Παρασκευή, Μαΐου 22, 2009

Η "Κόκκινη"


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Έμπαινε ο τρίτος χρόνος της σκλαβιάς και η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, το σκοτάδι της ανέχειας, όλο και πιο πυκνό γινόταν. Απελπισία βασίλευε παντού και ούτε ικμάδα φωτός υπήρχε στο τέλος του τούνελ. Ώρα την ώρα έμπαινε και η χειμωνιά, που μάζευε τα ζωντανά στη στάνη.

Η Κόκκινη, με τα τέσσερα παιδιά, ήταν σε άθλια κατάσταση. Κόκκινη τη λέγαμε τη μεσόκοπη εκείνη γυναίκα, επειδή τα μαλλιά της ήταν κόκκινα και είχε και κόκκινες φακίδες στη μούρη της. Είχε φύγει με τα παιδιά της από την αφιλόξενη πόλη και έμενε σε μια ξύλινη καλύβα, όχι και πολύ μακριά από μας. Με χίλιους-δυο τρόπους, σαν τη Μάνα μου κι αυτή, αγωνιζόταν να διατηρήσει στη ζωή τ’ ανήλικα παιδιά της. Εκτός από πράσινο χορτάρι που έτρωγαν τα ζώα και λόγγοι με πουρνάρια και βατουλιές, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Τα λιγοστά φρούτα του καλοκαιριού είχαν ξεβγεί και ο χειμώνας έρχονταν βαρύς και φορτωμένος με κρύα, χιόνια και πολλά νερά. Αγριολάχανα μάζευε η καημένη απ’ τα ακαλλιέργητα χωράφια και τάιζε τα ανήλικα αγγελούδια της.

Στο έμπα του Δεκέμβρη ο χειμώνας, βαρύς κι ασήκωτος, έπεσε σαν δήμιος, σαν σίφουνας πάνω στην πληγωμένη πλάση. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει κι από τις μπουκαπόρτες του θεού, κατρακυλούσαν μασούρια-μασούρια τα νερά, σαν τότε που ο Κύριος είχε αποφασίσει να πνίξει το κολασμένο ποίμνιό του. Έπεφταν χιόνια, τσιάφια και χαλάζι, που αποτελείωναν ό,τι είχαν αφήσει οι γερμανοί. Οι παραγείτονοι, που αργιά και που, έβλεπαν την κόκκινη εκείνη αναμαλλιασμένη μάνα στα χωράφια, να ψάχνει σαν πεινασμένη πέρδικα, να βρει τροφή για τ’ αμάλλιαγα ξεπεταρούδια της, είχαν παρατηρήσει κάτι το παράξενο να συμβαίνει πάνω της. Τα μούτρα της ήταν φουσκωμένα σαν μπαλόνι και τα γυμνά πόδια της ήταν χοντρά και πράσινα. Τον τελευταίο μήνα, δεν την είχε δει κανείς να περιφέρεται στα χωράφια της περιοχής. Μερικοί νόμισαν πως είχε πάρει των ομματιών της και είχε φύγει με τη φαμελιά της.

Μια μέρα που είχε κοπάσει ο καιρός και για λίγο είχε ξεμυτίσει ο ήλιος, κάποιοι αδέσποτοι γυρολόγοι, που έψαχναν για σαλιγκάρια, βρούβες και σπαράγγια, πέρασαν κοντά απ’ την παράγκα. Άκουσαν σαν κλαψουρίσματα, σαν φωνούλες αγγελικές που έσβηναν, όμοια με το ήσυχο νεράκι που καταχωνιάζεται αδιαμαρτύρητα στη διψασμένη γη. Αποτραβήχτηκαν φοβισμένοι και όταν είδαν τη δική μας χαμοκέλα, πλησίασαν και χτύπησαν την πόρτα μας. Η Μάνα μας, άνοιξε κι όταν τους είδε φοβήθηκε και προσπάθησε να ρίξει τη μουσκεμένη πόρτα στη μούρη τους. Τότε ο κοσμάκης ήταν πολύ σκιαγμένος και κλείνονταν στα σπίτια τους, σαν τις χελώνες στα καβούκια τους. «Ο σώζον εαυτόν σωθείτω», ήταν το σύνθημα. Πριν τους έρθει η πόρτα κατακούτελα, πρόλαβαν να πουν για τα κλάματα, δείχνοντας την ετοιμόρροπη παράγκα.

Η Μάνα μας με τον Πατέρα μας κι εγώ μαζί, ανάψαμε ένα λαδολύχναρο που είχαμε, γιατί είχε αρχίσει να σουρουπώνει, μαζί κι ο γέρο Κώστας με τη γριά του και τον άμοιρο Δημητράκη τους, και περνώντας μέσα από λασπόνερα, φτάσαμε στην τάβλινη παράγκα. Πράγματι, ακούσαμε μουρμούρα και κλάματα από μέσα. Σπρώξαμε την πόρτα που ξεκάρφωτη όπως ήταν, σωριάστηκε με πάταγο στο χώμα και απότομα βρεθήκαμε μπροστά σε ’να αποκαρδιωτικό θέαμα. Μου ’ρθε να βγάλω τ’ άντερά μου, γιατί τέτοιο θέαμα δεν είχα ματαϊδεί στη σύντομη ζωή μου. Μια μικρή φωτιά έκαιγε ανόρεξα στη γωνιά της παράγκας, που οι πολύγλωσσες φλογίτσες της μουτζουρωμένες στην κορφή χοροπηδούσαν στα λιγδωμένα προσωπάκια των παιδιών, έτρωγαν γύρω τους όσο πιο πολύ σκοτάδι μπορούσαν και γέμιζαν με καπνό, το άθλιο δωμάτιο. Τα παιδιά, για ν’ ανασάνουν, κόλλαγαν τις μουρίτσες τους στο βρεμένο χώμα μέχρι ν’ ανέβει πιο ψηλά ο καπνός. Τα δυο μεγάλα κοριτσάκια, 10 και 12 χρονών ετοιμάζονταν να πλακώσουν τη φωτιά με ’να τσουκάλι γεμάτο νερό, για να βράσουν λάχανα, που μοναχά τους είχαν μαζέψει.

Δίπλα, στην άλλη γωνιά, ήταν πάνω σε δυο τάβλες ξαπλωμένη η Μάνα τους η Κόκκινη. Με τα γυμνά στήθια της πάλευε το μικρό σερνικό μωρό, ίσαμε 2 χρονών πασκίζοντας προφανώς να βγάλει καμιά γουλιά γάλα. Η Κόκκινη ήταν ατάραχη με τα μάτια καθηλωμένα στο νταβάνι. Από τα πόδια της, που ήταν νταούλι γινωμένα από το πρήξιμο, έτρεχε ένα πράσινο, βρώμικο υγρό. Το ίδιο κι από τα μπράτσα της. Εγώ βούλωσα με το δεξί μου χέρι το στόμα και τη μύτη μου. Όλοι μας μείναμε άναυδοι και αμήχανοι. Η Μάνα μου, είπε να πάρουμε τα παιδιά και όλοι συμφώνησαν με τη ιδέα της. Τα τρία κοριτσάκια ακλούθησαν με νεύμα της Μάνας τους, μα το μικρό ήταν γαντζωμένο πάνω της και δεν ξεκόλλαγε. Τέλος, το τράβηξε απότομα η γριά Κώσταινα κι αυτό με τα νυχάκια του άφησε γρατζουνιές στο στήθος που βύζαινε.

Όλοι φύγαμε με τα παιδιά μαζί εκτός από το γέρο Κώστα. Πρωί-πρωί, ο πατέρας μου έφερε τη γιάτρισσα, που μόλις την είδε είπε: «Δυστυχώς δεν παίρνει γιατρειά η κατάσταση της, είναι πολύ προχωρημένη η σαπίλα μέσα της. Τα σκέτα λάχανα προκαλούν την υδρωπικία και τη σήψη και προπαντός όταν λείπει το λάδι».

Μετά από κάνα-δυο βδομάδες, κάποιοι ήρθαν, δεν θυμάμαι ποιοι, και πήραν τα παιδιά και την άρρωστη Μάνα. Από τότε, χάθηκαν τα ίχνη τους και δεν ξανάκουσα πια γι’ αυτήν την πυρόξανθη οικογένεια. Αν και πέρασαν πάνω από έξι δεκαετίες, μες στο μυαλό μου, σε κάποια άκρη, αθόρυβη και μουλωχτή, σαν σπίθα μες στην στάχτη, παρέμεινε η εικόνα της δύστυχης εκείνης οικογένειας, που ’χασε την μάνα της στη μαύρη κατοχή.

Όταν ξαναγύρισα στον τόπο μου, με λιγοστά πλέον άσπρα μαλλιά, και με σακουλιασμένα μάγουλα, κατά τύχη είδα έναν ηλικιωμένο κύριο, με πολλές φακίδες στο πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά, που χωρίς να το καταλάβω, μου ξέχωσε τη σπίθα, που ήταν κρυμμένη στη στάχτη. Ρίγη συγκίνησαν το κορμί μου και μ’ έσπρωχναν να τον πλησιάσω, να του συστηθώ, να του παραστήσω το περιστατικό και να τον ρωτήσω… Κάτι μου ’λεγε μέσα μου να τολμήσω. «Μπα όχι, όχι, μην το κάνεις, μη χαλάς την εικόνα, μην ξύνεις επουλωμένες πληγές, ξανασκέπασε τη σπίθα κι άστη ζωντανή να σιγοκαίει».

(Από το βιβλίο του, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: