Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

Ποιητές ζωγράφοι του "Κελαινώ"


Γεγονότα που περνούν απαρατήρητα από τις τηλεοράσεις και τα έντυπα. Οι ποιητές του συνεχώς ανερχόμενου λογοτεχνικού περιοδικού "Κελαινώ" - το "Κελαινώ", ως γνωστό, στηρίζει το ιστολόγιό μας από τα πρώτα του βήματα - εγκαινίασαν πριν από λίγες μέρες τη δική τους Έκθεση Ζωγραφικής! Έργα απαράμιλλα, σημαντικών πλην αθόρυβων λογοτεχνών της εποχής μας. Με δύναμη, τόλμη, ήθος και κυρίως με την υψηλή Τέχνη τους, οι δημιουργοί αυτοί άφησαν κάτω την πένα τους για λίγο κι έπιασαν το πινέλο, καθηλώνοντας τους τυχερούς επισκέπτες, σε μια εκδήλωση που, επαναλαμβάνουμε, για τα Μ.Μ.Ε. απλά δεν υπήρχε... Η έκθεση συνεχίζεται.

Το Δελτίο Τύπου

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΕΛΑΙΝΩ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Στις 18 Δεκεμβρίου 2010 στο Καλλιτεχνικό Καφενείο
του ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ του ΔΗΜΟΥ ΙΛΙΟΥ,
έγιναν τα εγκαίνια Έκθεσης Ζωγραφικής

ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ

Εξέθεσαν έργα τους οι ποιητές:

  1. Ο Νίκος Κότσικας (Αγιογραφία)
  2. Η Ηρώ-Χρυσάνθη Αλεξανδράκη
  3. Ο Αντώνιος Ζαλώνης (Κάρβουνο)
  4. Ο Γιάννης Μποζίκης (Ελαιογραφία)
  5. Η Λιανού Αικατερίνη (Ελαιογραφία και Αγιογραφία)
  6. Η Παναγιώτα Ζαλώνη (Ελαιογραφία και Αγιογραφία)
  7. Η Δήμητρα Καρυφύλλη (Αγιογραφία)

Ακολούθησε γιορτή με ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια
σχετικά με τα Χριστούγεννα και τη Νέα Χρονιά.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ

Poetry-Literature

Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2010


Έπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.

Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.

Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
Όμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.

Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; Έμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα ’νιωθε πια από το πολύ το κρύο. Ένα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! Έμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.

Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
Άναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλησε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. Άναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
Όλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. Ένα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό».
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».

«Όταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Poetry-Literature

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010

Χριστούγεννα


Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπα καὶ πυκνὸ τὸ χιόνι,
κρύα καὶ κατασκότεινη κι ἀγριωπὴ ἡ νυχτιά.
Εἶναι ἡ στέγη ὁλόλευκη, γέρνουν ἄσπροι κλῶνοι,
μὲς τὸ τζάκι ἀπόμερα ξεψυχᾶ ἡ φωτιά...

Τρέμει στὰ εἰκονίσματα τὸ καντήλι πλάγι
καὶ φωτάει στὴ σκυθρωπή, στὴ θαμπὴ ἐμορφιά.
Νὰ ἡ φάτνη, οἱ ἄγγελοι κι ὁ Χριστὸς κι οἱ Μάγοι
καὶ τὸ ἀστέρι ὁλόλαμπρο μὲς στὴ συννεφιά!

Κι οἱ ποιμένες, ποὺ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὴ στάνη
κι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ στὸ Χριστὸ μπροστά.
Τὸ μικρὸ τὸ εἰκόνισμα ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ φτάνει,
μαζεμένα ὅλα μαζὶ καὶ σφιχτὰ-σφιχτά.

Πέφτει ἀκόμη ἀδιάκοπο κι ἄφθονο τὸ χιόνι,
ὅλα ξημερώνονται μ᾿ ἄσπρη φορεσιὰ
στὸν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά...

Τέλλος Ἄγρας

Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Poetry-Literature

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010

Τα δέντρα της Εδέμ


Τα χιονισμένα δέντρα της Εδέμ,
ανάβουν τα λαμπιόνια τους το βράδυ,
μα κάποιο αιώνια μένει στο σκοτάδι,
να το ’χουν οι Πρωτόπλαστοι τοτέμ.

Θα το γνωρίσεις, σε μια ομίχλη κρεμ,
είναι βαριοί, κατάφορτοί του οι κλάδοι,
στου Παραδείσου το παχύ λιβάδι,
μόλις η φτώχια σού παγώνει το αίμ’.

Χριστούγεννα και τ’ άστρο της Βηθλεέμ,
δε βγαίνει πια, στον ουρανό σημάδι,
κρύβουν ψωμιά των σκουπιδιών οι κάδοι
κι αντιλαλούν οι δρόμοι, τεριρέμ.

Της γης η φτιάξη, αντέμ και παπαντέμ,
εγίνηκε με μέτρημα κι αλφάδι
κι απόμεινε μια στάλα απολειφάδι,
για τους ανθρώπους να πλαστούν μπαρέμ.

Εμείς τα φταίμ’, εμείς όλα τα φταίμ’,
με τα έργα μας τ’ ανίερα, τ’ αυθάδη,
μέχρι της ζωής μας να σωθεί το λάδι,
θα λένε για λιτότητα στα Εφ-Εμ.

Έτσι συμβαίνει πάντα στην Εδέμ,
οι κολασμένοι πέφτουνε στον Άδη,
η Εύα γυμνή πηγαίνει στο πηγάδι
και συναντά τον Όφι σου, Χριστέ μ’.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Poetry-Literature

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2010

Εν χειρί Θεού


Απαίτησα το μεγαλείο
και απέστρεψα το πρόσωπό Του.
Εκβίασα για τους κόπους μου
και στην κόλαση με κατέβασε προς εκπαίδευση.
Προσευχήθηκα για στερέωση
και με οίκτιρε η μορφή Του.
Αγωνίστηκα για Σοφία
και μόνο σταγόνες της, τα χείλη μου ύγραναν.
Αναζήτησα στην έρημο λύτρωση
και την ψυχή μου καταιγίδες χτυπήσανε.
Ταπεινωμένος αποσύρθηκα στη δική Σου θέληση
και εν τη χειρί Σου τον ουρανό
σε μάτια καφέ αντίκρισα.

Ιωβηλαίος Λεωνίδας

Poetry-Literature

Κυριακή, Νοεμβρίου 28, 2010

Κριτική Θεατρικού Έργου

Θεατρική παράσταση: «Άννα, είπα!», Παναγιώτη Μέντη


Γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, συγγραφέας-ποιητής

Γιορτάζοντας σαράντα χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, το Θέατρο «Στοά», επαναλαμβάνει μια παλιά επιτυχία του, η οποία πρωτο-ανέβηκε στα 1996, χαρίζοντας στην πρωταγωνίστρια, Λήδα Πρωτοψάλτη, το Βραβείο Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών για την ερμηνεία της (1997).

Με το βραβευμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού (1994): «Άννα, είπα!», ο Παναγιώτης Μέντης, καταξιώθηκε στον χώρο των θεατρικών συγγραφέων, μετά και την παρουσίαση του έργου αυτού από σκηνής. Είχε προηγηθεί το ανέβασμα (1993) του επίσης βραβευμένου από το ΥΠ.ΠΟ. (1989) «Playmobil» από το Θέατρο Τέχνης, μετά από επιλογή του αξέχαστου Γιώργου Λαζάνη.

Η «Άννα», τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής, ξαναζεί στιγμές από το παρελθόν, κυρίως αυτές που τη στιγμάτισαν, δίπλα στην καταπιεστική μάνα της. Θύτης και θύμα, ταυτοχρόνως, η μάνα, πορεύεται και οδηγεί την κόρη στην καταστροφή, από λάθος επιλογές, κάτω από τις κοινωνικές συνθήκες και τα ήθη της εποχής του «’50». Ο πατέρας, Θανάσης Παπαγεωργίου, έχοντας αφήσει όλα τα οικογενειακά βάρη πάνω στη γυναίκα του, στην ουσία είναι «απών» από τα γεγονότα που έφεραν τα αναπόφευκτα, παρά την καλή και τρυφερή σχέση με την κόρη του. Τραγική, και αυτός, φιγούρα, δεν θα καταφέρει να αντισταθεί σε ό,τι λαθεμένο διαπιστώνει γύρω του, και ζει χαμένος στον «δικό του κόσμο», αδυνατώντας να αποσοβήσει τη μοιραία κατάληξη της Άννας. Τα υπόλοιπα πρόσωπα συμπληρώνουν τον «χορό» της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας.

Το νεοελληνικό έργο, που με αφοσίωση υπηρετούν οι συντελεστές του θεάτρου «Στοά», από την ίδρυσή του, είναι ο καθρέπτης της σημερινής ελληνικής κοινωνίας και των «τραυμάτων» της. Δεν πρόκειται για ανάλαφρα θεάματα, που σκοπό έχουν να διασκεδάσουν τον θεατή με «πικάντικες» περιγραφές κι ευτυχισμένο «happy end», αλλά να προβληματίσουν τον καθέναν μας. Βιώνοντας τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, σε μια χώρα, όπου έχει χαθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη Κράτους – πολίτη, ενώ η Παιδεία της δεν παρέχει την απαραίτητη αγωγή, είναι φυσικό επακόλουθο «μαγκιά» και «πουτανιά» να έχουν υποκαταστήσει την εξυπνάδα και την εντιμότητα.

Ο Παναγιώτης Μέντης, με την ιστορία του, καταφέρνει να φωτίσει τα «γιατί;» και να εξηγήσει τα «πώς;». Αιχμηρός Λόγος που ματώνει με τη δύναμή του, φτάνοντας σε εκφράσεις «πεζοδρομίου», για να μπορέσει, ακριβώς, να είναι αληθινός, επίκαιρος, άμεσος, άρα αποτελεσματικός. Το απαιτεί το έργο, η εποχή, τα γεγονότα, διαφορετικά, όλα, και μακρινά από τα γλυκανάλατα ρομάντζα του παρελθόντος, που έτερπαν με άλλα υλικά αναγνώστες ή θεατές. «Σκατά στα μούτρα τους… οι ρουφιάνες. […] Τα μπάσταρδά τους να μαζέψουν, που μας γάζωσαν το κεφάλι […] Πόσα ξέρει ο κώλος σου, εσένα;».

Η ευφάνταστη σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου, με δυο (και τρεις) μάνες, ταυτοχρόνως, ομοιόμορφα ντυμένες, επί σκηνής, στις διάφορες φάσεις ζωής της Άννας, αναδεικνύουν το έργο και τονώνουν τη σκηνική του παρουσίαση, χάρη και στο ωραίο - λειτουργικό σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη. Πετυχημένοι φωτισμοί και ιδιαίτερα έξυπνες ηχητικές επιλογές του σκηνοθέτη, τονίζουν τη δραματικότητα του εγκλεισμού, καθώς οι τεράστιες πόρτες ενός «παραπετάσματος», με τα κλειδιά που τις κλείνουν να ηχούν ως πολυβόλα, οδηγούν σε απομόνωση που «σκοτώνει». Έτσι, το σπίτι μετατρέπεται, αμέσως, σε ψυχιατρείο, και αντιστρόφως, καθώς κόλαση αποτέλεσαν και τα δύο για την Άννα, αφού τα όσα βίωσε στο πρώτο είναι αυτά που ξαναζεί, ως εφιάλτη, στο δεύτερο, αλλά και αυτά που την οδήγησαν εκεί. Και δεν ήταν, μόνο, η μάνα… ή ο αδύναμος χαρακτήρας του πατέρα, μα πολλά, ακόμα, ολοκλήρωσαν την καταστροφή: ο βάναυσος και ανέντιμος σύζυγος, Χρήστος, η ανάξια εμπιστοσύνης εξαδέλφη, Μπάρμπαρα, η γκόμενα του Χρήστου, Μπέμπα. Και ιδού η κατάληξη της Άννας. Βιασμένη προσωπικότητα κι εφηβεία, χαμένα όνειρα, κατεστραμμένη ζωή, ψυχιατρικό άσυλο.

Η Λήδα Πρωτοψάλτη, ηθοποιός με πολύ μεγάλες ερμηνευτικές ικανότητες, ξεδίπλωσε το πολύπλευρο ταλέντο της, σφραγίζοντας έναν ρόλο αξιώσεων, καθώς μεταπίπτει, με ευκολία, από την Άννα των παιδικών χρόνων στην έγκλειστη σε ψυχιατρείο. Στο παραλήρημά της συγκινήθηκε όλη η αίθουσα, απολαμβάνοντας και τις αστείες στιγμές, που αβίαστα προκύπτουν από την αθωότητά της, αλλά και τις «παραδοξότητες» της ιστορίας. Οι ερμηνείες των άλλων ηθοποιών ξεχωριστές, κάθε μια στο ρόλο τους. Μάνες: Ευδοκία Σουβατζή, Νίκη Χαντζίδου. Χρήστος: Ηλίας Κατέβας. Μπέμπα, Μπάρμπαρα: Εύα Καμινάρη. Νοσοκόμα: Βασιλική Ορκοπούλου.

Η μαγική παράσταση στο Θέατρο Στοά (Μπισκίνη 55, Ιλίσια), παίζεται: Τετάρτη, 20.00: 15 €. Παρασκευή 21.15: 10 €. Σάββατο, 21.15: 22 €, Κυριακή, 20.00: 22 €. Φοιτητικό: 15 €.

Δείτε την ιστοσελίδα του κ. Νίκου Μπατσικανή (απαιτείται εγγραφή)

Poetry-Literature

Η καμπάνα


Κυριακή πρωί στο χωριό, οι Μπόμπιρες έβλεπαν να περνούν από εμπρός τους τσουρμαρίες οι χωριανοί με κατεύθυνση την Εκκλησία. Μοίραζαν δεξιά και αριστερά «καλημέρες» αναμεταξύ τους χαρίζοντας χαμόγελα στους Μπόμπιρες που περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει το λείτουργο, να παίξουν ποδόσφαιρο στον τεράστιο περίβολο της Αγια-Μαρίνας. Οι χωριανοί είδαν με «καλό μάτι» την απόφασή τους, να κάνουν Κυριακάτικο Γήπεδο τον περίβολο! Γιατί δεν προλάβαιναν να αλλάξουν τα σπασμένα τζάμια, βρε τι ξύλο έτρωγαν, τι φωνές άκουγαν, τι βρισιές – οι πιο αγανακτισμένοι –. Τίποτε! Σώθηκαν τα τζαμιλίκια με αυτή τους την απόφαση. «Να τα έχει καλά η Αγία Μαρίνα, ησυχάσαμε πια!» έλεγαν οι χωριανοί.

Μόλις ακούστηκε από το μεγάφωνο η φωνή του Παπά-Ευθύμη… «Ευλογία Κυρίου»… και λοιπά, όρμηξαν στην Εκκλησία για το αντίδωρο, αυτό δεν το έχαναν με τίποτε! Πέρασε λίγη ώρα ωσότου οι χωριανοί πουν τα δικά τους και σιγά-σιγά ο περίβολος της Αγίας Μαρίνας άδειασε. Ετοίμασαν πέντε-έξι πέτρες δεξιά και αριστερά των …τερμάτων, να ξεχωρίζουν. Ο Παπά-Ευθύμης βγήκε από την Εκκλησία και τους είπε κουνώντας απειλητικά τον δείκτη του δεξιού του χεριού:

«Προσέξτε, ζαγάρια, το σχοινί της καμπάνας, γιατί αλίμονό σας»!
«Να μείνεις ήσυχος, Παππούλη», απάντησαν εν χορώ οι Μπόμπιρες.

Ήταν όλων μέλημα μην πιάσουν το φθαρμένο από τα χρόνια σχοινί της καμπάνας και χτυπήσει. Είχε γίνει και αυτό, κυνηγώντας κάποια φορά τη μπάλα ο Κίτσος της Μαργαρώς κρατήθηκε από αυτό για να γλιτώσει την τούμπα, γιατί τη μπάλα δεν κατάφερε να την πιάσει. Ούτε όμως γλίτωσε τις ξυλιές από την μάνα του. Μέρα μεσημέρι το ρημάδι το γλωσσίδι χτύπησε την καμπάνα δυο φορές…. Νταν… Νταν… Περίλυπος ο ήχος, γι’ αυτό βγήκε στο δρόμο όλο σχεδόν το χωριό, πιστεύοντας πως κάποιος χωριανός τους αποδήμησε εις Κύριον!

Αυτή η καμπάνα μου έχει λείψει τώρα πια που μεγάλωσα και έφυγα από το χωριό μου. Τι γλυκόλαλος ήχος ήταν αυτός, στις χαρές και πόσο λυπημένος στις απώλειες… Τώρα πια όταν ακούω ήχο καμπάνας και μάλιστα ηλεκτρικής, κανένα συναίσθημα, ούτε χαράς, ούτε λύπης μου ξυπνά. Μόνο νεύρα και θυμός με διακατέχει.

Σταματήστε την που να πάρει, αυτός ο ήχος δεν μοιάζει με αυτόν της Αγίας Μαρίνας, μου έσπασε τα τύμπανα λες και περνούν μαζεμένα περιπολικά και νοσοκομειακά, σταματήστε την!

Ζιζή Γερονυμάκη

Poetry-Literature

Στη ράδα


Μέρες στη ράδα. Τα στόργια σώνονταν.
Το ναύλο έργιε να ’ρθει.
Στους αλουέδες και στα ντεκ γυρόφερναν
αμίλητοι, αμήχανοι, μονάχοι.
Το ματσακόνι σειρήνα που ουρλιάζει
κι ο μάγειρας κι ο στούαρτ τσακώνονταν.

Ο Πρώτος στον μπουλμέ, τη γροθιά αρμάτωνε.
Του Σαλίμ ο αμανές, ξυπνά τη βάρδια.
Ο λοστρόμος μπρος στους ναύτες εξεσπάθωνε.
Του καπετάνιου η φωνή ετρύπα αμπάρια,
Αλλάχηδες, Χριστοί, Βούδες τον διαάζανε.

Στα καπνιστήρια πασιέντζες, πρέφα και καφέδες,
φάτσες άχρωμες, στόματα κλεισμένα.
Φουμάρανε σαν μαύρες τσιμινιέρες
και βλέμματα στο τότε ξεχασμένα
ογροί, σφιχτοί τα ζώνανε κορσέδες.
Τη γέφυρα ο δόκιμος δεν αποχωριζόταν.
Σπίτι του δεύτερο και μοίρα και ζωή του
το πέλαγος να βλέπει ερεθιζόταν.
Αρέσκονταν την μπλάβη τη σιωπή του,
πανεπιστήμονας της θάλασσας βαφτιζόταν.

Μέρες στη ράδα. Αταξίδευτοι.
Χωρίς προορισμό, χωρίς λιμάνι.
Στου πουθενά τον κόσμο αδήλωτοι
η άπλα της κουβέρτας δεν τους βάνει.
Το χέρι του Μαρκόνι πια δεν πιάνει
κι ούτε σήμα, ούτε γράμμα, ούτε σινιάλο.

Άννα Τακάκη-Μαρκάκη

Poetry-Literature

Μόνος

(Στην Πόλη Που Ποτέ Δεν Κοιμάται)


Φωνάζεις,
μα η φωνή σου δεν ακούγεται.
Ψάχνεις στον καθρέφτη,
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει.

Κλειστά μάτια, κλειστές φτερούγες,
κλειστά παράθυρα, κλειστός ουρανός.
Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται.

Φωνάζεις πάλι,
μα η φωνή σου δεν ακούγεται.
Ψάχνεις στον καθρέφτη,
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει.

Γιώργος Νικολόπουλος

Poetry-Literature

Όταν γυρίσεις


Δεν θα ’ναι άνοιξη ούτε χειμώνας,
θα ’ναι ολόχρυσος για μένα αιώνας,
όταν γυρίσεις.

Δε θα ’ναι γκρίζα όπως και τώρα,
δε θα ’χει σύννεφα, βροχή και μπόρα,
όταν γυρίσεις.

Δε θα ’χω μάτια πια βουρκωμένα,
αφού θα νιώθω κοντά μου εσένα,
όταν γυρίσεις.

Δε θα ’μαι μόνη, χωρίς ελπίδα,
εσύ θα διώχνεις την καταιγίδα,
όταν γυρίσεις.

Θα σταματήσει ο χρόνος τώρα,
στου γυρισμού σου την Άγια ώρα,
όταν γυρίσεις.

Δε θα ’μαι μόνη, εγώ κι η νύχτα,
γύρισε κι όλα στη λήθη ρίχ’ τα.

Φιλίτσα Λέρτα-Αθανασέλλου

Poetry-Literature

Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2010

Η εκδήλωση του περιοδικού "Κελαινώ"


Στις 20 Νοεμβρίου τ.έ., το λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ», απένειμε τα βραβεία του διαγωνισμού «Άνασσα Πόλη» με θέμα την Κωνσταντινούπολη. Οι βραβευθέντες πολλοί και αξιολογότατοι, νέοι ως επί το πλείστον ποιητές και ποιήτριες, οι οποίοι απάγγειλαν τα βραβευμένα έργα τους. Το πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Ιλίου, πλημμύρισε με άρωμα από την Πόλη, την Άνασσα Πόλη της Οικουμένης, κι ένιωθες στη γλώσσα σου ήδη, μια γεύση από μπαχάρι κι ανατολίτικα μυρωδικά. Όλα ανεξαιρέτως τα έργα που ακούστηκαν συγκίνησαν ιδιαίτερα το κοινό και ξύπνησαν άσβηστες μνήμες...

Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι το «Verse Monkey!» ήταν εκεί!... Θα μας αναγνωρίσατε ίσως όσοι μας γνωρίζετε προσωπικά, κεντρικές φιγούρες στις φωτογραφίες που παραθέτουμε (σε slides) παραπάνω. Μεγάλη τιμή για το ιστολόγιό μας, σε μια πραγματικά μεγάλη εκδήλωση του «Κελαινώ», του οποίου εμψυχώτρια και κινητήρια δύναμη είναι η πολύ καλή μας φίλη, λογοτέχνιδα κα. Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη.

Poetry-Literature

Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

Πινελιές φωτοσκίασης (απόσπασμα)


Από το βιβλίο της εξαίρετης λογοτέχνιδας και φίλης μας κας. Ηρώς-Χρυσάνθης Αλεξανδράκη, «Πινελιές φωτοσκίασης» των εκδόσεων «Βεργίνα», κορφολογήσαμε μερικά χαικού. Απολαύστε τα.

Πήρα τους δρόμους
ψάχνοντας για φιλίες.
Πόσες μαχαιριές!

Σβήν’ η θανή σου
τη γλυκύτερη λέξη
στα χείλη: «Μάνα».

«Άστατος καιρός»,
προλέγουν τα δελτία.
Στο καβούκι, εμπρός!

Βγες απ’ το βούρκο,
άδραξ’ τη ζωή, μπορείς,
ψηλά είν’ τ’ αστέρια.

Πόσο βροντερή
η σιωπή σου μοναξιά!
Με ξεκουφαίνει.

Δρυός πεσούσης,
πας ανήρ ξυλεύεται,
άναψ’ το τζάκι.

Παραχωρήσεις,
σκάνδαλα, συμβιβασμοί,
κλείσ’ τις Ειδήσεις.

Νέα εποχή,
παραγωγή «εγκεφάλων»
ηλεκτρονικών.

Βλέμμ’ αδιάφορο
σ’ αλήθειας φραγγέλωμα.
Πόντιος Πιλάτος;

Έλλειψη τάξης,
στα του οίκου της καρδιάς,
δημαγωγία.

Σπάζω ρολόγια,
ξεριζώνω χίμαιρες
διαγράφοντάς σε.

Μόλυνσης πηγές
τον πλανήτη αρδεύουν.
Έφαγες φακές;

Πέτα τη μάσκα,
ποιος πράγματ’ είσαι δείξε,
είν’ αποκριές.

Πόσο λάθεψες!
Έχασες τις αξίες
μετρώντας κόστη.

Φτερών ζύγιασμα,
ακριδούλ’ ανέμελη,
λουκούλλειο γεύμα.

Γνωστή τοις πάσι
των ευεργετηθέντων
η αχαριστία.

Άφωνες σφαίρες
των παιδιών οι σφεντόνες
στην Παλαιστίνη.

Ηρώ-Χρυσάνθη Αλεξανδράκη

Poetry-Literature

Τρίτη, Νοεμβρίου 23, 2010

Οι κατάρες της ανθρωπότητας


Οι κατάρες που έχουν πέσει κατά καιρούς στην ανθρωπότητα κι ακόμα πέφτουν και την βασανίζουν, δεν είναι η λέπρα, η χολέρα, η γρίπη, ο μαύρος θάνατος και το χτικιό. Όχι, δεν είναι αυτές οι μάστιγες της ανθρωπότητας. Αυτές, ο δαιμόνιος άνθρωπος, μία-μία, με υπομονή και καρτερία τις εξουδετέρωσε. Όπου να ’ναι τώρα εξ αιτίας του, ψυχορραγεί κι ο καρκίνος με το AIDS. Οι αγιάτρευτες πληγές του, οι λέπρες του, είναι οι τρισκατάρατες θρησκείες, που ο ίδιος από άγνοια και κακομοιριά δημιούργησε, για να τον βασανίζουν.

Όχι, δεν έχει ελπίδα ν’ απαλλαγεί απ’ αυτές τις κατάρες, αυτές θα ’ναι πάντα πάνω απ’ το κεφάλι του και θα τον τυραννούν. Ο πανίσχυρος το πάλαι ποτέ Ιωσήφ Στάλιν, για μια ολόκληρη πεντηκονταετία, με τα πιο σκληρά κι απάνθρωπα μέτρα που διέθετε, δοκίμασε να τις εξοντώσει και κατόπιν άλλα πενήντα χρόνια με τον ίδιο τρόπο οι διάδοχοι του. Μπορεί να καταλάγιασαν αυτές και να φάνηκαν ότι θα έσβεναν από το πρόσωπο της γης για μια στιγμή, μα σαν πολυκέφαλες Λερναίες Ύδρες ξαναζωντάνεψαν με την πρώτη ευκαιρία. Ξεφύτρωσαν από παντού, πιο γερές, πιο δυνατές, πιο αδυσώπητες, για να καταδυναστεύουν και να βασανίζουν τον άβουλο κοσμάκη.

Τι καλό, τι ευχάριστο, τι πολιτισμένο, είδε ο άνθρωπος απ’ τις θρησκείες, τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια; Μήπως του χόρτασαν την πείνα του; Μήπως τον γλύτωσαν από καμιά αρρώστια; Μήπως τον μόρφωσαν; Μήπως τον απάλλαξαν από τα εγκλήματα, τους πολέμους, την διαφθορά, το μίσος και την κακία; Μπα, πού κάτι τέτοιο! Απεναντίας, τον έγδυσαν, τον έριξαν στα σκοτάδια της αμάθειας, της κακομοιριάς, της φτώχιας και της αλύπητης εκμετάλλευσης. Του ’φεραν τους αδελφοκτόνους πολέμους, τον έναν πίσω απ’ τον άλλον, χωρίς να ’χει ελπίδα απαλλαγής απ’ τα δεινά τους. Ιεροί πόλεμοι, λέει, και της καθεμιάς σκοπός είναι, το πώς θα κατακρεουργήσει τις άλλες. Η κάθε μία από δαύτες, έχει χωριστεί, έχει διασπαστεί σαν τα κομμάτια της χειροβομβίδας κι ακόμα πιο μικρά. Νέες κάθε λίγο και λιγάκι ξεφυτρώνουν, διασπώνται κι αυτές σαν τις αμοιβάδες, για να ’ναι πολλές, να μην αφήνουν κανέναν ήσυχο.

Όλες βρίσκονται εν δράσει, με μίσος και κακία, με νύχια και με δόντια πολεμάνε αναμεταξύ τους, για την ίδια αιτία, για την ίδια χάρη του ίδιου θεού, τον οποίο προσκυνάνε. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, ιουδαίοι, βραχμάνοι και λοιποί, έχουν γίνει χίλια κομμάτια και αλληλοσπαράσσονται, εκτός των άλλων και για την εξουσία. Καλόγεροι, εναντίον καλογέρων. Οι της μιας μονής, με τσεκούρια και μπαλτάδες εναντίον της άλλης. Καρδινάλιοι με ίντριγκες και μπιστόλες εναντίον καρδιναλίων. Μουλάδες και ιμάμηδες ο ένας κατά του άλλου κι όλοι μαζί, εναντίον όλων των άλλων των άπιστων και των άθεων. Ιεροί πόλεμοι κι όποιον πάρει η μπάλα. Κανείς δεν ξέρει από ποιον κι από πού να φυλαχτεί.

Εις το όνομα του θεού, του ίδιου θεού, κάθε ώρα και στιγμή καταστροφές κι ο αθώος κοσμάκης που δυστυχώς αποτελεί την δύναμη τους, αδιακρίτως σφάζεται, σκοτώνεται, βασανίζεται, βιάζεται και υποφέρει. Είναι τόση η αποχαυνωμάρα του, τόση η βλακεία του, ώστε δεν καταλαβαίνει τις συμφορές που καθημερινώς του δημιουργούν, τις συμφορές που έχουν στόχο τον ίδιο, για να τις γκρεμίσει από πάνω του, ν’ απαλλαγεί απ’ αυτές τις καταραμένες λέπρες, για να ιδεί μια άσπρη μέρα, μια μέρα λευτεριάς, χαράς κι ευτυχίας.

Ήρθε, λέει, ο Χριστός με τον Μωάμεθ για να σώσουν τον κόσμο απ’ τις αμαρτίες και να τον απαλλάξουν απ’ τα δεινά του. Δεν τσάκιζαν καλύτερα τα πόδια τους, για να μην έφταναν να πατήσουν σε τούτον τον άμοιρο πλανήτη; Ήρθαν κι αντί για καλό, έφεραν τον όλεθρο και την καταστροφή. Να του σώσει την ψυχή, ήθελε ο ένας, με αντάλλαγμα μετάνοιες, προσευχές και δοσίματα. Να τον στείλει στον παράδεισο, ισχυρίζονταν ο άλλος, έναντι κοψολαιμιάσματος όλων των άπιστων αντιπάλων του. Όλα αυτά βέβαια τα καλά που υπόσχονταν να κάνουν, μόνον στους ουρανούς, όχι εδώ στη γη που φως φανάρι φαίνονται όλες οι πράξεις του ενός και τ’ αλλουνού. Όχι, δεν πρέπει, λέει, να φαίνονται, γιατί μόνον στα κρυφά, στα απόκρυφα, δουλεύουν τα θεϊκά πράγματα. Μακριά γίνονται οι θεϊκές πράξεις, εκεί που δεν φτάνει ανθρώπου μάτι, μήτε και η αφή του. Οι αθώοι θνητοί, τ’ άβουλα αυτά πλήθη, πιστεύουν και δέχονται τις συμφορές καρτερικά και αδιαμαρτύρητα. Θέλημα θεού, λέει, και το ποίμνιο πείθεται αναντίρρητα. Δέχεται αλληλοσφαγές, αλληλοεξευτελισμούς, πόνους και συμφορές.

Ο Παλαιστινιακός λαός δεν βασανίζεται και δεν χτυπιέται μόνο από την «Οβραΐλα», αλλά και μεταξύ του αλληλοσφάζεται. Το ίδιο κι ο Ιρλανδικός, ο Κεϋλανέζικος, Πακιστανικός, ο Αφγανικός με τον Ιρακινό, μαζί τους κι όλοι οι υπόλοιποι λαοί, δύσης και ανατολής και για την ίδια καταραμένη αιτία. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και χριστιανοί σταυροφόροι εναντίον σταυροφόρων, ιουδαίοι εναντίον Ιουδαίων, μουσουλμάνοι εναντίον μουσουλμάνων κι όλοι μαζί εναντίον όλων, για την χάρη και την δόξα, δήθεν του επουράνιου Εβραιοθεού, του κραταιού Μονιά.

Μάρκος Κ. Κουλούρης

Poetry-Literature

Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2010

Ραλλού


Από ανοιχτά παράθυρα, κορίτσια, μέσες λυγερές,
γέρνουν, σαν στάχυα κίτρινα· σκιές ονείρου σιωπηλές.

Μα εγώ φωνάζω, εσένανε, Ραλλού,
να ’ρθεις, ξανά, σαν φως αυγερινού.

Νερά σε βάλτους, στάσιμα, λούζομαι κάθε χαραυγή,
καθώς του δειλινού θαμπό, το χρώμα που ’χω στην ψυχή.

Και τώρα εδώ, φωνές, για σε, Ραλλού,
καημός, σου λεν, μη γίνεις, του χαμού.

Τρελά πουλιά στον άνεμο οι θύμησες ψηλά πετούν,
και στήνω ξόβεργες στο νου, παγίδες, μήπως και πιαστούν.

Σε ψάχνω στα χαλάσματα, Ραλλού,
για δείχτες έχω λάμψη κεραυνού.

Της λησμονιάς νερό να πιω, μου λες, να σε ξεχάσω,
πηγάδι ανάμνησης εσύ, και πώς να ξεδιψάσω;

Απλώνω χέρια στο κενό, Ραλλού,
πιάνω πουλιά ξενιτεμού.

Ποθώ να έρθω να σε δω, μα λένε πως χορεύεις
στην πέρα άκρη του γιαλού, καρδιές και νιους κουρσεύεις.

Γυμνά τα στήθη κολυμπάς, Ραλλού,
μαλλιά λυτά στ΄ αστέρια τ’ ουρανού.

Μη φεύγεις, πέλαγα αλλού μη βάζεις στο μυαλό σου,
το χείλος θαν’ βαθύ γκρεμού, εκεί ο πηγαιμός σου.

Κραυγές μες στο σκοτάδι σου, Ραλλού,
μ’ Αγγέλους, ψέλνω άσμα γυρισμού.

Νίκος Μπατσικανής

Poetry-Literature

Να μ' αγαπάς


Να μ’ αγαπάς όταν πέφτει βροχή
κι η μοναξιά στο κατώφλι μου ηχεί,
μόλις στο τζάκι τα ξύλα σωθούν
κι οι παγετώνες θα ’ρθούν.

Να μ’ αγαπάς σαν τον πρώτο καιρό,
στο μονοπάτι να σε καρτερώ,
για να σού δώσω το πρώτο φιλί
και να θυμώσεις πολύ.

Να μ’ αγαπάς με τα χιόνια βουνά,
με την καρδιά μου βαθιά να πονά,
λες κι ήταν ψεύτρες οι νύχτες αυτές
και λείπεις δίχως να φταις.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Poetry-Literature

Κύπρος...


Στις παράλιες του νησιού της Αφροδίτης, αχνοξημερώνει η αυγή στις δυο σημαίες στο απέναντι βουνό και η ματιά σε βλέφαρα ηλικιωμένων, ακόμη βουρκώνει για το χέρι του Αττίλα το μαύρο και σκοτεινό…

Οι Ναοί είναι ακόμη γκρεμισμένοι και τα μνημεία πάλιωσαν, οι ήρωες πέταξαν σε αιθέρια ύψη αυτοφωτισμένοι, τα χέρια και οι αγκαλιές συγγενών ερήμωσαν, ήρωες που ’φυγαν από της ζωής το νερό διψασμένοι!...

Χρόνια μετά την προδοσία δικτατόρων και πατριδοκάπηλων, που ’καναν το πραξικόπημα της εισβολής, αφορμή, χρόνια τώρα κρύβονται από τις λίστες των μαύρων κείμενων, με την προδοσία τους ήρθαν, τρόμος, δυστυχία και λιμοί!...

Ο Αττίλας σαν μαύρο σύννεφο έκανε θανάτου απόβαση, οι στρατηγοί ανίκανοι, γύρισαν τα πλοία πίσω, έλειψε ο ηγέτης ο ισχυρός να λάβει εθνοσωτήρια απόφαση, με ποια φλόγα καρδιάς, δίχως ηγεσία πώς να πολεμήσω; (…)

Το μαύρο φως τον ήλιο έκρυψε και η λέξη «αγνοούμενος» στα χείλη, φωτογραφίες ασπρόμαυρες σε χέρια πρόωρα γερασμένα, Δεν ξεχνώ τη στερνή αγωνία κι ενός παπά το ματωμένο πετραχήλι, αγνοούμενοι σε τάφους ομαδικούς, κορμιά τόσο βασανισμένα!...

Μα η λήθη του χρόνου αυτή, που τα πάντα σαν ομίχλη σκεπάζει, πέτρωσε τη μνήμη, και ο νεοπλουτισμός – αρρώστια της ιστορίας – ό,τι ξεχνάμε σβήνεται, και ο χρυσός τώρα μας εξουσιάζει, λησμονημένων ηρώων μάτια μας κοιτούν με βλέμμα απορίας!...

01.11.2010

Αργύρης Ντεγκούδης

Poetry-Literature

Άνασσα Πόλη


Κάποιοι θα τραγουδήσουνε, το κάλος και το θαύμα
κάποιοι θα τραγωδήσουνε, της άλωσης το τραύμα
μαρμαρωμένοι στέκονται, αιώνες και κοιτάνε
αστοί, Θεοί και Βουλευτές, σιμά και οι παπάδες
θάλθει καιρός της άνοιξης, θάλθουν οι Βασιλειάδες;

Καιρός χαράς, καιρός ζωής, αλάργα αποστένει
αιώνες κύλισαν μεμιάς, το ψέμα θα μακραίνει
φταίει η πόρτα είπανε, φταίει το παραπόρτι
ψαράδες και χαμάληδες, μαστόρια και κτιστάδες
το ψέμα το εχάψανε και άντε για …παράδες.

Πάνε τα κάστρα τα ψηλά, πάν οι καμπάνες ούλες
καράβια γίνανε δαδιά, τρικάταρτα βαρκούλες
πάει και το εργόχειρο, το χρυσοκεντημένο
της λυγερής το πόνημα, της λευτεριάς η όψη
καθρέφτη δεν θα ξαναδεί, στου …Πάπα τα υπ’ όψη.

Ένα γεράκι έμεινε, και ένα χελιδόνι
τ αντριωμένου χάζευαν, την σπάθα και την ζώνη
Μάλαμα ο δικέφαλος, μάλαμα αγιασμένο
ο τελευταίος Έλληνας, είπε το χελιδόνι
κουρμπάνι έγινε στερνό, στης λευτεριάς τ’ αμόνι.

Πέρασαν χρόνια δίσεκτα, ζαμάνια κερατένια
ήλθανε Μάηδες θολοί, παπάδες χωρίς γένεια
Εοκατζήδες κάτσανε, στο σβέρκο και στην πλάτη
της Σαλονίκης τα καστριά, και της Αθήνας κάλη
εμπρός να τα πουλήσετε, να φάμε και οι άλλοι.

Που τόσα χρόνια τρώγαμε, αιώνες και φεγγάρια
πουλώντας μάρμαρα στιλπνά, βραχιόλια και λυχνάρια
σκύψτε κεφάλια και κορμιά, τον ήλιο κατεβάστε
για δώρο τον εθέλουμε, στην Μέρκελ μας μπαχτσίσι
το Βερολίνο να χαρεί, στα κρύα έχει μπουχτίσει.

Φταίει η πόρτα είπανε, φταίει το παραπόρτι
Και μια και δυο τα βρήκανε, και βγάζουν πασαπόρτι
Αιώνες ταξιδεύουμε, στης Λόνδρας τις ομίχλες
στο γιαλαντζί το ψήλωμα, στου γείτονα το πάνω
με του κισσού την ορμηνιά, το χούι του το πλάνο.

Άνασσες φράσεις ήτανε του Μακρυγιάννη ρήσεις
Άνασσες πόλεις ήτανε,του Βύζαντα οι κτήσεις
Άνασσα πόλη ήτανε, του Περικλή το άστυ
Άνασσα κόρη ήτανε, Παπαδιαμάντη κόρη
Άνασσα πλώρη ήτανε, του Κουρτουλούς η πλώρη.

ΕΟΚΑΤΖΗΣ Ω. (Ούτε Α,ούτε Β, αλλά Ω)

Σωτήρης Δημηρόπουλος - Θεσσαλονίκη

Poetry-Literature

Κυριακή, Νοεμβρίου 21, 2010

Πόσο σ' αγαπώ...


«Πόσο σ' αγαπώ, πουλάκι του δρόμου,
πόσο σ' αγαπώ, αγόρι δικό μου...».

Μεσημέρι Κυριακής και διαλέξαμε ένα τραγούδι με τη Χάρι Αλεξίου. Η Δώρα Σιτζάνη το πρωτοτραγούδησε - ο Μάνος Λοΐζος το συνέθεσε, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε τους στίχους - ενώ γνωστό σε όλους το έκανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη...

Poetry-Literature

Σάββατο, Νοεμβρίου 20, 2010

Θάλασσες


Δεν βρήκα άλλες θάλασσες
αλλού, σαν τη δική σου
Νερά να καθρεφτίζουνε
την απεικόνισή σου
Δεν βρήκα άλλους ουρανούς
να με σκεπάζουν τόσο
Να μη με νοιάζει αν βραχώ
ή τύχει και κρυώσω
Δεν βρήκα άλλες θάλασσες
αλλού, σαν τη δική σου
Πελάγη ν’ ακτινοβολούν
το μπλε του παραδείσου
Να γέρνει ο ήλιος άτσαλα
στα ολόμαυρα μαλλιά σου
Και να ροδίζει ο ουρανός
σε κάθε ανασαιμιά σου
Δεν βρήκα άλλες θάλασσες
αλλού, σαν τη δική σου
Και γλάρους χασομέρηδες
θαμώνες στο κορμί σου
Να λάμπουν φεγγαρόπετρες
στο ασύνορο σκοτάδι
Σελήνη, μήλο πράσινο
και θάλασσες αλφάδι
Δεν βρήκα άλλες θάλασσες
αλλού, σαν τη δική σου
Που ν’ αγνοούν οι άτλαντες
και οι πλοίαρχοι εξίσου
Τοπίο με πυράκανθους
και αδέσποτα αστέρια
Παράδεισος που γλίστρησε
απ’ του Θεού τα χέρια.

Χρήστος Σκιαδαρέσης

Poetry-Literature

Μάνα


Τα εφηβικά χρόνια
φορτωμένα με τη φωνή σου.
Λογής-λογής λόγια
φυλακισμένα
μέσα σε πευκοβελόνες
μέσα σε γιασεμιά
σε κήπους ηλιοφώτιστους
σε αφουγκρητά
από θαλασσοκύματα.
Εκείνος ο Αύγουστος
με τα πορφυρά σπαράγματα
ανατολής
με τα πύρινα χρώματα
της δύσης
δεν υπάρχει πια.
Κι όμως σ’ ακούω
ακόμη και τώρα
να μου φωνάζεις πρόσεχε!

Ζωή Τατάκη-Ιωσηφίδου

Poetry-Literature

Δε θα με θυμάσαι


Στο ακρόπρωρο βγαίνω αργά κάθε βράδυ
όταν πάνε για ύπνο κι έχουν γίνει ρημάδι
η μαυρίλα του νόστου ρυμουλκεί το σκοτάδι
που θολό ξεχειλίζει και αφήνει σημάδι
στων δαχτύλων την άκρη, παγωμένα στο χάδι
ενός σκύλου κοντά μου που στο σάκο μου θάβει
μια μπαλίτσα ’πό άστρα να φωτίζει δεν παύει
ένα χνάρι της μνήμης να το φτιάξει υφάδι
μα η αλμύρα που όλα τα πράγματα σκάβει
δεν αφήνει ζιζάνια· μην πνιγεί το καράβι.

Άρτεμις Βαζιργιατζίκη

Poetry-Literature

Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

Στη μνήμη των ηρώων του Πολυτεχνείου


Αθάνατοι, κι αν πέσατε στο χώμα,
γίνατε λίπασμα γενεών γενναίων!
Στ’ άρματα μπρος προτάξατε το σώμα,
με τις ιδέες και την ορμή των νέων!

Η τραγική φωνή σας, στους αιώνες,
παράδειγμα αυταπάρνησης θα μένει!
Ξύπνησε κοιμισμένες λεγεώνες,
Ελλήνων που ’ταν χρόνια σκλαβωμένοι!

«Εδώ Πολυτεχνείο» βαμμένο μ’ αίμα,
«εδώ Πολυτεχνείο» της Θυσίας!
Μα, σε λαούς με φοβισμένο βλέμμα,
της λευτεριάς δεν έρχεται ο Μεσσίας!

Αθάνατοι, σπάσατε τα δεσμά σας,
προσφέρατε το πιο ακριβό ρουμπίνι!
Στον τόπο της στερνής σας της ανάσας,
το πλήθος, βροντερό στεφάνι αφήνει!

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Poetry-Literature

"Εδώ Πολυτεχνείο"


Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!

Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.

Στα παλληκάρια που ’πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...

Ραφήνα, Τρύγος 1974

Φώτος Γιοφύλλης

Poetry-Literature

Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2010

Γκραγκάντα


Βγήκε στο δρόμο.
Κατηφόριζε προς το πάρκο Ριζάρη από την Καισαριανή.
Νωρίτερα το πρωί είχε αφήσει ένα κόκκινο γαρίφαλο στο Σκοπευτήριο.
Περπατούσε έτοιμος, συγκινημένος.
Με ένα παλιό ποίημα στην τσέπη του.
Σε ένα διπλωμένο χαρτί με τα γράμματα σχεδόν ανάγλυφα.
«Ο κόσμος είναι ένας», είπε στον ελεγκτή εισιτηρίων και του το έδωσε.
Μπήκε στο βαγόνι, έβγαλε ένα βιβλιαράκι και το άφησε στο αδειανό κάθισμα.
Οι άλλοι επιβάτες δεν έδωσαν σημασία.
Οταν κατέβηκε ένα κορίτσι πήρε τη θέση του,
έπιασε στα χέρια της το βιβλίο το άνοιξε και διάβασε σε όλους δυνατά να την ακούσουν:
«Λοιπόν, σ’ το λέω, Ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ’ τους εκμεταλλευτές του,
πιο πλούσιος απ’ τους απελπισμένους του και μαζί τους».

Δείτε το ιστολόγιο «Ποίηση στη Σκάλα»...

Poetry-Literature

Πέμπτη, Νοεμβρίου 11, 2010

Στα υπόγεια της Βηθλεέμ


Αφιερώνω το ποίημα αυτό, στην μεγαλειώδη προσπάθεια όλων εκείνων που μέσω της ανθρωπιστικής οργάνωσης ΓΙΑΤΡΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ προσπαθούν να σβήσουν τον πόνο απο τα μάτια των ανθρώπων.

(απόσπασμα)

…να βάψουμε το κόκκινο στους τοίχους με λευκό,
να σβήσουμε κάθε ανάμνηση του πολέμου
απο τα μάτια των παιδιών,
με το σεντόνι που σε φάσκιωνα ειρήνη να τυλίξεις,
και τα μάτια σου στην άκρη τους δεμένη
να μην κρατάνε μια σταγόνα παράπονου
να βλέπουνε τον κόσμο φωτεινό,
να χαίρουνται τα χρώματα απόψε και αύριο και πάντα!
γιατί είναι μάτια μικρού παιδιού
μάτια μικρού παιδιού…

είμαστε όλοι παιδιά του Ήλιου
και μιαν ημέρα οι νεκροί θα μας τιμήσουν,
στην άκρη κάποιου μύθου
ένα στιχάκι θα γράψουν και για εμάς
ο Όμηρος ίσως ή κάποιος μικρός Θεός,

στην προβλήτα της Ιστορίας
θα δέσουμε και εμείς,
ας είναι να γίνει με ειρήνη…

Μάρκος Σαριμανώλης

Poetry-Literature

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

Πασχαλινό, πολύ πασχαλινό


Καλός αναγνώστης του Verse Monkey!, μας πληροφορεί:

Για να βρείτε πότε είναι το Ορθόδοξο Πάσχα ανοίξτε την παρακάτω σύνδεση. Μέχρι τότε καλό και ζεστό χειμώνα!

http://paroutsas.jmc.gr/different/pasxa.htm

Poetry-Literature