψα να μιλώ στ’ άψυχα για να μάθω ποιος είμαι"
Καλή συνέχεια μπράβο.
Δημοσίευση σχολίου