Κυριακή, Μαΐου 31, 2009

Goya


Σε καφενέ Τηνιακό του Κλασσικού,
είν’ οι πελάτες στρατηγοί παλιού πινάκου,
καίγει η λυχνία στον καιρό του Ισπανικού,
χρυσόν αγρό, την εποχή του Ταυρομάχου.

Σαλόνι Ηλύσιον του κρυστάλλου της Δουκίσσης
Φρύνη τ’ ανάσκελο το σώμα της αχλάδας,
σόι τους όρθιους Βασιλείς να παραστήσεις,
εμπρός στη μεγαλοζωή της πρασινάδας.

Τ’ άγιο φανάρι μοναχό, του Παρισιού,
ζεύγη αποκάτου, της ομίχλης οι διαβάτες.
Γέρος στον κάμπο καθιστός του κερασιού.
Λιγνός Επίσκοπος ευλαβικά κρεμάται.

Φρουρά της Τρίτης του Μαγιού οι εκτελεστές,
στρέφουνται ενάντια στα λευκά των πουκαμίσων,
γυμνοί ετρυπιούντο των βασάνων οι ληστές,
στάνε τ’ αντρού κομμένοι οι γόνες του ανίσως.

Στρώμα της κοίμησης τ’ αρρώστου σκεπαστό,
ωχρός τους τέσσαρους κοιτώ για να μου πούνε,
του μαύρου πρίγκιπος το λόχο να νοιαστώ;
Σταυρός πάν’ απ’ την κεφαλή του τοίχου, που ’ναι.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

(Από το βιβλίο του, "Καφές με θέα στην Κόλαση"). V.M.!

Η κλεψύδρα



Η κλεψύδρα
συνέχιζε να ρίχνει αγόγγυστα την άμμο
συμπληρώνοντας τον κύκλο
όπως κάθε μέρα
διασχίζοντας άλλη μια σπιθαμή του ταξιδιού της

ταξίδι
χωρίς λιμάνι, κύμα, φουρτούνα και νηνεμία.
Απλά ένα ταξίδι.
Η άμμος όμως έφτανε στο τέλος.
Γι’ άλλη μια φορά είχε μαζευτεί ένα βουνό από κάτω
τέτοιο που μόνο ο χρόνος
μπορούσε να σκαρφαλώσει.

Ώσπου έπεσε κι ο τελευταίος κόκκος.
Η κλεψύδρα περίμενε υπομονετικά να τη γυρίσουν,
όπως τόσα χρόνια τώρα, από το λεπτό που γεννήθηκε
με τους υπάκουους ασήμαντους κόκκους
να αναμένουν τη διαταγή.
Ήξεραν τι πρέπει να κάνουν
μόνο που δεν μπορούσαν οι ίδιοι από μόνοι τους
να αναποδογυρίσουν για να ξαναπέσουν
και να ανέβει ο χρόνος.

Η ώρα βέβαια συνέχιζε να περνά
υπολόγιζε η κλεψύδρα
μόνο που σταματημένη πια
δεν είχε καμιά απόδειξη για καμιά κίνηση
για πρώτη φορά στα χρονικά της.

Το παιδί λίγο πιο πέρα
συνέχισε να παίζει.
Το παλιό ρολόι απασχολημένο στους κύκλους του
ούτε που πρόσεξε πως η κλεψύδρα δε γύρισε.
Απλά προχώραγε δίχως να περιμένει την κλεψύδρα.
Αλλά ούτε και το παιδί πρόσεξε
πως δεν ήρθαν τα ρυτιδιασμένα δάχτυλα
να γυρίσουν την κλεψύδρα
όπως τους άρεσε να κάνουν χρόνια τώρα.

Ούτε και η κλεψύδρα βέβαια πρόσεξε
μες στην ακινησία της
πως και η κουρασμένη ανάσα είχε αποκτήσει πια
την ίδια ακινησία.


Του Βασίλη Μ. Κομπορόζου

(Από το βιβλίο του, "Αϋπνίες ονείρων" - Εκδόσεις Γαβριηλίδη). V.M.!

Το ξύπνημα του δράκου


Στη γαλήνη του σκοταδιού
το πλάσμα δεν τις έβλεπε
στη δρόσο του δάσους μαθημένο
χαιρόταν
κοιμόταν
μάντευε

και τότε

βγήκε το φεγγάρι
ήρθε απαλά, γλιστρώντας παρέα μ’ ένα σύννεφο…
το σύννεφο πέταξε
φιλώντας το φεγγάρι με τις άκρες του

στην ασημόλευκη λάμψη
του πλανήτη
οι αλυσίδες άστραψαν
του θάμπωσαν τα μάτια
ήταν εκεί, ασήκωτες
βαθιά ριζωμένες
στον τόπο που ’χε το πλάσμα φυτρώσει

«τι ψέμα, τι ψέμα που ’ταν η σιωπή
του σκοταδιού το χάδι
η γαλήνη τι ψέμα
δέντρο, λοιπόν, δεν ήμουν
ήμουν φωτιά
άνεμος
δράκος

Σαν ήρθε η μέρα
στον τόπο εκείνον
τον σκοτεινό,

μια λεπτή φλόγινη κοψιά
τον ουρανό του χάραζε
σαν από κάτι που δεν ήταν πια

όπως εκείνα τα θρυμματισμένα
κομμάτια μέταλλο
τα καρβουνισμένα
βαθιά ριζωμένα στη γη
που αλυσίδες δεν ήταν πια.


Της Αρχοντούλας Αλεξανδροπούλου

(Από το βιβλίο της, "Ψάχνω στιγμές" - Εκδόσεις Στεφανίδη). V.M.!

Το Άρθρο της Κυριακής - Εκλογές

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
.

Έλαχε σε μένα να γράψω το σημερινό «Άρθρο της Κυριακής». Περίμενα, περίμενα, να λάβω κάποιο άρθρο απ’ τους συμμετέχοντες (όλους εσάς δηλαδή), αλλά μ’ αφήσατε μόνο μου!... (Παραπονάκι). Ίσως το κάνατε για να με δοκιμάσετε: «Για να δούμε», θα είπατε, «μπορεί να γράψει άρθρα»; Εδώ σε θέλω κάβουρα…

Διάλεξα προσεχτικά το θέμα μου: «Εκλογές». Βάζω το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων!...

Ας κάνω μια υπεκφυγή, πριν μπούμε στα βαθειά (τι βαθειά δηλαδή; Ρηχά κι απόνερα). Άρθρα έγραφα κάτι χρόνια πριν – μια δεκαετία και βάλε – για τα περιοδικά με τα οποία τότε συνεργάστηκα. Αχ, νιάτα… Όχι ότι γέρασα, βέβαια!

Τι θα ψηφίσουμε; Χμ… Μεγάλος προβληματισμός.

Άραγε, η κοινωνία μας κινδυνεύει από τον κακό πολιτικό; Άραγε, αν ψηφίσουμε το «λάθος κόμμα» θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις για τον λαό μας; Η απάντησή μου είναι ξεκάθαρη: Όχι. Όποιο κόμμα κι αν επικρατήσει, πραγματικός μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ τον ήδη υφιστάμενο, δεν υφίσταται…

Και ο ήδη υφιστάμενος κίνδυνος έχει εγκατασταθεί στα μέρη μας εδώ και πολύν καιρό, δίχως να το κουνάει ρούπι. Αφενός οι φίλιες (βλέπε Τούρκους, Σλάβους) απειλές μαζί με την ευθεία αμφισβήτηση των συνόρων μας. Αφετέρου το παράλυτο κι αναποτελεσματικό πολιτικό μας σύστημα. Τούτο μάς το επέβαλαν ορισμένοι άσπονδοι φίλοι μας (βλέπε Αμερικανοί και μεγάλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις).

Μοιάζει το πολιτικό μας σύστημα, σαν εκείνους τους «κουλοχέρηδες» στα περίπτερα. Ρίχνεις το κέρμα και πασκίζεις να πιάσεις με τις κυριολεκτικά κουλές δαγκάνες του μηχανήματος, ένα αστείο κουκλάκι… Το γραπώνουν οι δαγκάνες προς στιγμή, μετά τούς πέφτει πάλι. Και χάνεις εσύ το κέρμα σου στο τέλος…

Κάποτε ένα αρκουδάκι πιάνεις! Εισρέουν στα ταμεία σου οι απολαβές. Υπό μορφή όμως χρέους! Χρωστάς, χρωστάς, χρωστάς! Ε, τι να κάνουν οι κυβερνήσεις; Ξεκινούν το έργο τους όντας για τα καλά χωμένες μες στο «τρυπάκι». Επίσης, οι ίδιοι οι μηχανισμοί των κομμάτων δεν επιτρέπουν την επικράτηση του καλύτερου. Ποιος επίδοξος πρωθυπουργός θα αισθανόταν άνετα αν δίπλα του είχε ισάξιους μ’ αυτόν συνεργάτες;

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη – που λάτρεψα – δεν επέτρεπε να παρουσιάζονται δίπλα της πιο όμορφες από αυτήν κοπέλες. Διάλεγε υποδεέστερες για να την πλαισιώνουν. Με τον ίδιο πρακτικά τρόπο, κι ο εκάστοτε πολιτικός ηγέτης, επιθυμεί φερέφωνα γύρω του. Να μην σκαμπάζουν και πολλά-πολλά, παρά να τον (εξ)υπηρετούν άριστα.

Παράλυτο πολιτικό σύστημα εμείς, δυνατό οι Γάλλοι κι οι Γερμανοί. Οι δε Άγγλοι, καθόλου κουτοί δε φαίνονται, ας μην καταργήσανε ελόγου τους τη Βασιλεία. Γάλλοι, Άγγλοι και Γερμανοί θέλουν την Ελλάδα οικονομικά ασθενή προκειμένου να την ελέγχουν εξαναγκάζοντάς την σε ολοένα διογκούμενη εξάρτηση από αυτούς. Οι Αμερικανοί τη θέλουν με ασθενή πολιτική βούληση, ώστε να μην κάνει του κεφαλιού της ξαφνικά, αποβαίνοντας δυσάρεστα απρόβλεπτη για τις βλέψεις τους.

Η νυν κυβέρνηση, μπήκε στο «τρυπάκι» και εξήλθε κουρελιασμένη. Προσωπικά πιστεύω ότι προσπάθησε για το καλό, αλλά δεν τα κατάφερε. Συν το ότι προκύψανε μάλλον υπερβολικά στον αριθμό διεφθαρμένα στελέχη, κατά την πορεία… Ακόμα κι ο αδιάφθορος κ. Καραμανλής στρατεύτηκε να κουκουλώσει σκάνδαλα, μπας και σώσει τ’ άσωστα!

Απ’ την άλλη, ο κ. Γιώργος Παπανδρέου δεν δείχνει ικανός να ξεφύγει απ’ το πισωγύρισμα της Ιστορίας. Τα συνθήματα που υιοθετεί, θυμίζουν έντονα τον πατέρα του, να μην πω τον παππού του. Εν έτει 2009! Καταλογίζω ωστόσο και θετικά στοιχεία σ’ αυτόν: Είναι γνώστης των αναγκών της Παιδείας. Είναι γνώστης των νέων τεχνολογιών.

Η κα. Παπαρήγα μιλά σε ένα ακροατήριο καρδιάς μάλλον, παρά ορθού λογισμού. Κι είναι εκ των πραγμάτων λιγοστό το ακροατήριο αυτό, διότι εκλείπουν σήμερα οι αιτίες που φανάτιζαν και δίχαζαν. Ο κ. Τσίπρας, έχει πρώτα να στείλει στα «ξεκουμπίδια» μια καλά ριζωμένη παλιά φρουρά, για ν’ ανθίσει κάτι δικό του εκεί…

Ο κ. Καρατζαφέρης, κακόγουστη μόδα, θα περάσει. Οι Οικολόγοι φαντάζουν συμπαθείς, αλλά αν αποκτήσουν δύναμη; Ο ηγέτης τους γελαστός και με ευφράδεια, πλην όμως διάφορες πέριξ αυτόν αστράχες, συνεχώς θα τον παρατηρούν βλοσυρά, θα τον ελέγχουν κι εν τέλει θα τον καταπιούν! Κι από οικολογία, «όρθρου βαθέως». Αν γνώριζαν το πραγματικό πρόβλημα της γης, θα παρουσιάζονταν πιο υπεύθυνοι και επιστημονικά οργανωμένοι.

Εν κατακλείδι: Τι θα ψηφίσουμε; Και πώς θα ψηφίσουμε; Για την Ευρώπη και το Ευρωκοινοβούλιο; Για την Ελλάδα υπό δημοψηφισματική μορφή; Για εμάς ως κοινωνία; Για εμάς ως άτομα; Εγώ θα ρίξω λευκό. Τελείωσα. Λευκό θα ρίξω…

Το μήνυμα - The message

.

Το μήνυμα

Μήνυμα έρχεται από κάτω.
Μην ανεβείτε στην κορυφή.
Θα τσακίσετε τα φτερά σας.

----------------------------------------

The message

Message comes from below.
Do not climb to the top.
You will break your wings.

Της Χριστίνας Απ. Καραγιάννη

(Από το βιβλίο της, "Τα φτερά της πεταλούδας - The wings of butterfly" - Εκδόσεις 'ξάστερον. Απόδοση στα Αγγλικά: Stephie Drown). V.M.!

Χαμένες αγάπες


Ίσως είναι
οι αστραπές που σκίζουν απόψε τον ορίζοντα
οι σταγόνες της βροχής στο τζάμι
οι νιφάδες του χιονιού στο περβάζι.

Ίσως είναι
οι ψαλμοί των ανέμων στις φυλλωσιές των δέντρων
τα μυριάδες αστέρια του γαλαξία
οι ακτίνες του ήλιου που μας ζεσταίνουν.

Ίσως.
Μα εγώ κάθε φορά νιώθω ανατριχίλα.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του, "Αγρυπνία" - Εκδόσεις Γαβριηλίδη). V.M.!

Σάββατο, Μαΐου 30, 2009

Σε τεχνοκράτη συνθέτη

Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Σού λείπει η στοιχειώδης πυγμή στην Τέχνη σου. Δεν ξέρω τι θα κάνεις για να το επιτύχεις αυτό· δείρε τη γυναίκα σου, απάντησε σε μια προσβολή όταν δε σε «παίρνει» και ολοκλήρωσε τον καυγά ή κέρδισέ τον χωρίς να χρειαστεί να εμπλακείς περισσότερο. Σου λείπει η στοιχειώδης πυγμή· και η μουσική, όπως η κάθε τέχνη, περιφρονεί τους υποχωρητικούς. Δεν μπορώ να διανοηθώ, για παράδειγμα, τον Purcell να μην επιχειρεί να κάνει αυτό που θέλει χωρίς να λογαριάζει το ηθικό για την εποχή του κόστος. Να μη μεριάζει για να διαβούν τα πάθη του.

Φρόντισε ώστε το έργο σου να μη νοιάζεται πώς θα μας φανεί, αλλά μην αυθαδιάζει κιόλας χωρίς πρώτα να μας έχει πείσει για την αρτιότητά του. Υποκλίσου στον ανάξιο που σου κάνει την τιμή να το ερμηνεύσει, αλλά ξέρε στο βάθος πως η θέση του, ίσως ήταν πάνω από έναν πάγκο με ζαρζαβατικά και όχι στην κατάφωτη σκηνή που τώρα μοιράζεστε. Η άνοδός σου να ’ρχεται απ’ τα μέσα, αλλιώς θα μοιάζει με εξωτερική ετοιμόρροπη σκάλα στα πλαϊνά ενός μπορντέλου, ανάξια ακόμα και να σε φυγαδέψει, στον κίνδυνο. Κάνε, τέλος πάντων, κάτι για το οποίο ν’ αξίζει να μετανιώσεις. Η έλλειψη αναγνώρισης, από μόνη της, δεν αποτελεί ικανό σταυρό.

Ερωφίλη


Σε συναντώ στην έξαψη
του διάφανου νερού,
καθώς που τρέχει κατευθείαν
στη γαλήνια θάλασσα.
Κι έχει η θάλασσα ένα φως
κι ένα χαμόγελο και μια
σκιά και μιαν ανατριχίλα.
Γίνεσαι δέλτα των προσχώσεων,
της ζούγκλας των αισθήσεων.
Ζαλίζομαι, βουλιάζω, αιχμαλωτίζομαι.
Και είμαι εντός σου ναυαγός
κι αναστημένος.

Του Αντώνη Σαμιωτάκη (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του, "Ηδύ του έρωτος" - Εκδόσεις Δωδώνη). V.M.!

Όνειρο Χριστουγεννιάτικο


Αυτή πώς θα ’θελα την παγερή βραδιά,
που πύργους στήνει ολόλευκους το χιόνι,
που από λύπη ξεχειλίζει μου η καρδιά
κι αλύπητα ο πόνος τη ματώνει,

μέσα στη φάτνη να βρεθώ τη φτωχική,
σιμά σ’ απλούς και ταπεινούς ποιμένες,
να ευφρανθώ άγιες μελωδίες θεϊκές
απ’ Αρχαγγέλων στόματα βγαλμένες.

Να γίνω ένα με τ’ ασπρόμαλλα τ’ αρνιά,
να Σου χαρίσω τη χλιαρή πνοή μου
και με αθώου παιδιού μάτια εκστατικά
να Σ’ αντικρίσω βρέφος, Λυτρωτή μου.

Να ιδώ τη μάνα, τη γλυκειά, την τρυφερή,
να Σε βαστά μέσ’ στη θερμή αγκαλιά Της,
γιο και Θεό να νανουρίζει με στοργή
Παρθένα, που θνητή ’ναι η γενιά της.

Να ιδώ τ’ αστέρι το λαμπρό, το μαγικό,
που με τ’ ασήμια του κεντάει το βράδυ
και δείχνει δρόμο στον πιστό προσκυνητή
σκορπίζοντας της άγνοιας το σκοτάδι.

Η αμαρτωλή καρδιά μου ακόμα λαχταρά
κείνη των Μάγων την περίσσια γνώση,
μα και μιαν άδολη, παιδιάστικη ψυχή
άδυτο φως αλήθειας ν’ ανταμώσει.

Ν’ ανέβει ο αίνος μου λιβάνι ευωδιαστό
στο συννεφόντυτο ουράνιο θρόνο
και με χρυσό και σμύρνα, λύτρωσης καρπό,
το είναι μου απ’ τα πάθη ν’ αλαφρώνω.

Τότε, γλυκύτατε Ιησού μου, να γενώ
μια τ’ αστεριού Σου ακτίνα θα ζητήσω
του κάθε Μάγου, που κινάει για να σε βρει,
μ’ ουράνιο φως τη στράτα να φωτίσω.

Της Ηρώς-Χρυσάνθης Αλεξανδράκη

(Από το βιβλίο της, "Αναζητώντας" - Εκδόσεις Ποντοπόρεια Εκδοτική). V.M.!

Περσεφόνη


Φωτιά που καταπίνει τα δάση και τρέχει αδιάκοπα
με τον άνεμο τον καυτό, μα δυνατό ωστόσο
του Καλοκαιριού στο νησί, μοιάζει η λαχτάρα μου,
μια λαχτάρα για σένα, λατρευτή Περσεφόνη.

Κι από τότε που γνώρισα τον εαυτό μου κι έπαψα
να μιλώ στ’ άψυχα για να μάθω ποιος είμαι,
σ’ ερωτεύτηκα από ιστορίες με τη μορφή σου
κι από βιώματα σαν τα δικά σου, αγαπητή Περσεφόνη.

Μίλα μου λοιπόν και μη σωπαίνεις στους κολασμένους
καπνούς της ανυπαρξίας
και στα σκιερά σπήλαια του κάτω κόσμου, πια, μην κρύβεσαι.
Μεγάλωσα, έμαθα το θάνατο, βρήκα
τ’ αθάνατο νερό, που θα το πιούμε οι δυο γουλιά-γουλιά,
όταν σε βρω, Περσεφόνη.

Του Στίβεν Αντωνόπουλου

Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες (Συνέχεια 5η)



Ένα κεφάλαιο με κομμένα δέντρα

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

(Προσοχή μην πέσει κανένα δέντρο πάνω σας)

Ο Ρούλης έτριβε τα χέρια του από χαρά.
«Χα χα χα δε θα φτιάξω εδώ πέρα ιατρεία,
μα σπίτια για κοράκια που θα τα πουλήσω ακριβά!»
Ωχ, τον πονηρούλη που να του καεί η μπαταρία.

Κι έφερε φίλους του πολλούς, άγρια κοράκια
και μαδήσαν τα λουλούδια, τους θάμνους, τα φυτά
και ξεριζώσαν τσουπ τσουπ τσουπ λίγο λίγο τα δεντράκια
κι έμεινε η γη εκεί γυμνή με χόρτα ξερά!

Ο Φλογάτος κι η Πυρά βλέπαν από μακριά.
«Πυρά, μ’ αυτό που βλέπω μού πιάνεται η καρδιά,»
είπε ο Φλογάτος με πόνο στην καρδιά.
«Κι εμένα!» είπε η Πυρά. «Μεγάλη Καταστροφή.»

«Όμως εδώ θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
έκαν’ ο Φλογάτος για να παρηγορηθεί.
«Ναι, και θά΄ χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
κι η Πυρά με μεγάλη θλίψη στη φωνή.

Και τρέξαν να το πουν στους άλλους δακρυσμένοι.
«Μη λυπάστε, θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
εξήγησε η Πυρά κι ήτανε θλιμμένη.
«Ναι,» κι ο Φλογάτος «και θά ΄χει φάρμακα σα φαρμακείο.»

Πως κλαίγαν τότε όλοι οι Πυγολαμπτήρες
σκέφτονταν, όμως, πως εκεί θα γίνει ιατρείο
και φέρναν δίπλα στα κομμένα δέντρα γύρες,
εκεί που θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο!

Κι έφτασε το βράδυ και βγήκε το φεγγάρι
μα η Φωτεινή κι ο Φωτεινός δε φόραγαν πια φακό.
Τους βλέπει η Πυρά που τριγυρνούσε όλο καμάρι,
«Καλέ αυτοί δε φορούν φακό – τι λάθος τραγικό!»

Και συνέχισε ο Φλογάτος όλο απορία,
«Μα αυτοί δεν είναι πια της μόδας όπως εμείς!»
Κι έπειτα κι οι δυο μαζί, «Τι ανοησία,
κρίμα για τα νιάτα του Φωτεινού και της Φωτεινής!»

«Κρίμα, κρίμα,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά.
«Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός είναι πλέον ντεμοντέ.»
Αχ, τι να πεις σε τέτοια έντομα κουτά
που φέρονταν σα να τους κάηκε κάποιο μοτέρ!

Το κεφάλαιο που έπιασε φωτιά

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ (Όνομα και πράγμα ) 9


(Φέρτε γρήγορα πυροσβεστήρες!)

Αχ, ήρθε νύχτα που οι φίλοι μας για ώρα τους κακή
κοιμήθηκαν – τους είχε κουράσει το πολύ κρυφτό -
κι ήρθε ο Ρούλης πάνω σε λεπτό κλαδί
με σχέδιο στ’ αλήθεια τόσο καταστροφικό.

«Δε μου φτάνουν όσα μου χαρίσαν οι πυγολαμπίδες,»
ψιθύρισε, «θέλω κι άλλο χώρο, σπίτια να χτίσω πολλά»
κι όρμησε σα λύκος σε μαντρί με γίδες,
πάνω στα δέντρα και τους έβαλε φωτιά!

Ω, πόσο γρήγορα πιάσαν τα δέντρα φωτιά.
Μαύροι καπνοί ορμούσαν ψηλά στον ουρανό,
και ξημέρωσε μέρα γκρίζα μες στη σκοτεινιά.
Έκαιγε η φωτιά το δάσος δίχως σταματημό.

Μυρίζει η Πυρούλα τον καπνό και λέει τρομαγμένη,
«Ξυπνήστε, καίγεται το δάσος, φωτιά – φωτιά.»
Κι όλοι οι Πυγολαμπτήρες πετάγονται σαστισμένοι.
«Τα καημένα τα δεντράκια! – Βοήθεια, φωτιά!»

«Γρήγορα, γρήγορα, φέρτε πυροσβεστήρες»
είπ’ ο Φλογούλης και τά ’χε χαμένα!
Αχ, δεν είχαν τέτοιο πράγμα οι Πυγολαμπτήρες
και το δάσος καίγονταν σαν κάρβουνα αναμμένα!

«Εμπρός να φύγουμε να σωθούμε απ’ τη φωτιά»
φώναξε η Πυρούλα πλάι στη φωτιά την τρομερή.
«Ν’ ανάψουμε τους φακούς» κι ο Φλογούλης δυνατά
μα δεν έλεγαν ν’ ανάψουν οι πανάκριβοι φακοί!

«Πάλι τέλειωσαν οι μπαταρίες.» είπε η Πυρούλα,
αχ, κι ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τον καπνό.
«Μα, αυτός είναι μέγας φαταούλας!»
γρύλισε ο Φλογούλης με μεγάλο θυμό.

Και θυμήθηκαν το δικό τους φως οι πυγολαμπτήρες
μα, από την αχρησία δε φώτιζε τόσο πολύ.
Και νιώθαν τότε σαν καμμένοι αναπτήρες!
Πάλι καλά που είχαν τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.

«Ακολουθήστε εμάς πού ’χουμε το δικό μας φως»
είπ’ η Φωτεινή βήχοντας απ’ τον καπνό.
«Ναι, κι εμπιστευτείτε μας,» συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
στο δάσος που πνιγόταν στης φωτιάς το χορό.

Τότε ήταν π’ άρχισε να βρέχει στάχτη γκρίζα
έβρεχε, μόνο πού ’ταν στάχτη κι όχι δροσερό νερό
κι ήταν οι φίλοι μας σα να τους βάλανε στην πρίζα
και τους κάνανε γερό ηλεκτροσόκ!

Και πήγανε πιο πέρα οι φίλοι μας κλαμένοι
μα φύσαγε αέρας και δυνάμωνε η φωτιά
και βήχανε και παραπάταγαν σα μεθυσμένοι
κι έβρεχε στάχτη – καίγονταν τα δέντρα τα φτωχά!

(Κι εδώ θα απορήσετε τι γίναν τα άλλα ζώα όπως
λαγοί, σκίουροι, κουνάβια, αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες
κι ένα τσούρμο άλλα μικρά και μεγάλα τετράποδα,
ερπετά, πουλιά και έντομα. Δε μιλάω γι’ αυτά γιατί δε θυμάμαι
τα μικρά τους ονόματα και δε θά ’ θελα να δώσω ψεύτικες πληροφορίες!
Γι’ αυτό μιλάω μόνο για τις πυγολαμπίδες
που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, τόσο μεγάλες που ήταν!
Ουχ, ωχ,
τους πυγολαμπτήρες, θέλω να πω!)

© Βασίλης Μ. Κομπορόζος

(Συνεχίζεται)

Versus Monkey


Όλοι λένε ναι το βράδυ, όχι το πρωί.
Όλοι κλαίνε…
Πάντα όμως βράδυ!

Την νύχτα, η αμαρτία γλιστράει σαν αλιγάτορας
αθόρυβα, πλήρως ενσωματωμένη στο περιβάλλον.

Παρατηρητήριο ψυχής, ανάγκη σε έχουμε,
κάθε φορά που θα χρειάζεται
το γιγάντιο χέρι σου θα απλώνεται,
θα μας τραβά μία φάπα, τόσο δυνατή…
που θα διακτινιζόμαστε σε άλλον πλανήτη.

Εκεί, πειραματόζωα γενετικής μετάλλαξης,
επιστημονικά αντικείμενα ψυχικής ανάπλασης,
θα μας διορθώνεις.

Αναρρωμένοι, θα ταξιδεύουμε πίσω,
απαλλαγμένοι από προγραμματιστικές ανωμαλίες,
αναβαθμισμένοι με την νέα έκδοση των windows.

Όλοι πλέον, παρέα θα μας κάνουν, άφοβα.

Η περιπέτεια θα έχει αποκτήσει άλλη έννοια για μας.
Ποιήματα δεν θα ξαναγράψουμε ποτέ!
Νέος κόσμος, φίλοι μου! Νέος κόσμος.
.

Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

Παρασκευή, Μαΐου 29, 2009

Βουντού το απομεσήμερο


Νήσος αθέατη, νήσος των πεθαμένων
κι έμεινα ανήμπορος σταυρός οριστικός,
στη γη την ξέστρωτη, στη γη των λυπημένων,
έρημος δόκτορας κι αγιάτρευτος λοιμός.

Μουντή σκεπάζει μια ομπρέλα συννεφιά
τ' οκταπονήσι του ανανά και του Περσέα,
παραθερίζουν οι ορδές των ασθενών,
κιόλας αγάλματα γυρνούν ερειπωμένα.

Απ' την αγάπη απαλλαγμένοι κι απ' το χώμα,
μονάχα η κάψα στην παράλια λεωφόρο,
ρηχά βαζίζοντας απάνω στην ασπίδα,
ουρές που σέρνουν νυχτικιές κατατρεγμένες.

Νήσος αθέατη, νήσος των πεθαμένων
κι η Δύση αναμνηστική, με ξεσηκώνει.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

(Από το βιβλίο του, "Σφαγή στ' ακρογιάλι της ηδονής" - Εκδόσεις Mini Book). V.M.!

Πού έφυγες μυαλό μου


Πού έφυγες μυαλό μου,
ανάμεσα στα φώτα
και τις ζεστές ανάσες των θαλασσών;
Καρδιές όλο αγάπη,
σού είπαν να ρίξεις άγκυρα
και συ, σαν το σοφό τούς έλεγες:
"Όλα έχουν τη μορφή σου".
Μετά,
το σπόρο σου έριξες,
τα δόντια του δράκοντα·
στις ντισκοτέκ οι μουσικές σού είπαν
πως είναι η γιορτή σου!
Αύριο θα ξαναδείς
τους πολεμιστές σου στα τρένα,
την αγωνία, το θάνατο,
ό,τι απόμεινε,
τον Τάκη να τραγουδάει:
"Μενεξεδένια"...

Του Στέφανου Α. Αγάθου

Η Ρούλα


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Το ’46 είχαν φύγει οι Γερμανοί, είχε φύγει μια τρισκατάρατη πληγή, μα δυστυχώς, άλλη, πολύ βαριά κι αυτή, είχε πλακώσει απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα. Αδερφός έσφαζε αδερφό και πατέρας το παιδί και στις γειτονιές, στις πόλεις, τα χωριά, έτρεχε το αίμα κόκκινο σαν το νερό στ’ αυλάκι. Βασίλευε ο εμφύλιος, η πιο μεγάλη κατάρα που δεν εννοεί ν’ αφήσει ήσυχη τη φυλή μας.

Τα σχολειά είχαν ανοίξει, είχα πετύχει στις εξετάσεις και θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Η Ούντρα του Τρούμαν, έφερνε τρόφιμα στην πόλη: κονσέρβες διάφορες, καφέ, γλυκόζη, γαλέτες, φορέματα για τις γυναίκες, παντελόνια, μπόλκες, για τους άντρες (τα πιο πολλά αποφόρια), κουβέρτες μάλλινες στρατιωτικές και διάφορα φάρμακα κι εντομοκτόνα, για ψύλλους, ψείρες, μύγες και κοριούς. Στο μερτικό μας, έλαχε μια όμορφη μάλλινη στρατιωτικιά κουβέρτα, δεντρολιβανί το χρώμα της, σε σχέδιο ψαροκόκαλου. Χάρηκε η Μάνα μου και μιας και θ’ άρχιζα σχολείο, φώναξε τη Ρούλα σπίτι μας, να μου πάρει τα μέτρα για κουστούμι.

Ήρθε η κοπέλα, λουσάτη και καμαρωτή, όπως πάντα. Έβανε τα όμορφα νυχάτα χέρια της, σε διάφορα μέρη του κορμιού μου, κρατώντας τη μεζούρα, και σημείωνε αριθμούς. Όταν όμως τα βαλε κάτω απ’ τα σκέλια μου για το παντελόνι, ντράπηκα και κουνήθηκα λίγο αριστερά. Μ’ άρπαξε και ξανάφερε το κορμί μου στη θέση του και μού ’πε χαϊδευτικά να μη κουνιέμαι.

Έγινε σπουδαίο το κουστούμι! Πριν το προβάρισμα, με ’βαλε η Μάνα μου να δαγκάσω στο σβέρκο το σακάκι. Αμέσως μετά, το φόρεσα και χωρίς να καταλάβω, πήρα ύψος κι ένιωσα σαν αρχοντόπουλο.

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή. Από το βράδυ είχα πάει στην πόλη με τον πατέρα μου και είχαμε μείνει εκεί. Το πρωί χτύπησαν οι καμπάνες και πήγαμε στην εκκλησία. Με το σκόλασμα, γυρίσαμε τα μαγαζιά για ψώνια. Μου αγόρασε ο πατέρας μου παπούτσια και κασκέτο. Αγόρασε κι άλλα ψώνια για τις ανάγκες μας, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι μας κι έφυγε για τα χωράφια μας, που τον περίμενε η υπόλοιπη οικογένεια. Αύριο θ’ άρχιζαν οι εγγραφές στο σχολείο κι εγώ έπρεπε να μείνω εκεί. Έμεινα πίσω στην πόλη, χαρούμενος, με τον αέρα της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας μακριά έστω και για λίγο από γονείς και κηδεμόνες. Μου φαινότανε, πως πέταγα χαρούμενος στα σύγνεφα και ήταν τότε που συνέβη κάτι το αναπάντεχο, που μ’ αναστάτωσε και που θα ’μενε καλά γαντζωμένο στη μνήμη μου, στο υπόλοιπο της ζωής μου. Ήταν κάτι το αναπάντεχο, εξωπραγματικό για την ηλικία μου.

Ενώ προβάριζα τη σχολική στολή μου· κουστούμι, παπούτσια, λουρίδα και κασκέτο κι ενώ έβλεπα όμορφο τον εαυτόν μου στον μεγάλο μας καθρέφτη και χαιρόμουνα, χτύπησε η πόρτα μας. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα, γιατί δεν περίμενα κανέναν. Κοίταξα από ψηλά το παράθυρο της σάλας και εκπλάγηκα βλέποντας τη Ρούλα να περιμένει ν’ ανοίξει η σιδερένια εξώπορτα μας. Στα χέρια της κρατούσε μια σακούλα, με κάτι μέσα που φούσκωνε. Φαίνεται να είχε παρακολουθήσει την κίνηση, γιατί ήξερε ότι ήμουνα στο σπίτι μοναχός. Κατέβηκα έτσι κουστουμαρισμένος όπως ήμουνα και άνοιξα. Αμέσως χώθηκε μέσα. Φαινόταν τρομαγμένη σαν τον λαγό από φόβο, μήπως και την πάρει είδηση κανείς. Μήπως και την ιδεί κάνας γείτονας και το μάθουν οι δικοί μου.

Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Κατόπιν γύρισε τις κάμερες και το μαγειργειό μας, ενώ είχε φροντίσει να περάσει το δεξί της χέρι στους ώμους μου και πότε-πότε μου χάιδευε το σαγόνι και μου γαργάλαγε τ’ αυτί και το λαιμό. Κατόπιν, έτσι αγκαλιασμένο όπως μ’ είχε σαν να με ’σουρνε κοντά της κι εγώ ν’ ακολουθώ ξαναμμένος, με κατέβασε κάτω, στο κατώι. Εκεί, είχαμε ένα σωρό πατάτες, ένα πιθάρι λάδι και άλλα πράγματα που έφερνε ο πατέρας μας, προκειμένου να ετοιμάσει το σπίτι για την εκεί μετακίνηση μας το χειμώνα, που λόγω κατοχής, είχαμε πολλά χρόνια να το κατοικίσουμε. Τα πράματα καλυτέρευαν.

Μόλις σιγουρεύτηκε ότι βρισκόταν εκεί που ήθελε, τράβηξε κάτι από μπροστά το στήθος της και το ‘να της βυζί, το δεξί πετάχτηκε στη λάκα, δήθεν από μόνο του. Κατόπιν και το άλλο. Το αίμα μου, πήρε φόρα απότομα κι ανερώτητα, ανέβηκε κι έπρηξε το κεφάλι μου. Στα μάγουλα μου έπεσε φωτιά και φούσκωσε η σαμπρέλα μου. Έκανε να κινηθεί και τα βλογημένα παίζανε πάνω κάτω, δεξιά κι αριστερά, με χάρη κι ομορφιά, με τις ρόγες τους να εξέχουνε μπροστά χοντρές, σαν χρυσοκόκκινα βατόμουρα. Να ’ναι καλά ο ύψιστος, που με τη σοφία του, εδώ πατίκωσε, όλες τις ομορφιές και γλύκες της ζωής και χρόνια πολλά να δίνει στον Άπλαστο εαυτό Του. Τα χέρια μου, χωρίς να το καταλαβαίνω, ορμούσαν κατά πάνω τους ακράτητα και τα πασπάτευαν. Τα ’πιαναν τ’ άφηναν, τα έσφιγγαν, τα έπαιζαν, τα γαργάλαγαν και ηλεκτρικές εκκενώσεις περνούσαν από μέσα τους, έρχονταν και αναστατώνονταν το κορμί μου ολόκληρο. Ενώ εγώ λαίμαργα και άπληστα ήμουνα ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος στην αναπάντεχη ευτυχία μου, αυτή σάκιαζε πατάτες στη σακούλα της, και γέμισε με λάδι απ’ το πιθάρι μας, μια μεγάλη μπουκάλα. Δεν έδινα σημασία, ούτε και αισθανόμουνα τι έκανε και ούτε ήθελα να ξέρω. Οι πατάτες και το λάδι ήταν στην διάθεση της.

Όταν τελείωσε τη δουλειά της, ξανάβαλε τους θησαυρούς της πάλι στη θέση τους, απωθώντας ελαφρά τα χέρια μου, που είχαν τελείως αποθρασυνθεί. Πήρε στα χέρια της τα πράγματα και κίνησε προς την πόρτα. Πρόφτασα όμως και γύρισα το κλειδί σφαλίζοντας την πόρτα. «Όχι», μου είπε «μην το κάνεις. Άσε με να πάω τα πράγματα στο σπίτι μου, δεν έχουμε τίποτα σήμερα για φαΐ κι αμέσως θα ξανάρθω, γιατί μ’ αρέσεις, σε θέλω και σε ποθώ». Δεν την πίστεψα, γιατί νόμιζα ότι με κοροϊδεύει. Με τα πολλά, άνοιξα την πόρτα και με χίλιες-δυο προφυλάξεις, έφυγε σαν κλέφτης. Άφησα την εξώπορτα ξεκλείδωτη κι ανέβηκα επάνω και περίμενα. Είχα λίγο συνέλθει και προσπαθούσα να βάλω τάξη στις σκέψεις μου.

Δεν πέρασαν περί τα 20 λεπτά και πάλι προφυλαχτικά σαν κλέφτης, ανέβηκε τις σκάλες και χώθηκε στην κάμερα πού με βρήκε και περίμενα. Χωρίς να χάσει καιρό, πέταξε ’πό πάνω της τα ρούχα της και σιγά-σιγά άρχισε να βγάζει και τα δικά μου. Αφού μείναμε σαν την Εύα με τον Αδάμ, με πήρε από το χέρι η όμορφη αυτή κόρη και με γρήγορες κινήσεις, δεξά κι αριστερά, ανάλογα τις στροφές του δρόμου, με κατέβασε ένα-ένα τα σκαλιά, στ’ άγια περιβόλια του κορμιού της.

Ο κίνδυνος να πιαστώ στα πράσα από τους δικούς μου ήταν μεγάλος και οι συνέπειες ακόμα μεγαλύτερες. Ποιος λογάριαζε, όμως, τέτοιες μικρολεπτομέρειες και ειδικά όταν βρίσκεται στον παράδεισο και κολυμπά στα πρωτόγνωρα πελάγη της ευτυχίας; Κι αν έφευγε το λάδι και οι πατάτες, τι σημασία, τι αξία είχαν; Πώς μπορούσαν να σταματήσουν το χείμαρρο της ευτυχίας, της απόλαυσης και της επουράνιας ηδονής, πού νοιώθουν μόνον οι θεοί σε τέτοιες στιγμές;

Ποτέ μου δεν μετάνιωσα γι’ αυτήν την εμπειρία. Πάντα την θεωρούσα αιθέρια, αγγελική και όσες φορές προσπαθούσα να την συγκρίνω μ’ άλλες, ποτέ μου δεν βρήκα καλύτερη στιγμή, καλύτερη ομορφιά. Πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις έρχονταν κοντά μου, την έβλεπα ολοκάθαρα, ερχόταν δίπλα μου, στο κρεβάτι μου, στον τοίχο, στο νταβάνι, έτσι όπως τότε και με ενέπνεε, με ενθάρρυνε, να βάνω βαθιά το χέρι μου, στο άγιο μέλι της πρόσκαιρης ζωής.

Από τότε δεν ξανάσμιξα με τον γήινο αυτόν άγγελο, και τώρα που το σκέπτομαι, σηκώνεται η τρίχα μου και ώρες-ώρες πέφτω, παραδομένος ολότελα, στο λήθαργο της νοσταλγίας. Πέρασαν τα χρόνια, ένα-ένα. Μαζεύτηκαν πολλά μαζί κι έγιναν σορός μεγάλος, που ’χτισε με τις 7 δεκάδες του, πύργο ψηλό, που τώρα κάθουμαι κι ανήμερος αγναντεύω. Μα όταν ξαναγύρισα στ’ άγια χώματά μου, είδα στον περίπατό μου στην άκρη του γιαλού, ένα φύλλο κίτρινο, που ’φερνε ο αέρας, παρμένο πάνω απ’ το γέρο πλάτανο. Σήκωσα τα μάτια μου το είδα, γνώρισα μόνο τα σταυρώματα, που ’χαν απομείνει. Κι αυτό γύρισε με κοίταξε, με γνώρισε, μα με πολύ παράπονο, συνέχισε το δρόμο του, πέφτοντας ανάλαφρα στην άκρη του γιαλού.

Γιατί φοβάσαι;

Γιατί φοβάσαι, αφού είμαι εδώ κοντά σου
και για σένα ξαγρυπνώ τα βράδια.
Τα φιλιά σου ψάχνω και τα χάδια,
στα σκοτάδια ψάχνω, για φαντάσου.

Κάνε μια προσευχή λοιπόν και νάσου,
στην καρδιά σου θα βρεθώ την άδεια.
Λάμψεις να σού φέρω από πετράδια
και μαγνάδια ωραία, στην αγκαλιά σου.

Γιατί είμαι εγώ τ’ αστέρι της νυχτιάς σου
και μπογιές χρυσές έχω και λάδια.
Τ’ όνομά σου γράφοντας μ’ ευφράδεια,
μες σε υφάδια μαύρα, του έρωτά σου.


Της Μαρίνας Κοράλη

Νύχτες μαύρες


Μη θρηνείτε, νύχτες μαύρες, μη θρηνείτε!
Και δείτε, ανάβω φωτιά με βρεγμένα κούτσουρα.
Μόνο μπείτε κι απ’ τ’ ακρόχειλά μου πιείτε,
φιλιά από αγάπες παλιές και κρουστάλλινα νερά.

Στα καλντρίμια, ξεντυθήτε την ασκήμια!
Δεν έχει ο κόσμος καμιάν άλλη ελπίδα… Τίποτα.
Σαν αγρίμια, φάτε, πιείτε απ’ τα συντρίμμια,
στα χειμωνιάτικα μπαρ, με γυναίκες και ποτά!

Και μεθύστε… Φταίχτρες για το φως δεν είστε!
Σκοτίστε τα φανερά, τα φριχτά, τ’ αφόρητα.
Θα ’ρθω εγώ ύστερα, κουρέλια που κινείστε,
με το πινέλο μου, να σας μαυρίσω πιο πηχτά!

Αόρατοι ίσκιοι, σε μπουκάλες από ουίσκι!
Αόρατη θα ’ναι κι αυτή, που ποτέ δε χόρτασα.
Μια παιδίσκη θα σερβίρει – μ’ άδειοι οι δίσκοι
κι η μουσική μακρινή, στον αγέρα που φυσά.

Και τα λούσα θα ξεχάσω, που ποθούσα!
Τα πλούσια χρυσαφικά των ματιών, τα δάκρυνα.
Που θαρρούσα κάθε αχτίδα της, για μούσα,
μιας μέρας τόσο κακής, που πλέον αιώνια πονά…

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

Πόνος και ζωή



Όταν με τον πόνο συζητώ, σε νοσταλγώ
και αρρωσταίνω.

Τα πρώτα βράδια μας, τα πρώτα ονειρά μας
ξαναθυμάμαι
και αρρωσταίνω.

Όταν με τον πόνο τραγουδώ, πια δεν πονώ
ξεχνιέμαι

Μοιάζει η ζωή σαν μπάλα δίχως αέρα
στεριά δίχως ζωή.

Όταν με τον πόνο γίνω ένα, σε αγαπώ,
ζωή μου.


Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

Πόλη


Νυχτολούλουδο ανθισμένο, κρίνο που μοσχοβολά
είν’ η θύμησή μου απόψε και σαν κάρβουνο η ματιά.
Λάμνω στης ψυχής τα βάθη -μ’ αναμνήσεις για κουπιά-
προς το όνειρο που ’χάθη στου Βοσπόρου τα νερά.
Γέρνω στου μυαλού τον ίσκιο, να δροσίσω την καρδιά
βάλσαμο για τη ζωή μου, φτερουγώντας μακριά.
Με μπαχάρια και κανέλες -καίει ακόμα η φωτιά-
μαγειρεύω απωθημένα –όνειρά μου αλλοτινά.
Της Αγιά-Σοφιάς καμπάνες κι ένας ήχος ταμπουρά
μες τα σωθικά σημαίνουν, όπως τότε νοερά.
Η Κερκόπορτα ανοιγμένη -σαν αυλόθυρα βαριά-
πίσω δεν μπορεί να κλείσει της ζωής μου τα κενά.
Μαραμένες μου ελπίδες -μες του νου την καταχνιά-
γι’ αλησμόνητες πατρίδες, με γυρίσαν στα παλιά.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

Πέμπτη, Μαΐου 28, 2009

Ανάμειξη


Το φως βλέπει μόνο το σκοτάδι
Μόνο το σκοτάδι είναι ορατό
Στο θρίαμβο του ήλιου
Οι άπειρες αποχρώσεις του γκρι
Χάνονται στην πλημμύρα της λάμψης.

Το σκότος διακρίνει μόνο το φως
Ζαλίζεται και τραυματίζεται στη θέα
Μυωπικά αγνοώντας τα στίγματα του γκρι
Στο μελανό μανδύα του.

Στο πάλεμα γλείφουν τις μορφές
Το γκρίζο γεννιέται και χάνεται
Στην πλάνη του ματιού.

Της Αρχοντούλας Αλεξανδροπούλου

(Από το βιβλίο της, "Ψάχνω στιγμές" - Εκδόσεις Στεφανίδη). V.M.!

Τελεία.


Τώρα που με φτύνεις,
που δαγκώνεις τον ίσκιο μου,
που σκουπίζεις την άχνα μου,
που σφίγγεις τα χέρια
μη και φυτρώσω απ' τα χέρια σου,
τώρα που μηχανεύεσαι
την απόλυτη κάθαρση,
που γιορτάζεις
και κοιμάσαι αγκαλιά
με αντένες και σύννεφα,
εγώ ετοιμάζω
το παλιό μου εξάσφαιρο.
Μια τρύπα θα χαίνει
στο δικό μας τετράδιο,
κλέβοντας λέξεις,
αφήνοντας λέξεις.

Του Αντώνη Σαμιωτάκη

(Από το βιβλίο του, "Ηδύ του έρωτος" - Εκδόσεις Δωδώνη). V.M.!

Τα "Ελληνικά Γράμματα" στηρίζουν το Verse Monkey!

Φίλες και Φίλοι,

Με χαρά σας πληροφορούμε ότι ο μεγάλος και πολύ σημαντικός Εκδοτικός Οίκος "Ελληνικά Γράμματα" στηρίζει το Verse Monkey! Θα συνεργαστούμε στενά, τους προσεχείς μήνες και τούτο θ' αποβεί σε όφελος όλων υμών που δημοσιεύετε τις δουλειές σας εδώ, στα δύο ποιητικά μας blog Verse Monkey! και Verse Monkey Wordpress.

Τι ζητούμε από εσάς:

Να εντείνετε τη συμμετοχή σας, όχι μόνο με τα ήδη δημοσιευμένα έργα σας, αλλά και με πολλά-πολλά αδημοσίευτα! Στείλτε τις καινούργιες δουλειές σας! Μέσα από αυτές θα γίνει η επιλογή για την πρώτη μας ανθολογία, η οποία - ευχόμαστε και λαχταρούμε - θα δει το φως της δημοσιότητας με τη σφραγίδα και εγγύηση ποιότητας των "Ελληνικών Γραμμάτων".

Αν όλα πάνε καλά, θα δρέψουμε τους πρώτους καρπούς περίπου κατά το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους! Εμπρός όλοι μαζί με όλη μας τη δύναμη, να δώσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε. Μαζί κι εγώ, ισότιμα με εσάς, θα δημοσιεύω χωρίς καμία "ευνοϊκή μεταχείριση" πλάι στις δικές σας δουλειές. Με τιμά να είστε πλάι μου. Και σημειώνω: Όλοι συμμετέχουμε στην ανθολογία. Όλοι!

Για το Verse Monkey!,

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Υ.Γ.: Σχολιάστε, πείτε ελεύθερα την άποψή σας. Συμφωνείτε; Θέλετε τα χρήματα, ή ένα μέρος αυτών, να δοθούν για φιλανθρωπικό σκοπό; Κάντε εδώ τα σχόλιά σας. Π.Θ.Τ.

Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες (Συνέχεια 4η)


Το κεφάλαιο της γυμναστικής

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Ο δικός μου φακός είναι δυνατότερος»
λέγαν οι μισοί πυγολαμπτήρες όλο χαρά.
«Ο δικός μου φακός είναι δυνατότερος»
λέγανε οι άλλοι με τόση σιγουριά.

Αχ, καμιά τους πάλι δεν είχε το δικό της φως
ή κανείς, αφού ήτανε πυγολαμπτήρες.
Μα απ’ ό,τι ξέρω η Φωτεινή κι ο Φωτεινός
στενοχωριόνταν σα νά’ χαν στα μαλλιά τους ψείρες.

Υπήρχε, όμως, ένα προβληματάκι τόσο δα.
Οι φακοί ήταν για τους φίλους μας λίγο βαρείς
Μα δεν τόλμαγαν να τ’ ομολογήσουν φωναχτά.
Ε, μην τους πει αδύναμους κι άψυχους κανείς!

Ώσπου βρήκε το θάρρος κι είπε η Φωσφορίτσα,
«Πυγολαμπτήρες μου καλοί, δεν πετάμε πια καλά,
πετάμε λες και φάγαμε χαλασμένη πίτσα
ή σα να μας κάηκε η ασφάλεια στα φτερά.»

Τότε πρότεινε ο Φωσφορίζος σα νά ’τανε σοφός,
«Τι θα λέγατε παιδιά να γυμναστούμε,
γιατί μου φαίνεται βαρύς τούτος ο φακός,
να τον σηκώνουμε εύκολα κι ωραίοι να πετούμε;»

«Μπράβο,» είπ’ η Φωσφορίτσα, «τι καλή ιδέα
ν’ αρχίσουμε αμέσως τη γυμναστική!»
«Ναι, ναι,» πετάχτηκε ο Φωσφορίζος «πολύ ωραία.
Ώρα για τρέξιμο και βάρη να γίνουμε δυνατοί!»

Και γυμνάζονταν οι αφελείς πυγολαμπίδες,
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι πυγολαμπτήρες, φίλοι.
«Εγώ φοβάμαι πως κάνουμε σαν άμυαλες γαρίδες!»
είπ’ η Φωτεινή σα να την μπήκαν στ’ αυτιά της ψύλλοι.

Το κεφάλαιο που του τέλειωσαν οι μπαταρίες

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

(Ελέγξατε τις μπαταρίες σας;)

Μα μετά από δύο μέρες δεν ανάβαν οι φακοί
«Να καλέσουμε τον Ρούλη τον Ηλεκτρούλη,
εκείνος ξέρει, είναι έξυπνος πολύ,»
πρότεινε συλλογισμένος ο Φωτούλης.

«Α, φίλοι μου σας τέλειωσαν οι μπαταρίες,»
είπ’ ο Ρούλης σαν επιστήμονας σοφός.
«Θα σας δώσω εγώ μεγάλες, ωραίες κι αστείες
και θά’ χετε ακόμη δυνατότερο φως.»

«Α, τι ωραία,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες
«και δώσ’ τους μας σε λογική τιμή
γιατί εμείς δεν έχουμε χρυσό, ευρώ ή λίρες»
είπε κι η Φωτούλα κι ήταν τόσο χαρωπή.

«Για σας, μόνο ένα δεντράκι, καλά μου ζώα
ένα δέντρο η κάθε μπαταρία απ’ τη δική σας γη!»
είπ’ ο Ρούλης και συνέχισε δήθεν αθώα
«βοηθήστε κι εμένα το φτωχό πουλί»

«Στο χώρο που μου δώσατε θα φτιάξω ιατρείο
και θα γιατρεύω τ’ άρρωστα ζωάκια δωρεάν,»
είπ’ ο Ρούλης σα γιατρός με καλοσύνη και πτυχίο
αυτός που λάτρευε τα ψέματα – ωχ, αμάν αμάν.

«Ζήτω ο Ρούλης,» φώναξε ο Φωτούλης με χαρά.
«Ζήτω ο Ρούλης» φώναξε μετά και η Φωτούλα.
«Ζήτω» όλοι οι Πυγολαμπτήρες χορωδιακά.
«Μήπως, όμως, είναι κάνας φαταούλας;»

αναρωτήθηκαν η Φωτεινή κι ο Φωτεινός
κι είπαν μεταξύ τους σα να τους χτύπησε ρεύμα.
«Ώρα να γυρίσουμε στο φως, το φυσικό μας φως!»
και πετάξαν τους φακούς τους και δεν είναι ψέμμα.

© Βασίλης Μ. Κομπορόζος

(Συνεχίζεται)

Όμηροι των καταστάσεων


Ποτέ σου να μη λησμονείς
πως δε σε σκέφθηκε κανείς.

Έρχεται δυστυχώς εκείνη η εποχή
Η στάσιμη, η άχρηστη, η σκοτεινή.
Φέρνει μαζί της μύριες δυσκολίες
πολύ σκληρές για όλους εμπειρίες.

Δεν υπάρχει χειρότερο για κείνους
που βλέπουν από πρώτα τους κινδύνους
μα δεν μπορούν να αντιδράσουν, να ελιχθούν,
να ξεφύγουν, να ξεγλυστρίσουν, να σωθούν.

Ενώ είναι όμηροι μέσ’ στην κακομοιριά,
δε βρίσκουν πουθενά τη σιγουριά.
Δεν είναι εύκολο να πάρουν θέσεις
χωρίς τη δύναμη. Χωρίς προϋποθέσεις.

Έρχονται τα κυνηγητά, οι διωγμοί,
από παντού ακούγονται τριγμοί.
Μία κατάσταση αρρωστημένη.
Ο κάθε άτυχος την υπομένει.

Τα όνειρά τους μένουνε στο ράφι.
Προσπάθειες που πηγαίνουνε στράφι.
Μένουνε πίσω αυτοί. Δεν προοδεύουν.
Ίσια προς την καταστροφή οδεύουν.

Kανείς δεν εξετάζει ποιοι δε φταίνε.
Αθώοι άνθρωποι χωρίς να φταίξουν κλαίνε.
Άδικα το πληρώνουνε το τίμημα.
Πολύ σκληρά το δέχονται το κτύπημα.

Η καλαμιά μέσ’ στον κάμπο λυγίζει,
ενώ ο αέρας γύρω της σφυρίζει.
Αν δεν λυγίσει θα τηνε τσακίσει.
Θε να χαθεί μέσα στην άγρια φύση.

Θάρθει στιγμή που θα περάσει η μπόρα.
Τίποτα δεν μπορούν να κάνουν τώρα.
Ό,τι κι αν πρόβλεψαν δεν έχει αξία.
Πώς θα αντέξουν έχει σημασία.

Του Γεωργίου Βελλιανίτη

Νάρκισσε...


Γλυκιά ανάμνηση,
ζεστού μήνα Αυγούστου.
Εσύ στεκόσουν εκεί,
ηλιοκαμένο κορμί
να φαντάζει,
να ξεχωρίζει απ' όλα.

Ανέβηκες στο βάθρο,
που εγώ σου 'φτιαξα,
μα γρήγορα γκρεμίστηκες.

Τόση έπαρση...
Τόσος ναρκισσισμός!

Τον είδατε;
Χάθηκε στην άμμο;
Τον παρέσυρε το κύμα;

Τι απόμεινε;

Ένα άψυχο κορμί
πάνω στα βράχια!

Που είσαι αγαπημένε μου έρωτα,
Νάρκισσε...

Της Ελένης Ν. Δάλλα

(Από το βιβλίο της, "Έναστρη σιωπή" - Εκδόσεις Πάραλος). V.M.!

Τετάρτη, Μαΐου 27, 2009

Μαύρο ρούμι


Μαύρο ρούμι
σερβίρουν καιρό,
στο μπουντρούμι,
αντί για νερό.

Και στ’ αμπάρι,
που σ’ έκρυβα ογρή,
μα χαμπάρι
δεν έπαιρνες γρι.

Μ’ ένα σπάγκο,
σε σέρνω, κυρά
και στον πάγκο,
βογκώ από χαρά.

Μαύρο κι ήπια
και μέθυσα, βρε,
σε μια τρύπια
γαβάθα σαγρέ.

Τόσους που ’χεις,
ο κόσμος σε κρώζ’
κι ο Τσαρούχης,
θα σ’ έβαφε ροζ.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

Τα συμπεράσματα δικά σας



Η κρίση και τα συμπεράσματα είναι δικά σας. Εμείς απλά παραθέτουμε ένα μικρό βίντεο από συνεδρίαση της Ελληνικής Βουλής το έτος 1977. Και το κάνουμε, επειδή επίκεινται εκλογές κι όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε προβληματιστεί ιδιαίτερα.

Verse Monkey!

Υπενθύμιση πρόσκλησης

Υπενθυμίζουμε την Πρόσκληση προς όλες και όλους εσάς, για το "Γ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Θρησκευτικής Ποίησης και Θεολογικού Λόγου", το οποίο θα λάβει χώρα στον Ναό Αγίας Βαρβάρας Ιλίου, με διοργανωτές τον "Λογοτεχνικό Όμιλο Ζαλώνη - 'ξάστερον και τον Πολιτιστικό Οργανισμό "Καφενείο των Ιδεών".

Η μετάβαση στον Ναό της Αγίας Βαρβάρας του Ιλίου γίνεται εύκολα με τα λεωφορεία του Ο.Α.Σ.Α., μέσω των γραμμών Α11 και Β11, από την πλατεία «Βάθη» ή από τον Σταθμό Αττικής», του Η.Σ.Α.Π., στάση «Όαση». Εμείς θα απουσιάσουμε τελικά, λόγω διπλής ατυχούς συγκυρίας... (Ένα μικρό, παροδικό πρόβλημα υγείας κι ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο).

Ο σύνδεσμος για να δείτε τις ώρες και λοιπές λεπτομέρειες των διήμερων εκδηλώσεων (Σάββατο 30 και Κυριακή 31 Μαΐου), είναι: http://versemonkey.blogspot.com/2009/05/verse-monkey.html. Ελπίζουμε ότι όλες και όλοι οι Φίλες και οι Φίλοι μας θα βρίσκεστε εκεί, εκπροσωπώντας τη μεγάλη και ζεστή ποιητική μας οικογένεια.

Verse Monkey!

Λίγα λόγια για την Ποίηση και τα Ποιήματα

Τα ποιήματα είναι ένα νοερό ανθρώπινο τραγούδι, που βγαίνει απ' τα βάθη της ψυχής. Για να έχει αξία ένα ποίημα, πρέπει πάνω απ' όλα να είναι αληθινό. Όχι απαραίτητα να λέει αλήθεια - μπορεί να μιλά συμβολικά, αλληγορικά ή με χίλιους άλλους τρόπους - αλλά να περιέχει αληθινότητα.

Ένα δεύτερο στοιχείο που δίνει αξία στο ποίημα είναι η καλή του δούλεψη, η ωραία τεχνοτροπία καθώς και η σωστή επιλογή των λέξεων. Τούτο το τελευταίο είναι απόρροια της αληθινότητας και γίνεται και εντελώς ενστικτωδώς, όταν ο ποιητής ένθεος και δοσμένος στο γράψιμο δεν αφήνει αβασάνιστα τις λέξεις να βγουν στο χαρτί, αλλά πονά για την καθεμιά και την δίνει με δύναμη και βαθύ συναίσθημα.

Τρίτο στοιχείο που προσδίνει αξία στο ποίημα είναι η αύρα που αυτό αποπνέει στον αναγνώστη όταν έχει πλέον δημιουργηθεί. Σαν το καλό κρασί που έχει οσμή υπέροχη, γεύση ασυναγώνιστη και προκαλεί ευχαρίστηση και γλυκό απόηχο.

Τέταρτο στοιχείο αξίας ενός ποιήματος είναι η αναγκαιότητα αυτού καθαυτού του ποιήματος. Δηλαδή, πόσο αναγκαίο είναι αυτό το ποίημα στην κοινωνία μας ή και διαχρονικά. Πολύ δε περισσότερο διαχρονικά, διότι το ποίημα ως γνωστόν εκ του χρόνου δοκιμάζεται αλάθευτα. Να έχει μεγαλοσύνη (προσοχή όχι απαραίτητα μέγεθος), αυτοτέλεια και να μιλά για κάτι που όλοι αξίζει να κοινωνήσουμε.

Τότε μόνο, ένα ποίημα είναι μεγάλης αξίας και παντοτινό. Φανταστείτε τώρα, από τι άνθρωπο μπορεί ένα τέτοιο ποίημα να προέλθει. Και ας μη ζηλεύουμε όταν δεν γράφουμε τόσο μεγάλα ποιήματα. Εκτός κι αν επιζητούμε την δική μας κακουχία (σχήμα λιτότητας είναι η λέξη "κακουχία", και για να μην πω άλλες λέξεις). Μια κακουχία πάντως, που δεν πρέπει να βάζει τη στάμπα της ανεξίτηλα κι εντελώς φανερά πάνω στον ποιητή, διότι τότε τον "ρίχνει" απ' τον Όλυμπο και δεν ανοίγει τα φτερά του για το παραπέρα. Μένει απλά ένας καλός δουλευτής του στίχου και τίποτ' άλλο. Ο Ποιητής, πετά παραπέρα δίχως να νοιάζεται...

Verse Monkey!

Διακοπές θα κάνω φέτος


Διακοπές σε νησί θέλω να κάνω φέτος,
σε μικρή απόσταση απ’ την θάλασσα, ψηλά όμως·
στο χείλος απόκρημνου γκρεμού, μόνος.

Τα κιάλια θα μου αποκαλύπτουν τις ομορφιές του πελάγους
η ματιά μου θα χάνεται μακριά, χαζεύοντας τους γλάρους.

Στον μακρινό ορίζοντα της φαντασίας μου, εσύ θα είσαι
θα σου μιλώ κι ας μην ακούς
θα σε κοιτώ νοσταλγικά.
Το χέρι μου θα τεντώνω, τα μαλλιά σου ν’ αγγίξω.

Τα βράδια, άφθονο αλκοόλ θα καταναλώνω,
ζαλισμένος τα άστρα θα καμαρώνω.

Το διοπτρικό μου μεθυσμένο βλέμμα θα γυρνά
οι κύκλοι θα είναι ομόκεντροι, θα σε τυλίγουν μην κρυώσεις
κι εγώ στης σπείρας το μηδέν, γυμνός, μήπως με νιώσεις.

Διακοπές σε νησί θέλω να κάνω φέτος,
σε μικρή απόσταση απ’ την θάλασσα, ψηλά όμως·
στο χείλος απόκρημνου γκρεμού, μόνος.

Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

Γεια σου σ' αγαπώ


Δε σε ξεχνώ, δε σε ξεχνώ.
Για χάρη σου συχνά αγρυπνώ
σαν βρίσκομαι μακρυά ’πό σένα
εδώ στα ξένα, εδώ στα ξένα.

Μάη χαράματα θαρθώ
γλυκά να σε ξυπνήσω.
Ποτέ δε θα σ’ αφήσω.
Θα σού το ορκισθώ.

Μ’ ένα χελιδόνι
σου στέλνω φιλιά,
νάρθει στο μπαλκόνι
να χτίσει φωληά.

Μέχρι να γυρίσω
για να μην πονώ,
θα σε συντροφεύει
κάθε δειλινό.

Αχ δεν τον αντέχω
πια το χωρισμό.
Σε βλέπω μπροστά μου.
Γεια σου σ’ αγαπώ.

Του Γεωργίου Βελλιανίτη

Μουσική-λογοτεχνική βραδιά


Μια ωραία εκδήλωση έλαβε χώρα τη Δευτέρα, 18 Μαΐου 2009, στις 9 το βράδυ, στο Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη», Δήμου Γλυφάδας. Μουσική παράσταση: Σωτήρη Δογάνη – Άννας Γρηγ. Μπιθικώτση, όπου παρουσιάστηκε η νέα τους δουλειά «Στη Μοναξιά του πλήθους», σε μουσική του συνθέτη Μιχάλη Τερζή.

Τιμητικά συμμετείχε ο συγγραφέας – ποιητής, Νίκος Μπατσικανής, που έκανε την αφήγηση των Λογοτεχνικών κειμένων, ανάμεσα στα τραγούδια, αλλά και κλήθηκε να συνοδεύσει τους εκλεκτούς ερμηνευτές στην απόδοση τραγουδιών.

Παραβρέθηκαν: ο Δήμαρχος, η υπεύθυνη Πολιτιστικών Δ. Γλυφάδας και αγαπημένη τραγουδίστρια Μπέσυ Αργυράκη, πλήθος κόσμου, καθώς και πολλοί, γνωστοί Καλλιτέχνες και Λογοτέχνες.

Αξίζει όλοι να γνωρίσουμε τη νέα, σπουδαία αυτή δισκογραφική δουλειά, βασισμένη σε παραδοσιακά ελληνικά όργανα, με σύγχρονη ενορχήστρωση, στην οποία συμμετέχει και ο ερμηνευτής Ριζίτικων Βασίλης Σκουλάς.

Verse Monkey!

Τρίτη, Μαΐου 26, 2009

Σε πλαζ γυμνιστών

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

(Πρόκειται για το εξ αναβολής ευθυμογράφημα της Δευτέρας, που τελικά αν συνεχιστούν οι αναβολές μερικές εβδομάδες ακόμα, θα το ονομάσουμε "ευθυμογράφημα της Τρίτης". Αλλά πάλι... Αν το ονομάσουμε "ευθυμογράφημα της Τρίτης" μήπως θα καθιερώσουμε να το αναρτούμε την Τετάρτη);

Διάλεξα την πιο λαμπερή μέρα, για το τολμηρό ρεπορτάζ που ακολουθεί! Και είναι αλήθεια πως τέτοια θέματα, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τα αποφεύγουν. Λες και η περιγραφή κάποιου αισθητικού γυμνού, αποτελεί πορνογραφία! Μα εγώ πιστεύω ότι το ξεγύμνωμα της πένας τους φοβούνται μάλλον και το φανέρωμα της πνευματικής τους φτώχιας, που την εποχή τούτη δω χαρακτηρίζει.

Και δεν είχα δει το σύννεφο στον ουρανό... Το σύννεφο, που προμηνούσε την μπόρα, που θα ξέσπαγε στο Ραμνούντα. Καταμεσήμερο... Σε μια πλαζ γυμνιστών...

Ξεκίνησα το πρωί, στις δέκα, με τον εκδρομικό μου σάκο στον ώμο! Έφτασα στο τέλος του ασφάλτινου δρόμου, μετά μια ώρα περίπου και προετοιμάστηκα ψυχολογικά, για τη μακριά, στο χώμα, πεζοπορία... Κακοτράχαλος ο χωματόδρομος, δεν ήθελα να σπάσω το αυτοκίνητο. (Ήταν το Renault μου, βλέπετε κι’ όχι κανένα από τα pony του Verse Monkey!).

«Ξέρω ένα κορίτσι, μια οπτασία μαγεμένη,», τραγουδούσα περπατώντας,
«πούχει το χρώμα τ’ ουρανού στ’ αφίλητα χείλη
και που δε μένει στη γη, μα συχνά κατεβαίνει,
να γεμίσει το πανέρι της με λουλούδια του Απρίλη!»...

Και έδινα και ονόματα στα μέρη! «Κάτω ίσωμα», στη διαδρομή απ’ την άσφαλτο, ως τη «διασταύρωση του βαθύσκιου»! Βαθύσκιος, γιατί τα δυο γιγάντια πεύκα στις άκρες, του κάκου άφηναν τον ήλιο να περάσει... Στροφή δεξιά, νέα περιοχή. «Κολωνάκι», τη βάφτισα, απ’ το κολωνάκι του στρατού, παρακάτω. Γελάστηκα πως ήμουν στο άλλο Κολωνάκι, της Αθήνας! (Πριν λίγες εκατοντάδες χρόνια). Η «μικρή» και η «μεγάλη κλειδαρότρυπα», ξεκινώντας και καταλήγοντας στο ίδιο σημείο. Αλλά στον πάνω δρόμο! Αν το ήξερα, θα είχα κοντά δυο χιλιόμετρα παρακάμψει. Κατόπιν, «πάνω ίσωμα», «κατεβασιά», «γεφυράκι», «σαλιγκαρόδρομος»!

Voila, madame et monsieur, la plage de Saint Tropez!

Καταπληκτική παραλία! Στην αρχαιότητα, λέγεται, εδώ κολυμπούσε γυμνή η θεά Άρτεμις! Τα κύματα, γλυφά, γλείφανε απρόσεκτα τα παπούτσια μου και αναπήδησα συνειδητοποιώντας το, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ από τον κύριο, που ερχόταν κουνάμενος και σεινάμενος προς το μέρος μου. Το μόνο που φορούσε ήταν το καπελάκι του! Τελικά, δεν έδωσε σημασία, προσποιήθηκα κ’ εγώ τον αδιάφορο. Πέρασε. Στο φόντο, γυναίκες και άντρες ξαπλωμένοι στην άμμο, παιδιά μικρά, οικογένειες! Ακούμπησα το σάκο μου στα ήσυχα βράχια, βγάζοντας πυρετωδώς ότι χρειαζόμουνα για το ρεπορτάζ.

Κι’ αγνοούσα το σύννεφο στον ουρανό... Που, βέβαια, ήταν εκεί, στερεό, αμετακίνητο. Ο βιολετής ήλιος, δειλά-δειλά, κρύφτηκε πίσω του κ’ οι πρώτες χοντρές ψιχάλες άρχισαν...

Με σπασμωδικές κινήσεις, σα φιλμ του Σαρλώ, βολόδερνα γύρω-τριγύρω, στο πουθενά! Αν βρεχόμουν, δε θα στέγνωνα ποτέ και παρά τον καλό καιρό, κινδύνευα να κρυολογήσω βαριά. Κανένα σημείο να καλυφτώ! Το μικρό δασάκι, (δέκα μέτρα επί τρία), απροστάτευτο και πού να βρεις στέγη στις αμμόλακες... Οι άλλοι, ατάραχοι... Πριν ανοίξουν οι βρύσες τ’ ουρανού, ένα μού έμενε να κάνω... (Ντροπή)!...

«Όταν βρίσκεσαι στη Ρώμη...», δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου, τιγκάροντας τα ρούχα μου στον αδιάβροχο σάκο μου. Τσιτσίδι! Φοβόμουνα μήπως μπει ο διάβολος στο κορμί μου - κατά πως λέν’ οι παπάδες – αλλ’ αντίθετα, αγνή αίσθηση με πλημμύρισε. Κολύμπησα στη θάλασσα, τραγούδησα το «η ζωή είναι μια τρέλα» κ’ ηρέμησα...

Με τη μυρωδιά του όζοντος και γεύση αλμύρας, μας αποχαιρέτησε η βροχή... Στη μισή ώρα που κράτησε, ο ήλιος δεν είχε χαθεί εντελώς και τώρα πύρωνε πάλι. Το τελευταίο ουράνιο τόξο, τόχα δει με την Ελένη και κείνη μούχε πει πως δε θα δούμε άλλα. Τότε είχα νομίσει ότι, εξ αιτίας του φαινόμενου του θερμοκήπιου, δε θα βγουν άλλα ουράνια τόξα στη γη. Μα νάτο, μπροστά μου, να τη διαψεύδει. Κρίμα που δε βλεπόμαστε πια, να τής το πω...

Ξεφύλλισα το σημειωματάριό μου... Είχα πολλές ερωτήσεις να κάνω και γύρεψα να βρω το υποψήφιο θύμα! Μοναχικοί ήταν μόνο άντρες. Δυο κοπέλες, κάπου είδα, γυμνές και ξεκίνησα προς εκεί... Πλησιάζοντας, εστίασα την προσοχή μου στην ωραιότερη και ρύθμισα κατάλληλα την πορεία μου. Μάλιστα, αλειφόταν με αντηλιακό. Άπλωσα τη δημοσιογραφική μου ψάθα δίπλα της, την κοίταξα στα μάτια και είπα:

«Παρακαλώ, μήπως μπορείτε να με αλείψετε με αντηλιακό;»!...

Άκρα του τάφου, σιωπή... Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσα αίσθημα φριχτό να πνίγει τις συνομιλήτριές μου. Θέλοντας, λοιπόν, να τις βγάλω από τη δύσκολη θέση, στην οποία είχαν περιέλθει, έγινα πιο σαφής:

«Θα ήθελα να σάς πάρω συνέντευξη για το ιστολόγιο εχμ Verse Monkey!, επειδή, όμως, ο ήλιος καίει, έλεγα, αν γίνεται, να μού βάζατε λίγο αντηλιακό, όση ώρα θα σάς παίρνω τη συνέντευξη!». (Ελπίζω, κατάλαβαν)...

«Αα!», ξεφύσηξαν και οι δυο. (Πράγματι, κατάλαβαν)...

«Πείτε μου, κατ’ αρχάς, τα ονόματά σας!». (Είχα ξαπλώσει, μπρούμυτα, στην ψάθα και σημείωνα).

«Εμένα, με λένε Κατίνα!»...

«Εμένα, Θέκλα!»... (Πλάκα κάνανε).

«Εγώ θα σας λέω Έλινορ και Στεφανί»... Έτσι, στη βελούδινη ακρογιαλιά, βάζοντάς μου λάδι δυο πριγκίπισσες, βρήκα τις απαντήσεις, που κανένας δεν ήθελε να παραδεχτεί, πλούτισα τις εμπειρίες μου, γεύτηκα την ελευθερία. Μέσα στον έντονο ερωτισμό - δικαίωμα αναφαίρετο των ανθρώπων - επαναστάτης της φύσης...

Ήταν περασμένες τρεις, όταν ντύθηκα, να φύγω... Με περίμενε, πάλι, ο σαλιγκαρόδρομος, (το τσιμεντένιο μονοπάτι που βγάζει στη θάλασσα), κ’ οι δύσκολες ανηφοριές της «κατεβασιάς», μετά το «γεφυράκι». Στο «πάνω ίσωμα», αναζητώντας τρόπο να παρακάμψω τις «κλειδαρότρυπες», θυμήθηκα, τέτοια εποχή, πέρσι... Κάποια χαμένη μαρμαρυγή... Με κάτι νότες παλιές, τ’ όνειρο μού ξανάφερε τα λόγια, τα μυστικά και γω ψιθύρισα, χαμογελώντας:

«Κάψε τον ήλιο,
μ’ έναν πυρσό,
κάνε τη στάχτη του κειμήλιο
χρυσό!
Ρίχτη στ’ αστέρια,
τα μακρινά,
να μην ερθούνε καλοκαίρια,
ξανά...».

Όπως κάναν οι σκληροί καμπόηδες του φαρ ουέστ, δε γύρισα να κοιτάξω πίσω μου...

Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες (Συνέχεια 3η)


Το κεφάλαιο του δυνατότερου φωτός

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

(Φορέστε γυαλιά ηλίου για να μην
στραβωθείτε απ’ το φως)

«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
είπε η Φωτούλα λάμποντας από χαρά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»

«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
απάντησε η Φωσφορίτσα με τόση σιγουριά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»

Ω, τα ίδιαν είπαν κι η Πυρούλα κι η Πυρά,
α, μην το ξεχάσω ακόμη κι η Πυρωμένη.
Και το λέγαν όλες με κόρδωμα και σιγουριά
πού ’γινε η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.

«Μα, τι λέτε. Εμένα είναι το δυνατότερο»
είπαν ο Φωτούλης κι ο Φωσφορίζος κορδωτά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά!.»

Α, τα ίδια κι ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος κι ο Φλογάτος
ώσπου πετάχτηκαν μαζί ο Φωτεινός κι η Φωτεινή.
«Αρκετά γιατί φαγώνεστε σα σκύλος με τη γάτα;
Το φως που έχουμε είναι δώρο θεϊκό.»

«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες.»
Και συμφώνησαν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες.

«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες!»

Το κεφάλαιο του Ρούλη του Ηλεκτρούλη

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Και περνούσανε οι μέρες φως γεμάτες
και ιδίως οι νύχτες για να ακριβολογώ
ώσπου μια μέρα κει που τρώγαν ζουμερές ντομάτες
τους πλησίασε ο Ρούλης με το πονηρό μυαλό.

Τι, δεν ξέρετε, παιδιά, ποιος είν’ ο Ρούλης;
Α, ο Ρούλης, ένας κόρακας με μαύρα φτερά
που το πλήρες όνομά του είναι Ηλεκτρούλης
κι ήταν έμπορος πρώτος στου δάσους την αγορά.

«Εδώ οι φακοί οι καλοί οι φωτεινοί»
βροντοφώναξε κρατώντας παράξενο σακκούλι,
«φακοί φωτεινοί, της αγοράς οι πιο φτηνοί,
οι καλύτεροι φακοί, από τον Ηλεκτρούλη!»

Οι πυγολαμπίδες πήγαν μ’ έκπληξη και θαυμασμό
να δουν εκείνες τις παράξενες … φακές!
«Φακοί! Όχι φακές,» είπ’ ο Ρούλης σοβαρός,
«Κάνουν τη νύχτα μέρα κι είναι ωραίοι σαν κεφτές.»

«Βγάζουν φως δυνατότερο απ’ το δικό σας
και είναι και της μόδας τώρα τελευταία.
Σας τους πουλώ φτηνά εσάς για το καλό σας.»
είπ’ ο Ρούλης, ψεύτης μέγας με περικεφαλαία.

«Πόσο τους πουλάς τους φακούς καλέ μας Ρούλη;»
ρωτήσαν μ’ αγαλλίαση οι πυγολαμπίδες.
«Δωρεάν για σας!» είπε με βλέμμα πονηρούλη
κι εκείνες πέσαν να τους πάρουν σαν ακρίδες.

Και τους έδωσε φακούς με το τσουβάλι.
«Το μόνο που ζητώ είν’ ο χώρος τούτος δω»
είπ’ ο Ρούλης άπληστος σαν άγριο τσακάλι.
«Τα δέντρα και τους θάμνους, νά ’χω κάτι κι εγώ…»

«Και πια θα λέγεστε πυγοφακοί
ή μιας που οι φακοί έχουν μέσα λαμπτήρες»
συνέχισε ο πονηρός με ύφος νικητή,
«τ’ όνομά σας πια θα είναι πυγολαμπτήρες!»

«Ζήτω οι Πυγολαμπίδες που γίναν Πυγολαμπτήρες!»
φωνάξαν όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες μαζί
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι Πυγολαμπτήρες
εκτός από τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.

Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός ήτανε διστακτικοί,
ν’ αφήσουν το δικό τους φως δεν τους έκανε καρδιά,
να φορέσουν φακούς, τι τρέλα πάλι κι αυτή,
μα στο τέλος τους φορέσαν δοκιμαστικά.

Έλα, όμως που ξέχασα να πω, παιδιά, κι αυτό:
Ο Ρούλης τους έδειξε πως μπαίνουν οι μπαταρίες
αλλά, ουχ ωχ, πρέπει να διακόψω εδώ
γιατί κάναν τόση φασαρία και φασαρίες!

© Βασίλης Μ. Κομπορόζος

(Συνεχίζεται)

Τετράγωνα

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
.
(Δείτε το ποίημα σε έντυπη μορφή στο Verse Monkey! Wordpress: http://versemonkey.wordpress.com/2009/05/26/%cf%84%ce%b1-%cf%84%ce%b5%cf%84%cf%81%ce%ac%ce%b3%cf%89%ce%bd%ce%b1/). V.M.!

Ταξίδι


Αλλιώς το φανταζόμουν το ταξίδι αυτό
αλλιώς·
γιορτή και πανηγύρι
χορό με ντέφια και βιολιά.

Πετάγματα στον άνεμο
με τα φτερά απλωμένα.
Ένα ταξίδι μ' ανοιχτά πανιά
και πλώρη την ελπίδα.

Να σημαίνουν οι καμπάνες στον ουράνιο θόλο
και φόρμιγγες αγγέλων να ψάλλουν "Ωσαννά".

Ναι
ήξερα πως θάχει φουρτούνες
μα έμεινα εκεί·
για το ταξίδι, τ' όνειρο, την προσπάθεια.

Εσύ; Απροσπέλαστη οδός, ναυάγιο στα ρηχά·
πτήση χωρίς πλάνο και με κενά αέρος.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του, "Στο Φως" - Εκδόσεις Χάρη Πάτση). V.M.!