Πέμπτη, Απριλίου 30, 2009

Καλό μήνα, καλή Πρωτομαγιά



Καλό μήνα και καλή Πρωτομαγιά! Η πολύ μικρή προσέλευση επισκεπτών στο blog μας σήμερα, οφείλεται στο τριήμερο κι απ' ό,τι φαίνεται ο κόσμος απανταχού της Ελλάδας εγκαταλείπει τα κλεινά άστεα και καταφεύγει στην ύπαιθρο! Συνεπώς, δεν αναρτούμε ποιήματα μα τραγούδια! Γλυκερία και τραγούδια του κεφιού!

Verse Monkey!

Υ.Γ.: Αν αύριο δεν μάς ξεγελάσει καμιά όμορφη κυρά (όπως τον Μπαρμπα-Γιάννη τον κανατά), θα είμαστε εδώ να αναρτούμε τραγούδια. Αλλιώς, κάπου κι εμείς έκοντες-άκοντες θα πλέκουμε άνθινους στεφάνους!

V.M.!

Κεραμική και Ποίηση: Δυο Τέχνες που πεθαίνουν;

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Το 1997, εγκατέλειψα την κεραμική. Ήδη τα πρώτα σύννεφα είχαν διαφανεί. Πούλησα το οικογενειακό μας μαγαζί, μοίρασα το μερτικό δίκαια σε όλους και με τα δικά μου λεφτά ξεκίνησα τις ...παραγωγές δίσκων. Μπήκα στο χώρο του τραγουδιού και του εύκολου κέρδους. Στο χώρο, επίσης, της εύκολης απάτης...

Από τότε πέρασαν δώδεκα χρόνια. Κατέληξα υπάλληλος σε πολλές ξένες δουλειές μιας και ποτέ δεν ξανάφτιαξα μια δική μου. Με βρίσανε, μα κι εγώ έβρισα, παίρνοντας έτσι την "εκδίκηση του υπαλλήλου". Μια εκδίκηση που δεν πονάει ούτε μερμήγκι! Και δεν έμαθα, ποτέ πια, τι απέγινε η τέχνη του πηλού στο μέρος που το πότισα κι εγώ με τον ιδρώτα μου· το Μαρούσι...

Ώσπου ξημέρωσε η προχτεσινή μέρα... Και βγήκα στο δρόμο να περπατήσω μέχρι τα "καμίνια". Κει που άλλοτε υπήρχαν τα κιόσκια των αγγειοπλαστών, με το φούρνο που καίει το πριονίδι, τον ηλεκτρικό ή και ποδοκίνητο (ορισμένοι είχαν ποδοκίνητο) τροχό, τα αγγεία να στεγνώνουν στον ήλιο. Ήταν πολλά απ' αυτά τα καμίνια, όταν εγώ σταμάτησα τη δουλειά...

Περπατούσα κι όμως, η πόλη παρέμενε πόλη... Θυμόμουν που κάπου τα σπίτια "φτωχαίνανε", "κονταίνανε", τα στενά στενεύανε κι άρχιζαν τα χαμηλά εκείνα καταλύματα που στεγάζανε τον κόπο και μόχθο των ταπεινών δουλευτών του πηλού. Θυμόμουν τις στάμνες, τις πινιάτες, τις γάστρες, τις γλάστρες - ένα λάμδα άλλαζε όλη τη σημασία της μιας από την άλλη λέξη... Θυμόμουν τους καλοσυνάτους εκείνους ανθρώπους. Τα παιδιά τους, που τα είχαν κοντά στη δουλειά, μαθαίνοντάς τους την τέχνη...

Έφτασα επιτέλους πολύ κοντά. Κι είδα πως κάτι παρέμενε ίδιο! Ο μικρός εκείνος δρόμος υπήρχε! Και μερικά παλιά σπίτια! Και μια γριούλα σκάλιζε στον κήπο της τα λουλούδια. Πολύ γριά!... Κι όμως δούλευε το τσαπί! Βγήκαν απ' την ανοιχτή της αυλόπορτα τρία μεγάλα σκυλιά και μού γαύγισαν! "Μη, ξένε! Φύγε, ξένε", ήταν σαν να μού έλεγαν τα σκυλιά!

"Πέρνα, παιδί μου", φώναξε η γριά. "Δε δαγκώνουν"!... Έκανα εγώ να περάσω, μα το ένα σκυλί, το πιο ψηλόκορμο με ...δάγκωσε!... Πρόλαβα, ωστόσο, να τραβηχτώ και το μόνο που κατάφερε ήταν να μου σκίσει πέντε πόντους απ' το παντελόνι. Το ύφασμα μόνο. Απειροελάχιστη εντελώς αμυχή σχηματίστηκε στο πόδι μου το δεξί, λίγο κάτω απ' το γόνατο, στο εξωτερικό πλάι...

Γύρισα να υπακούσω στο πρόσταγμα των σκυλιών, ενώ την ίδια στιγμή η γριούλα πέταξε το τσαπί καταπάνω τους, και γλίτωσα μια δεύτερη, πιθανά πιο οδυνηρή επίθεση... Πρόλαβα να δω τούτο: Δεν υπήρχε δρόμος παρακάτω! Δηλαδή, και να συνέχιζα απρόσκοπτα την πορεία μου, δεν θα πήγαινα πολύ μακριά. Είχαν κλείσει το δρόμο για παντοτινά...

Με σκισμένο το παντελόνι, και μοιάζοντας ίσως με επαίτη του δρόμου, έκανα αρκετές γυροβολιές, πάντα όμως από άλλες μεριές - τα σκυλιά, ομολογώ, τα φοβήθηκα. Πουθενά δεν υπήρχαν "καμίνια"... Πουθενά... Κλείσανε τα κακόμοιρα τα καμίνια, οι γέροι μάλλον τα παρατήσανε, και τα παιδιά τους δεν συνέχισαν τη δουλειά...

Όταν, το 1997 έφυγα, είχαν χαθεί οι τεχνίτες της ...στάμνας! Αυτού του τόσο απλού (φαινομενικά απλού) πήλινου αντικειμένου, που κρυώνει το νερό και το πίνεις, ακόμα και στην ντάλα καλοκαίρι, γάργαρο και δροσερό. Ένας τεχνίτης καλός για στάμνες απέμενε, κι αυτός είχε πια γίνει οδηγός φορτηγού και πλέον κουβαλούσε τα πήλινα στα μαγαζιά...

Ερχόταν και στο δικό μου μαγαζί, ο συγκεκριμένος μεταφορέας, φέρνοντας διαλεχτή πραμάτεια... Βλέπετε, εγώ ήξερα παράλληλα και την τέχνη, και γνώριζα να διαλέγω τα καλύτερα για την πελατεία μου. Λίγο πιο ακριβά απ' των άλλων, αλλά οι πελάτες μ' εμπιστεύονταν. Όταν τούς έλεγα "τούτο είναι δίπυρο", σήμαινε πως ποτέ δε θα ξεφλούδιζε, κι όταν τούς έλεγα ότι ο πηλός είναι μαρουσιώτικος, σήμαινε πως δεν έκρυβε μέσα του την παραμικρή πετρούλα-ασβέστη...

Άρα, πέθανε η κεραμική, στο Μαρούσι; Την αφήσανε να πεθάνει; Κι άραγε, πεθαίνει και η ποίηση στην Ελλάδα; Την αφήσαμε στο μαρασμό της; Πού είναι οι ποιητές σήμερα; Πόσο λίγοι αλήθεια απομένουν, καλοί δουλευτές του στίχου! Και δεν εννοώ στιχουργούς, αλλά εργουργούς! Πηγές αναβλύζουσες νάμα! Πού είναι; Τι γίνηκαν αυτές οι πηγές;

Χτες, στο Verse Monkey!, αναρτήσαμε μερικά αξιολογότατα ποιήματα, τεράστιας αισθητικής αξίας. Προέρχονταν από μεγάλους μας ποιητές του παρελθόντος. Και όμως! Ξέρετε πόσοι διαβάσανε τις χτεσινές μας σελίδες; Μόλις εικοσιεννιά άτομα συνολικά. Δεκαεννιά καινούργιοι κι οι υπόλοιποι παλιοί επισκέπτες! Τι συμβαίνει; Πού είναι το ενδιαφέρον του κόσμου για την όμορφη ποίηση; Πώς, έτσι, μπορούν οι νέοι μας λογοτέχνες να δημιουργήσουν;

Μια αποκάρδιωση, φίλες και φίλοι, νιώσαμε χτες! Η φλόγα τρεμοσβήνει, της ποίησης, στη χώρα μας! Βάζουμε το χέρι μας, να τη σκεπάσουμε. Εμείς καιγόμαστε ίσως. Και ίσως δε θα τα καταφέρουμε μοναχοί. Θέλουμε τη συμπαράσταση πολύ περισσότερων. Σας θέλουμε όλους κοντά μας! Σχολιάστε, συμμετέχετε, ελάτε πιο κοντά. Από εσάς και εμάς ενωμένους, εξαρτάται το μέλλον της παρούσας προσπάθειάς μας.

Μα, κι αν αποτύχουμε στο τέλος, η ποίηση θ' αναστηθεί από τις στάχτες της. Δεν είμαστε άλλωστε εμείς, η ποίηση. Εμείς, κάνουμε ποίηση...

Για το Verse Monkey!

Ανεμοδούρα


Κάποια μεσάνυχτα, σε κάμαρη κλειστή
και λίγο πριν χαθώ στου ύπνου μου τη θολούρα,
θα ’ρθει μια αγάπη μου παλιά, να με νοιαστεί
γλιστρώντας μέσα από τις γρίλιες απ’ τα σκούρα.

Θα ’ναι η στιγμή που την περίμενα μια ζωή
κι έτσι όπως πλάι μου θα σταθεί, θαμπή φιγούρα,
όμοια με του άνεμου, η δικιά της η πνοή,
θα κάνει τα χαρτιά μου να γυρνούν σα σβούρα.

Οι ώρες θα φεύγουν, μα πολύ θ’ αργεί η αυγή
και τ’ όνομά της ζάλη και βαθιά σκοτούρα,
χρόνια τη γύρεψα στον ουρανό, στη γη,
χρόνια στον κόσμο, αυτή είχα μόνη σημαδούρα.

Θα καίει το τζάκι τη φωτιά τη σιγανή,
που είν’ ένα κι ένα για προσάναμμα στα πούρα
κι αχνά θ’ ακούγεται η γλυκιά της η φωνή,
στη φοβερή, που έξω θα ουρλιάζει, ανεμοδούρα.

«Διώξ’ το χειμώνα απ’ το μυαλό και την ψυχή,
φέρε την άνοιξη, τα μούσμουλα, τα μούρα,
το καλοκαίρι, που ’ν’ του πόθου η εποχή,
έτσι κι αλλιώς τα πάντα γίνονται σαβούρα»…

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

Συλλογική ευθύνη


Θα 'μαστε όλοι εκεί.
Πρώτα εγώ, μετά εσύ, οι άλλοι.
Στη δίκη των συνειδήσεων
για συνενοχή.
Εκείνοι ως ηθικοί αυτουργοί,
κάποιοι ως δράστες.
Εμείς ως συνεργοί
και σιωπηλοί συνένοχοι.

Καλά, αυτοί είχαν τους λόγους τους.
Εμείς γιατί τους ανεχθήκαμε;
Γιατί σιωπήσαμε;
Και νίψαμε τας χείρας
σε ανομήματα κραυγαλέα
δίχως ελαφρυντικά;

Πώς τους τα επιτρέψαμε όλ' αυτά;

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του "Αγρυπνία" - Εκδόσεις Γαβριηλίδη). V.M.!

Ένα μυρμήγκι στο πάτωμα


Χωρίς ζωή στο πάτωμα
μάτια χωρίς μάτια
κι ανάσα που δεν αναπνέει.

Το πελώριο πόδι
ούτε που το πήρε χαμπάρι
απασχολημένο καθώς ήταν
στον ατέλειωτο βηματισμό του.

Εκείνο όμως είχε σκοπό
να βρει φαγητό
σύμφωνα με τα προστάγματα της φύσης.
Αν ήξερε δε θα βρισκόταν εκεί
εκείνη ακριβώς τη στιγμή
για να καταντήσει μια απώλεια
που δεν μπορεί να νιώσει την απώλεια.

Ούτε που το πήρε χαμπάρι ο άνθρωπος
συνεχίζοντας μες στην παντογνωσία του
να πλέκει τα φυλλοβόλα σχέδιά του
στις φλέβες του πατώματος.

Αν ήξερε θα ήταν πιο προσεκτικό.

Του Βασίλη Κομπορόζου

(Από το βιβλίο του, "Αϋπνίες ονείρων" - Εκδόσεις Γαρβριηλίδη). V.M.!

Ερωτική συμφωνία



Μη μου λες.
Φωνές με κυριεύουν.
Φωνές και σώματα.
Πού ήσουν χτες;
Αύριο πού θα 'σαι;
Μη μου λες.
Με ταράζει η μουσική.
Του CLAYDERMAN.
Οι δίνες μου, οδύνες.
Κι ο χρόνος άφιλος
μες στα φιλιά.
Ξέρεις τα μέτρα μου.
Γι' αυτό και σε υποπτεύομαι.
Πού θα 'σαι αύριο;
Ας ξεκινήσουμε από κει.
Με την Άνοιξη όχι.
Συχνά με ξεγέλασαν
μελωδίες κι αρώματα.
Ας ξεκινήσουμε από κει.
Με των τραυμάτων μου
την πλησμονή.
Αν θέλεις έτσι, θέλω.

Του Αντώνη Σαμιωτάκη (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του, "Ηδύ του έρωτος" - Εκδόσεις Δωδώνη). V.M.!

Αν ο πηλός φτιάχνει λουλούδι

Αν ο πηλός φτιάχνει λουλούδι,
πού ’ν’ το λουλούδι του;
Κι αν ο καημός φτιάχνει τραγούδι,
πού ’ν’ το τραγούδι του;

Ταξίδεψα χώρες και χώρες,
θάλασσες πέρασα.
Χείλια ήπια από παρθένες κόρες,
κοκκινοκέρασα!

Είδα γυναίκες μεθυσμένες,
χήρες ακράσωτες.
Ξέχειλες κάποιες απ’ τις γέννες
κι όλες τους άσωτες!

Χάθηκα μέσα στους χυμούς τους
και ξαναγύρισα.
Σε μένα πια δεν τρέχει ο νους τους,
μα εγώ τις μύρισα…

Αν ο πηλός φτιάχνει λουλούδι,
’δώ ’ν’ το λουλούδι του!
Κι αν ο καημός φτιάχνει τραγούδι,
’δώ ’ν’ το τραγούδι του!

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

Τετάρτη, Απριλίου 29, 2009

Έρωτας τάχα...



Έρωτας τάχα να 'ν' αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να 'ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω μου το κλει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να 'ν' ή συφορά
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που χει φορέσει
κι έρχετ' ακόμα μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να 'ναι το ποθώ
και καλώς να 'ρθει το κακό
που 'ν' από σένα,
θα γίν' υπέρτατο αγαθό
στα πόδια σου αν σωριαστώ
τ' αγαπημένα...

Μυρτιώτισσα

(Η Θεανώ Δρακοπούλου είναι η Μυρτιώτισσα. Γεννήθηκε το 1883 και κοιμήθηκε το 1968. Περισσότερα βιογραφικά της στοιχεία θα βρείτε στο http://www.perizitito.gr/authors.php?authorid=9651). V.M.!

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς - Χάρις Αλεξίου

Χαμένα χρόνια


Αχ! και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.

Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα 'χάθη.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου.

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω...
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

Ιωάννης Πολέμης

(Για τον Ιωάννη Πολέμη τι μπορεί να πει κανείς; Μερικές πληροφορίες θα βρείτε στο http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%B7%CF%82. Τα ποιήματά του συντρόφεψαν τα όνειρα πολλών γενιών και για πολλούς από μας έγιναν το πρώτο ποιητικό ανάγνωσμα στα μαθητικά μας χρόνια). V.M.!

Κουκαρατσέα


Μαύρο χιόνι η νύχτα κατεβαίνει
στο αίμα μου, ποιος άναψε εδώ χάμου
μια φωτιά, που τρώει και δε χορταίνει
καίει, μα δε ζεσταίνει την καρδιά μου!

Τα μαλλιά της ρίχτε να φουντώσει
τούτη η φλόγα, ρίχτε τα φιλιά της
να ψηθούν στη θράκα, έχω παγώσει
ν’ αγκαλιάζω μόνο τ’ όνομά της!

Το φεγγάρι σέρνει σα μαγνήτης,
τα νερά της λίμνης, κι από πάνου,
τα βουνά σαν ήχοι ενός τυμπάνου,
πέφτουν στην υδάτινη ψυχή της.

Έννοια σου, τρελή Κουκαρατσέα,
κι ένα ωραίο μονόπετρο από πάγο
κι αίμα, αυτή τη νύχτα σου φυλάγω
και θα σου πηγαίνει τόσο ωραία!

Με μια βλεφαρίδα έχουνε δέσει
φεγγαριού το μάτι του, - φαντάσου
με τι νοσταλγία θα το φορέσει
στο μικρό της δάχτυλο η καρδιά σου!

Κι έτσι αργά, ποτίζοντας τα φύλλα,
κι ως τη ρίζα πέφτοντας σα στάλα
μέλι απ’ το λεπίδι, τα μεγάλα
βάθη θα σου ανοίξει της Τζουαλίλα.

Στάζει απ’ το μαχαίρι μου ένας τόσο
ήπιος ύπνος, παίζει στα νερά του
το φεγγάρι, δείχνοντας ως κάτου
το βυθό που πάω να σ’ ανταμώσω!

Τάσος Παππάς

(Πολύ λίγα λόγια θα βρείτε στο διαδίκτυο για τον κυρ-Τάσο, που έσβησε αθόρυβα στα ογδόντα του χρόνια, το 2001. Πάντως επισκεφτήτε την ιστοσελίδα: http://www.poiein.gr/archives/830/index.html για να διαβάσετε μερικά ακόμη απ' τα αριστουργήματά του. Το κορυφαίο όλων το έχετε εδώ μπροστά σας, είναι το "Κουκαρατσέα" και ασφαλώς θα το έγραψε προτού γνωρίσει την όμορφη ποιήτρια σύζυγό του). V.M.!

Ουλαλούμ...

Ήταν σα να σε πρόσμενα κερά,
απόψε που δεν φύσαε όξω ανάσα,
κι' έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ΄τα νερά
κι' από τα δάσα.

Θα 'ρθεί, γιατί φτεράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νιό φεγγάρι.

Και νά, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και νά, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα...

Πως νά, θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει
καπνός και τάχας σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη.
.
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο -ωιμένα-
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι' εσύ σε μένα.

Τόσο πολύ μ' αγάπησες κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα 'γω -στραβός- μες στα νερά,
κι' εσύ κοντά μου...

Γιάννης Σκαρίμπας

(Βιογραφικό του μεγάλου μας ποιητή, Γιάννη Σκαρίμπα, στο: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%82). V.M.!

Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Άμλετ 2.000, ώρα μηδέν


Σαν τον Άμλετ πάλι απόψε, μπρος τη λήθη που θρηνεί,
σταματώ για να συλλέξω τα κομμάτια της ψυχής μου.
Κι έχει ματωμένα χνάρια στο λαιμό μου το σκοινί,
μπρος στης γνώσης τη φωνή. Απ’ το τέλος της αρχής μου,

δεν υπάρχω μες του χρόνου τη νυχτερινή καμπή,
έγινε γκρενά σταγόνες ο μοιραίος αμφορέας.
Ένας κόσμος δεν ανοίγει της αγάπης για να μπει,
και παράσταση προσμένει κάποιας έκβασης μοιραίας.

Κι όλο στέκομαι στου χάους την πανάρχαια ρωγμή,
σ’ ενός ήλιου δολοφόνου το τετράκοπο μαχαίρι,
κι απ’ τους αδικοχαμένους θεϊκή ζητώ στιγμή,
πεθαμένες συνειδήσεις να ξυπνήσει και να φέρει.

Απ’ τον Ληρ έως τον Άμλετ με γκρεμίζει η προσμονή
κι ως τη μακρινή διαβαίνω της ορφάνιας μου πορεία,
πως τ’ ανήλεο το κρίμα του πολέμου με πονεί
στην οδύνη αυτού του Τέλους, στης ψυχής τη Σιβηρία.

Κι ούτε ο Γιόρικ, ούτ’ αγέρας μ’ εμποδίζει απ’ τον κρημνό,
πριν με ρίξουνε δεσμώτην απ’ το χείλος του Καυκάσου,
της αλήθειας ν’ αντικρίζω το κρανίο το γυμνό,
κι Αντιγόνη να πεθαίνω, των προγόνων μου. Στοχάσου…

Της Νίκης Μιχαήλ Κατσικάδη (Προφίλ)

Ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, στο L.S.E.


Επειδή - όπως αναφέρθηκε νωρίτερα στις ειδήσεις του τηλεοπτικού καναλιού ALTER - διατυπώνεται η κατηγορία ότι ο κ. Γ. Παπανδρέου, πρόεδρος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δυσφήμισε τη χώρα μας σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο L.S.E., σάς συστήνουμε μια ιστοτοποθεσία, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την εν λόγω ομιλία: http://www.youtube.com/watch?v=H_ycv09XRrM&feature=channel_page.

Verse Monkey!

Ο καθρέφτης της σεμνότητας και της ταπεινότητας

Επειδή διαμαρτυρηθήκατε πολλοί, με κλαψιάρικα μηνύματα στο email μας (μην το παίρνετε προσωπικά που σας λέμε "κλαψιάρηδες", χιούμορ κάνουμε), διότι - λέτε - δεν αναρτήσαμε ευθυμογράφημα χθες, Δευτέρα, κι επειδή δε θέλουμε να σας αφήσουμε παραπονεμένους, ε! Ευθυμογράφημα θέλατε; Πάρτε το σήμερα!...

(Πολιτική σάτιρα - καλοπροαίρετη πάντα).

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΣΕΜΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑΣ

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χαμογελαστή χώρα με τ’ όνομα «Γελάδα», ήταν ένας χοντρούλης πρωθυπουργός, πολύ παθιασμένος με οτιδήποτε «σεμνό και ταπεινό»!

«Παχύνατε λίγο, μεγαλειότατε», τού λέγανε συχνά-πυκνά οι υπουργοί του, οι οποίοι μπαινοβγαίνανε, μπάτε σκύλοι αλέστε, στο Μάξι γραφείο του.

«Εμ, πάχυνα, τι να κάνω;», τούς απαντούσε αυτός καλοκάγαθα και συμπλήρωνε: «Αφού με τη δική μας κυβέρνηση, η Γελάδα περνάει περίοδο παχιών αγελάδων, πώς εγώ να μην παχύνω»;

Αγνοούσε ωστόσο, τι φίδια έτρεφε στον κόρφο του! Διότι, οι υπουργοί του, οι υφυπουργοί του, καθώς και μια στρατιά «golden boys» που διαχειρίζονταν – ή μάλλον, διασπάθιζαν με τον πιο δόλιο τρόπο – το δημόσιο χρήμα, τού κρύβανε συστηματικά τη ζοφερή πραγματικότητα…

Ένας χρόνος πέρασε, και ένας δεύτερος, κι ένας τρίτος… Πάντα μπροστά στον καθρέφτη
του, τα βράδια κουρασμένος απ’ το ασήκωτο βάρος να κυβερνά, ο χοντρούλης πρωθυπουργός, κοιταζόταν μελετώντας τις ολοένα κι αυξανόμενες ατέλειες στο πρόσωπο και στο σώμα του, τ’ ανεξίτηλα πια, σημάδια του πανδαμάτορα χρόνου…

«Είσαι θεός, ήλιος καλοκαιρινός», τού τραγουδούσε απ’ το κρεβάτι η όμορφη γυναίκα του. Κι ο καθρέφτης… Ω, ο καθρέφτης, επίσης τού μιλούσε:

«Μεγαλειότατε, τι σεμνός και ταπεινός που είστε»!... Τού έλεγε.

«Το ξέρω, βρε καθρέφτη μου! Το ξέρω», αποκρινόταν ο πρωθυπουργός ψηλώνοντας με καμάρι. Και σαν έπαιρνε το βλέμμα του απ’ την ανακλαστική επιφάνεια, έπεφτε στο στρώμα του ανάλαφρα για να κοιμηθεί…

Έλα όμως, που τα πρώτα μπουμπουνητά της επερχόμενης καταιγίδας, άρχισαν να γίνονται αντιληπτά! Κάτι για ομόλογα, λέει· για πολλά εκατομμύρια, σε καταθέσεις δευτερότριτων προέδρων δημόσιων υπηρεσιών! Τα οποία, μάλιστα, ξεσκεπάστηκαν όλως τυχαία, λόγω μιας ερωτικής αντιζηλίας και μιας δολοφονίας για λόγους «τιμής»!

«Για έλα εδώ, Σάββα», αναφώνησε ένα Σάββατο ο πρωθυπουργός. Και παρουσιάστηκε μπροστά του ο Σάββας! «Πες μου, παιδί μου, παίξαμε τα λεφτά του κοσμάκη σε ξένα χρηματιστήρια και τα χάσαμε»;

«Α, μπε, μπα, μπλομ», τραύλισε ο Σάββας μη νιώθοντας και πολύ βολικά το κεφάλι στους ώμους του.

«Του κείθε μπλομ»! Βρυχήθηκε ο χοντρούλης κι αυτοστιγμής σκόρπισε το Σάββα κείθε… Με τη χατζάρα, που λένε… Παραμείνανε πάντως, για καιρό, οι σπάνιας αισθητικής φωτογραφίες του, κοσμώντας τα έντυπα του Οργανισμού Απασχόλησης Επίγειων Δυνάμεων (Ο.Α.Ε.Δ.) της Γελάδας.

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, τώρα που έδιωξα αυτόν, είμαι ξανά σεμνούλης και ταπεινούλης»;

Μα όσο κι αν καλόπιανε τον καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρά του, ο πρωθυπουργός, ο καθρέφτης πλέον τού κρατούσε μούτρα… Μούγγα κανονική. Τούτο, τον έβαλε σε υποψίες.

«Τι να συμβαίνει, αγάπη μου;», ρωτούσε επίμονα τη γυναίκα του, μα του κάκου:

«Βούλωσ’ το και σβερκώσου, επιτέλους», τον απόπαιρνε εκείνη, ενώ στο ράδιο, έπαιζε το γνωστό τραγούδι «σβήσε το φως να κοιμηθούμε»…

«Σκυλιά! Φωτιές»!... Φώναξε ένα πρωί, αλλόφρων έξω απ’ το σπίτι του, ο Θόδωρος! (Ο Θόδωρος ήταν ο πιο έμπιστος υπουργός της κυβέρνησής του).

«Αναλαμβάνεις εσύ, Θόδωρε», πρόσταξε προβάλλοντας στο φαρδύ μπαλκόνι ο πρωθυπουργός, «κι άμα πετύχεις – που τρύπα μου τη μύτη, δηλαδή – θα σε κάνω εγώ της Επικρατείας»!

Κι ο Θόδωρος, μια και δυο, ξεχύθηκε γενναία κι έδιωξε τα σκυλιά, κατατρόπωσε τις φωτιές (μαζί και τους καμένους), τόσο αποτελεσματικά ώστε όλοι μα όλοι, τού βγάλανε το καπέλο! Μέχρι κι ο στρατηγός Άνεμος υποκλίθηκε στα πόδια του. Μόνο ο καθρέφτης δεν γελάστηκε…
Σιωπηλός αιώνια.

«Βρε Θόδωρε», αποκάλυψε με καημό στον έμπιστό του υπουργό, μια μέρα στο Μάξι γραφείο του, ο χοντρούλης πρωθυπουργός, «έχω έναν καθρέφτη στο δωμάτιό μου, που μιλούσε και τώρα πια δε μιλάει»…

«Γι’ αυτό πικραίνεσαι, Κύριέ μου», έκανε με ύπουλο ενδιαφέρον ο έμπιστος Θόδωρος, «δεν μού τον φέρνεις εδώ να, και εγώ θα στόνε φτιάξω»!

«Μα, πώς θα τον φτιάξεις»; Απόρησε ο χοντρούλης.

«Α, πολύ απλό! Θα πάω να τον ευλογήσει ο ηγούμενος της Μονής, που είναι φιλαράκι μου και μαζί τις κάνουμε τις προσευχές και τις νηστείες»…

«Καημένε μου, Θόδωρε… Θα γουργουρίζει το άντερό σου».

«Δεν πειράζει… Είναι για καλό σκοπό»!

Με τα πολλά, ο Θόδωρος, με τη βοήθεια φυσικά του ηγούμενου – αλίμονο! – έκανε τον καθρέφτη να λέει το νερό νεράκι και τον Κωσταντή Κωστάκη! Όθεν, αγαπητοί αναγνώστες, και μετά μυρίων βασάνων ο πρωθυπουργός έστειλε το Θόδωρο στο σπίτι του. Διότι, τον κρατούσε εκεί, κοντά του, από αληθινή αγάπη και συμπόνια! Με τις υγείες σας…

Για το Φτωχό Σπουργίτι


Μέσ' τον αποσπερίτη
και την υπομονή
για το φτωχό σπουργίτι
θεμέλιωσες το σπίτι
ημέρα γιορτινή.

Αγάπη, καλοσύνη
μοιράστηκες μαζί,
αντί για ευγνωμοσύνη
σου πρόσφεραν οδύνη
για μάννα, τη χολή.

Ως ήρθε καταιγίδα
μαζί της κεραυνός·
εγίνηκες ασπίδα
φρουρός, γροθιά, ελπίδα,
χαρά ο ουρανός.

Του Νίκου Κότσικα

(Από το βιβλίο του, "Φιλέματα σ' Αρχαγγέλους" - Εκδόσεις 'ξάστερον). V.M.!

Ήρθες αργά στο διάβα μου*


Ήρθες αργά στο διάβα μου
Ηλιοβασίλεμα
Μιας Ωραίας κι έντονης ζωής
Το Φθινόπωρο ρίχνει τη σκιά του
Κι ο Χειμώνας αρνείται
Να φωλιάσει στην καρδιά
Τα αισθήματα κι αυτά
Αρνούνται να υποταχθούν
Σε χρονολογίες λήξης
Και όρια
το κύμα στο λιμάνι
Λικνίζει κι αναφτερά
Τις καρδιές
που ονειρεύονται και προσδοκούν
Και γω σαν άλλος Οδυσσέας τραγουδάω
Εσένα της ζώης μου...
Αγαπημένη.

Του Αποστόλη Αποστολόπουλου

(Από το βιβλίο του, "Αγάπη, το Φως του κόσμου" - Εκδόσεις Σύγχρονη Γνώμη. * Ο τίτλος του παραπάνω ποιήματος είναι δανεισμένος από τον πρώτο του στίχο). V.M.!

Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου


Πρέπει νάσαι καλό παιδί.
Να ακούς πάντα τους γονείς.
Μόνο έτσι καλό θα δείς.

Εκείνοι ξέρουνε πολλά.
Σε δέρνουνε για το καλό.
Και σου θολώνουν το μυαλό.

Φοβούνται μήπως σε χάσουν.
Θέλουνε να σε προσέχουν.
Υπηρέτη τους να σ’ έχουν.

Νοιάζονται για το μέλλον σου.
Σε ποτίζουν από μικρό
με δηλητήριο πικρό.

Για να κάνουν το δικό τους.
Να μπαίνουνε στη ζωή σου.
Να τους κουβαλάς μαζί σου.
Θέλουν να σε εξουσιάζουν.
Δική τους Ψυχολογία.
Σού το παίζουνε Αγία.

Ξέρουν πως σε καταστρέφουν.
Αλλά θέλουν νάχουν δούλους.
Δεν χρειάζονται συμβούλους.

Έτσι και κάποιος τους τα πεί
γρήγορα τον κάνουν πέρα,
μην τους πάρει τον αέρα.

Φοβούνται να συζητήσουν.
Αποφεύγουν την κουβέντα,
Έχουν δική τους πατέντα.

Αχ πόσοι άχρηστοι γονείς
άρρωστοι ψυχολογικά
μιλάνε δήθεν λογικά.

Τους υπομένουν τα παιδιά.
Μέχρι να ενηλικιωθούν,
κι από το σπίτι να χαθούν.

Υπάρχουνε όμως κι άλλα.
Τις βλακείες τους πιστεύουν
Μα στο τέλος τα χαζεύουν.
Να είσαι ηθικό παιδί.
Τους γονείς σου να τιμήσεις
Κάθε αντίρρηση ν’ αφήσεις.

Σου τάζουν περιουσία.
Για να σ’ έχουνε στο χέρι
Και σου βάζουν το μαχαίρι.
Όταν έρθει εκείνη η ώρα,
σου τηνε φέρνουν ύπουλα
Παίρνεις μερικά ψίχουλα.

Σου λένε δήθεν το σωστό.
Σε μαθαίνουν να σέβεσαι.
Εσύ, σα βλάκας χαίρεσαι.

Σε παίρνουν απ’ το σχολείο
Γι αυτούς θέλουν να δουλέψεις.
Εσύ να μη προοδέψεις.

Να είσ’ υπάκουο παιδί.
Να πιστεύεις τους γονείς σου
Ας είναι σκληροί εχθροί σου.

Έτσι όταν μεγαλώσεις
θα’ σαι ένας καλός δούλος.
Χειρότερος από μούλος.

Πιο πολύ την πληρώνουνε
τα άβγαλτα τα κορίτσια.
Τους κάνουνε τα καπρίτσια.

Να τιμήσεις τους γονείς σου.
Να σου βγάνουνε τα μάτια
μέχρι να γίνεις κομμάτια.

Τότε πια, θα δείς καθαρά.
Έτσι, αντί να τους τιμάς,
με οργή θα τους βλαστημάς.

Του Γεωργίου Βελλιανίτη

Ρόη

Νύχτα βαθιά – κοντεύει τρεις – στους δρόμους τριγυρνώ,
ψάχνω να βρω πούθ’ έρχονται θρήνοι, οδυρμοί και γόοι.
Γιατί πολλή ώρα ακούγονταν πριν πάω να κοιμηθώ
κι η περιέργεια το μυαλό και την ψυχή μου τρώει.

Είχα ξαπλώσει από νωρίς – με του ήλιου το φευγιό,
πως κάνουνε στις πολικές τις χώρες οι Εσκιμώοι.
Και σαν τραγούδι αυτό, γλυκό, και σαν μουρμουρητό,
σιγά-σιγά εξελίχτηκε σε μέγα μοιρολόι.

Πετάχτηκα απ’ το στρώμα μου για να προσευχηθώ,
τι να συμβαίνει, σκέφτηκα, ποιος κλαίει; Μην είν’ η Ρόη;
Ή να ’ρθαν να με πάρουνε, λευκοντυμένοι, δυο,
γιατί για με σταμάτησε της μοίρας το ρολόι;

Με την καρδιά μου να χτυπά με τρέμουλο γοργό,
βγήκα στον κήπο κι έψαξα και μπήκα στο κατώι.
Όμως, δεν είδα τίποτα τ’ ανησυχητικό,
μόνο τα νέφη σέρνονταν σε πένθιμο κομβόι.

Τράβηξα για την εκκλησιά, κάποιο άνθρωπο να βρω,
κει, που διαβάτες την αυγή μαζεύονταν, αθρόοι.
Μα ήταν ολέρμο το στρατί και το καμπαναριό
το παραστέκαν μοναχά οι δυο σταυροί οι κεντρώοι.

Τα βήματά μου μ’ έβγαλαν σε γνώριμο στενό
κι έξω απ’ της Ρόης το σπιτικό στάθηκα δίχως μπόι.
Βλέπω την πόρτα ορθάνοιχτη κι ακούω πιο δυνατό,
στ’ αυτιά, το μαύρο κοπετό και κρύβομαι στη χλόη.

Τότες, η πόρτα που έχασκε, φωτίστηκε θαρρώ
και μπρος της φάνηκε μια σκιά, που ο νους μου δεν εννόει.
Ήταν το φως από κερί, μικρό κερί, θαμπό
κι η σκιά με κάλεσε να μπω, σαν άλλη Φημονόη.

Τη σίμωσα! Με γριά έμοιαζε, περίπου στα εκατό
και των ματιών της οι βολβοί κοιτούσαν υπερώοι.
«Κάνε πιο κει», την πρόσταξα. Κι είδα από πίσω, εγώ,
το φέρετρο, που μύριζε θυμιάματα κι αλόη.

Πλήθος το περιστοίχιζε, κόσμος ένα σωρό,
δεκάδες φίλοι και γνωστοί, δεκάδες κι απ’ το σόι.
«Ποιον κλείνει;», ρώτησα τη γριά. Το στόμα της βουβό…
Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά! «Ρόη», φωνάζω, «Ρόη!»…

Η ομήγυρη αργοσάλεψε, στον ίδιο το ρυθμό,
με μια μπαλέτου κίνηση που θύμιζε Μπολσόι.
«Λοιπόν, θα μπεις;», ξανά έκρωξε το γέρικο αερικό
κι όλοι το πήραν εν χορώ και γίνηκε αχολόι.

Απ’ των σκαλιών το κάγκελο βιάστηκα να πιαστώ,
σαν βασιλιάς αισθάνθηκα, που θησαυροί πατρώοι,
τού ξανεμίστηκαν με μιας, σε τζόγο μυστικό
και τον καταδικάσανε σε θάνατο οι υπηκόοι.

«Όχι», τής είπα, «δε θα μπω! Εκείνη π’ αγαπώ,
δεν κατοικεί τώρα πια εδώ, σε τούτο το χαμώι.
Κι αν θες να ξέρεις, πλάι της θα πάω να κοιμηθώ»…
Και τ’ άστρα, χάντρες κρέμονταν στο ουράνιο κομπολόι.


Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
http://poetry-greek.webs.com

None of us are free - Solomon Burke



None of us are free... Ένα σπουδαίο κομμάτι για μια μεγάλη καλημέρα σε όλες και σε όλους!

Verse Monkey!

Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009

Σ' αγάπησα


Σ’ αγάπησα, όχι γιατ’ ήσουν ποιητής
κι αγέρας μες τις μπόρες,
έρωτας άγιος, και σεμνός προσκυνητής
στης ποίησης τις χώρες.

Κι όχι γιατ’ ήσουν ένας ήρωας σοφός,
και πονεμένος, φως μου,
σ’ αγάπησα, γιατ’ έμεινες καημός κρυφός,
καημός πολύ δικός μου.

Της Νίκης Μιχαήλ Κατσικάδη (Προφίλ)

Που ζωγράφιζα


Όταν θα ρθουν τα τραγούδια,
θα υπάρχω μόνο στις λέξεις.
Εγώ που σου χόρδιζα τα βαθιά σου
ημισφαίρια,
που σου στάλαζα νότο στα δάχτυλα.
Κι εσύ ιχνηλατώντας το χρόνο,
σαν τουλίπα που μόλις κοκκίνησε,
θα νομίζεις πως είμαι εκεί
κι αν δεν είμαι, πως έφτασα.
Μα, μόνο στις λέξεις... θα υπάρχω,
που βλαστήσαν - τι κρίμα! -
λίγο πριν απ' το σούρουπο.
Εγώ που ζωγράφιζα μες στα
χείλη σου όνειρα.
Που ζωγράφιζα...

Του Αντώνη Σαμιωτάκη (Προφίλ)

(Από το βιβλίο του, "Ηδύ του έρωτος" - Εκδόσεις Δωδώνη). V.M.!

Η κεραμική τέχνη


.

Ίσως δεν σάς το είπαμε ποτέ, αλλά λατρεύουμε την αγγειοπλαστική-κεραμική. Ο γράφων δεν ασχολείται μόνο με τη λογοτεχνία, αλλά είναι και κεραμοτέχνης. Διαλέξαμε, λοιπόν, για σήμερα ένα μικρό βίντεο, όπου θα δείτε πώς κατασκευάζεται με τον τροχό ένα μικρό σκεύος. Σκεφτήκαμε να κάνουμε μερικά αφιερώματα τις προσεχείς μέρες...

Verse Monkey!

Δώρα των θεών


Ο δικός σου κόσμος
είναι μια λάμψη
που όμως δεν χάνεται
στη φθορά του χρόνου,
γιατί μιλά στην καρδιά μου.

Η σκέψη μου πεταρίζει
ανάμεσα στο γαλάζιο
θάλασσας και ουρανού
και της γης το χρώμα.

Κράτα τη λάμψη
μέσα στα χέρια σου
και ποτέ μην την αφήσεις
να χαθεί από ανάμεσά μας.

Δέξου τα δώρα των θεών
- όποια κι αν είναι.
Κι αν αστόχαστα φερθείς
πρόλαβε να κρατήσεις
το καλύτερο απ' όλα:
Την Ελπίδα.

Της Ελένης Ν. Δάλλα

(Από το βιβλίο της, "Έναστρη σιωπή" - Εκδόσεις Πάραλος). V.M.!

Η θάλασσα - The sea


Η θάλασσα

Μικρή μου θάλασσα!
Πόσο μεγάλη είσαι!
Χωράς στην παλάμη μου!

-------------------------------------------------

The sea

Small sea of mine!
How big you are!
You fit in the palm of my hand!

Της Χριστίνας Απ. Καραγιάννη

(Από το βιβλίο της, "Τα φτερά της πεταλούδας - The wings of butterfly" - Εκδόσεις 'ξάστερον. Την απόδοση στα αγγλικά, έκανε η Stephie Drown). V.M.!

Αμάντα, το κορίτσι του μέλλοντος

Φίλες και Φίλοι,

Μας περιμένατε, κι εμείς θα σας αποζημιώσουμε. Σήμερα, αντί ευθυμογραφήματος, σάς δίνουμε το πιο αγαπημένο μας κείμενο.... Γράφτηκε για ένα περιοδικό, το έτος 1996, και περιέχει αναφορά σε αληθινά πρόσωπα και ένα γεγονός...


ΑΜΑΝΤΑ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

.

Το ρεπορτάζ που ακολουθεί, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τα στοιχεία της Αμάντα βρίσκονται στη διάθεση του περιοδικού, αν και καλό θα ήταν να μη δημοσιοποιηθούν ακόμη... Μ’ αυτή μου τη δουλειά, θέτω, για πρώτη φορά, σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο πούλιτζερ. (Με μια γεύση πίκρας στο στόμα)...

Όλα άρχισαν, όταν η Φλόρενς Σ., δημοσιογράφος του περιοδικού, ξέχασε να ταχυδρομήσει μια παραγγελία. «Πω, πω», μού είπε, «Παναγιώτη, μεσολαβεί Σαββατοκύριακο κ’ έχει ήδη αργήσει!»... «Μην κάνεις έτσι. Πού πηγαίνει;». Η διεύθυνση, ήταν κάποιο σπίτι στα Εξάρχεια. «Θα το πάω εγώ!», προθυμοποιήθηκα... «Είσ’ ένας άγγελος! Ματς! (Φιλάκι)»... Άνοιξα τα φτερά μου...

Στο δρόμο, κοίταξα το όνομα του παραλήπτη: «Αμάντα», σκέτα. Ούτε επώνυμο, τίποτα! Μυστήριο... Μέσα μου, είχα την αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί... Η καρδιά μου χτυπούσε, καθώς πλησίαζα το σπίτι... Επρόκειτο για ένα τριώροφο διατηρητέο. Χτύπησα και μού άνοιξε μια ηλικιωμένη κυρία, αριστοκρατικής εμφάνισης, πολύ ευγενική. Ζήτησα την Αμάντα. Με πέρασε στο σαλόνι και την άκουσα να φωνάζει: «Αδαμαντία!»...

Θόρυβοι, σαν από ερωτική πράξη φτάνανε στ’ αυτιά μου και, τώρα, δυνατότερα, όπως μισάνοιξε η πόρτα ενός δωματίου. «Μητέρα, δεν μπορώ νάρθω!»... Η ηλικιωμένη γυναίκα, σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπό της... Ήθελα να ρωτήσω τί συμβαίνει, αλλά προτίμησα ν’ αφήσω το δέμα που κουβαλούσα και να κατευθυνθώ προς την έξοδο. Με σταμάτησαν τούτα τα λόγια μόνο και μετά χαιρέτησα κ’ έφυγα:

«Η κόρη μου, κύριε, είναι πολύ δυστυχισμένη. Ζει όλη της τη ζωή μες στην ψεύτικη πραγματικότητα των κομπιούτερ... Το δωμάτιό της είν’ ο έξω κόσμος γι’ αυτήν. Σάς ζητώ συγνώμη...».

«Τί περιείχε το δέμα;», ρώτησα, δήθεν αδιάφορα τη Φλόρενς... «Παλιά τεύχη του … (αποφεύγουμε την αναφορά στο όνομα του περιοδικού). Πιάνεις αυτό το τραπέζι;». Η Φλόρενς μετακόμιζε σε μεγαλύτερο γραφείο και ήθελε βοήθεια. Ένας άγγελος δεν επιτρέπεται ν’ αφήνει μια ωραία κοπέλα αβοήθητη. Έπιασα το τραπέζι με τα στιβαρά μου χέρια... Και οι μέρες περνούσαν...

Όμως, ήταν αδύνατον να ησυχάσω. Πρέπει να ξαναπάω, έλεγα κι’ ούτε συγκεντρωνόμουν στα κείμενά μου... (Δούλευα ως αρθρογράφος στην κοσμική στήλη). Η εικόνα του γυμνού κοριτσιού πίσω απ’ τη χαραμάδα, δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου... «Τί έχεις;», οι συνάδελφοί μου απορούσαν κ’ εγώ αγωνιζόμουν να μην το δείχνω!... Πώς να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι ερωτεύτηκα μια άγνωστη;

Ένα λοιπόν πρωί, ξεκίνησα και πήγα. Περίμενα αρκετή ώρα ώσπου να λάβουν απόκριση τα απανωτά κουδουνίσματα. «Ποιος είναι;». (Δειλή φωνούλα)... «Είμαι ο υπάλληλος του ………, που...». «Ναι, σας θυμάμαι. Σας είχα δει...». (Φοβισμένα ματάκια στο άνοιγμα)... «Ξέρετε, μού κάνατε εντύπωση και νά, παραξενεύτηκα που ζείτε σ’ αυτή την εικονική, εεε...». «Γιατί όχι; Ο έξω κόσμος, καλύτερος είναι;». «Έλα», τής είπα πιάνοντάς της το χέρι, «να τον δούμε μαζί!»...

Στα μάγουλά μου τρέχαν δάκρυα κ’ η Αμάντα, σκουπίζοντάς τα αυθόρμητα με το δάχτυλό της: «Δε φαντάζεσαι σε τί όμορφο κόσμο ζω. Έλα εσύ, να τον δούμε μαζί!».

Μπήκαμε στο δωμάτιό της. Ένα μικρό δωμάτιο, σαν κουτί δίχως παράθυρα... Το ηλεκτρικό φως που έκαιγε, έσβησε και σκοτάδι μαύρισε τον κονσερβαρισμένο χώρο με μαύρη μπογιά... Τότε, απ’ το ταβάνι, άναψαν οι μηχανές προβολής – κρέμονταν με καλώδιο σαν λαμπτήρες – κ’ οι τοίχοι αχνά στην αρχή, μετά ζωηρότερα, ζωγραφίστηκαν με υπέροχες εικόνες! Ήταν ένας κήπος κ’ η Αμάντα, μ’ ένα τηλεχειριστήριο, θόλωσε το τοπίο. Φορέσαμε κ’ οι δυο τρισδιάστατα γυαλιά και, ξαφνικά, βρεθήκαμε μέσα!... Ήχοι πουλιών ξεχύνονταν, μυρωδιές λουλουδιών απλώνονταν ολούθε!... Κοίταξα πλάι μου, μού κρατούσε το χέρι...

Περπατούσαμε σε κυλιόμενη ράμπα, μετακινούμενοι και συναντώντας διάφορους περαστικούς. «Μπορώ να τούς μιλήσω;», ρώτησα. «Ναι!», με ενθάρρυνε... «Σε βλέπουν!». Διάλεξα μια γριούλα... «Έχετε ώρα, κυρία;», «Έντεκα παρά είκοσι, γιε μου!». «Το πρωί»; «Μα, ναι»!... Η γριούλα απομακρύνθηκε. Τρελάθηκα! Στο μονοπάτι μας, διασταυρωθήκαμε με αρκετούς που γνώριζαν την Αμάντα... Άντρες και γυναίκες τη χαιρετούσαν εγκάρδια. Ένας αθλητικός νέος πέρασε από μπροστά μας, τρέχοντας. «Γεια σου, χορεύτρια!», «Γεια σου, Πέτρο!»...

«Μπα; Είσαι χορεύτρια;».

«Σ' αυτόν τον κόσμο, ναι! Είμαι διάσημη!... Οι πιο πολλοί που συναντούμε, με γνωρίζουν!»...

«Και πού χορεύεις;».
«Νά, εδώ!»... Μούδειξε ένα μεγάλο, ονειρικό κτίριο, φωτισμένο! «Θάρθεις το βράδυ;»...

Προσπάθησα να κρατηθώ στο παγκάκι, «Μη, θα πέσεις!», κ’ έπεσα κάτω! Μεμιάς, η ψεύτικη πραγματικότητα χάθηκε και βρέθηκα στο πάτωμα. Μούβγαλε τα γυαλιά μου και με φίλησε... «Σ’ ευχαριστώ!», είπε... «Αμάντα, είναι ωραίος ο κόσμος σου, μα άφησέ με να σού δείξω και το δικό μου... Εκεί που ζεις, υπάρχει κάτι – αισθάνομαι – όχι καλό!»... Δίστασε λίγο, μέχρι να νεύσει καταφατικά: «Πάμε!»...

Βαδίζαμε χέρι-χέρι κ’ ήταν φανερό πως δεν είχε ξαναβρεθεί έξω. Έτρεμε σαν το ψάρι.

Τής τραγουδούσα σιγανά και την κρατούσα, πια, σφιχτά στην αγκαλιά μου. Κατηφορίσαμε στο λούνα-παρκ, τής αγόρασα πασατέμπο... Ανεβήκαμε στ’ αλογάκια που γυρίζουν σα σβούρα. Ρίξαμε, στη σκοποβολή... Μετά, σεργιανίσαμε στην παραλία, κολυμπήσαμε και κάναμε έρωτα στην αμμουδιά! Είπα το «σ’ αγαπώ», για πρώτη φορά στη ζωή μου... (Αν δε με πιστεύετε, να μην πάρω το πούλιτζερ)! Κατόπιν, καθίσαμε σε μια καφετέρια και παραγγείλαμε παγωτό!...

«Σ’ αρέσει το παγωτό;»...

«Μμμ...»!

«Άρα, είναι καλά εδώ;»...

«Παναγιώτη, με μαγεύει, δε λέω, αλλά νοιώθω κάτι παράξενο, κάποια διάχυτη μελαγχολία... Θέλω να κινηθώ ελεύθερη, στον αέρα και με σταματούν τα δέντρα και όλα! Ό,τι πιάνω, είναι βρώμικο, ή κ’ επικίνδυνο ακόμη-ακόμη!»...

«Ώστε, θα φύγεις, λοιπόν;»...

«Ναι».

Κατάλαβα πως δε γίνεται τίποτα. Για να μη φανερώσω τον κόμπο στο λαιμό, απόφυγα τις λέξεις. Με το χάδι μου, τής σκούπισα τα δάκρυα, στο φιλί μου, τής έκρυψα την πίκρα μου κι’ απ’ την αγκαλιά μου, την έβγαλα, στο σπίτι της... Στην ανήσυχη, που καρτερούσε, μητέρα της... Και στα σκαλιά της, άφησα την καρδιά μου. Μα, να ξέρετε, αν κάποτε χαθώ και δε γράφω στο………, θάχω πάει εκεί, να ζήσω κοντά της, στον κόσμο της...

Αθήνα, 1996

Αχ, το καψερό!


Το καημένο το Verse Monkey!, σήμερα έχει ημικρανία!... Θα το πάμε μια βόλτα να τού περάσει και θα το ταΐσουμε όσο μπορούμε υγιεινά! Μην ανησυχείτε, θα τού περάσει. Και, να δείτε, μόλις γίνει καλά, θα θέλει και να ζευγαρώσει!...

V.M.!

Υ.Γ.: Ό,τι και να γίνει, θα προσπαθήσουμε η καθιερωμένη ανάρτησή μας στις πέντε το απόγευμα (το ευθυμογράφημα, δηλαδή), να μη λείψει με τίποτα...

Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

Όταν ένα όνειρο παραμένει όνειρο


Όταν ένα όνειρο παραμένει όνειρο,
είναι σα να βούτηξα στη θάλασσα για το βυθό
στο κοράλλι εκεί μέσα να χαράξω τ' όνομά μου
μα ο βυθός ήταν βαθιά κι η ανάσα μου μικρή
και βάλτωσα στην επιφάνεια.

Όταν ένα όνειρο παραμένει όνειρο,
είναι σα να ψιχάλιζε ευωδιά βροχής
μα το σύννεφο σύντομα σκόρπισε στον αέρα
- τότε βρήκε ο καιρός να ξαναφτιάξει -
και ήπια την ανομβρία.

Όταν ένα όνειρο παραμένει όνειρο,
είναι σαν μια αμμουδιά αστέρια που κάθησα
να τη ζωγραφίσω με χρώμα τη χαρά
μα όρμησε αετός η νύχτα και μού 'μεινε
ένα βλέμμα κομματιασμένος καθρέπτης.

Θυμάμαι όμως κι ένα όνειρο
που όταν το ανέβηκα
βρήκα λάσπη πατημένη
και μια ελπίδα που μαράζωνε
νιφάδα νιφάδα.

Όταν ένα όνειρο παραμένει όνειρο,
είναι σαν ένα ποίημα παλιό δικό μου
που το φύλαξα στα συρτάρια του χρόνου
μα τό 'πιασαν στα ιοβόλα άγκιστρά τους
οι κίβδηλες ανάγκες και χάθηκε
ή έτσι νομίζω.

Του Βασίλη Κομπορόζου

(Από το βιβλίο του "Ο κιθαρωδός και τα σκουπίδια" - Εκδόσεις Ιβυκός). V.M.!

Το ψέμα


Γυμνή η αλήθεια μα και τόσο προσιτή
σαν εκκλησία

Μέσα στις νύχτες περπατά μοναχική
στην συνοικία

Όποιος την είδε, δεν ντράπηκε καθόλου
που σαν γυμνή
κυκλοφορούσε μες τους δρόμους.

Η αλήθεια μπορεί μόνο έτσι να γυρνά
χωρίς τα ρούχα.

Η αλήθεια δεν μπορεί να ανεχτεί
ράσα ή ρούχα.

Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

Φύγε


Μην πεις σε κανέναν για πού πας
πες το σε μένα

Ξέρω καλά τα μυστικά σου να κρατώ
μόνο για σένα

Μην πεις σε κανέναν για τα όνειρά σου,
μην τα πεις

Μόνο σαν θέλεις να τα δεις για σένα

τράβα.

Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

"Σ' έχω ώρες-ώρες... τόσο πολλή ανάγκη" - Παντελής Θαλασσινός

Του κόκκινου βράχου η ερημιά


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ω, Θεέ μου, πόση ερημιά! Πόση οδύνη να βρίσκεσαι μόνος, ολομόναχος στον κόκκινο βράχο! Οι κάκτοι τριγύρω, γιομάτοι αγκάθια, χύνουν το γάλα τους για να το πιεις. Μη!... Μην ακουμπήσεις τα χείλη σου! Θα σε τρυπήσουν τ’ αγκάθια. Μια μουσική μακρινή ακούγεται· μοιάζει λίγο με τη μουσική του κινηματογραφικού έργου «ο καλός, ο κακός και ο άσκημος»! Εσύ είσαι ο άσκημος, πέρα για πέρα…

Πού να χαθήκανε τόσες ψυχές; Άραγε δεν αξίζανε να πατήσουν κι αυτές τον καυτό τούτο βράχο; Άραγε να φοβηθήκανε; Καίει ο βράχος τις σάρκες σου! Κολλάν τα χέρια και ξεφλουδίζουνε σαν γαντζωθείς πάνω του! Μα, τι διάβολο; Χάθηκαν οι «αντρίκιες ψυχές»; Οι γυναικείες κι οι αντρικές «αντρίκιες ψυχές»; Και, τέλος πάντων, εξαφανίστηκαν εντελώς απ’ τον κόσμο οι βρεγμένες πετσέτες και τα πανιά;

Ναι, απαντά ο δειλός, δεν υπάρχουν. Κι ο παράτολμος, κάνοντας ανάποδο αντίλαλο, υπάρχουν-υπάρχουν! Μόνο που παραγνωρίζει, ο παράτολμος, το γεγονός πως με τα πανιά, μόνο παντιέρες φτιάχνεις. «Άμα δε βρέξεις πόδια, δεν τρως ψάρι» μουρμουρίζουν στο μόλο οι ψαράδες. Με την αρμύρα στις αμασκάλες τους. Που τούς τρώει τα σωθικά και μικραίνει το προσδόκιμο της ζωής τους… Οι ψαράδες ξέρουν…

Ποιοι να ’ν’ αυτοί που ξαφνικά πλησιάζουν; Πόσοι είναι; Ένας ή συρφετός; Σκόνη σηκώνουνε με το ποδοβολητό τους! Με τον καλπασμό τους τρομάζουν τα όρνια! Αλτ! Σταθείτε!... Για πού το βάλατε ανέμελα; Σε τόπο αναψυχής θαρρείτε πως πάτε; Στον τόπο της σφαγής της ίδιας, άμοιροι, πάτε! Αδιαφορείτε για τη θανή σας; Για τα επερχόμενα παθήματα; Οιδίποδες!... Φευ, φεύγετε γρήγορα!

Κι ύστερα πάλι μένεις μόνος. Στο καταραμένο τοπίο… Καλείς – υποκριτή! – κι άλλους να σε συντροφέψουνε. Αλλά στερείσαι ακόμα και τα στοιχειώδη: Το γνώθι σαυτόν! Το πιο στοιχειώδες στερείσαι. Τι σε νοιάζει όμως! Εσύ, τραγουδάς! Λες το τραγούδι σου, να τ’ ακούν τα κοράκια. Τα μαύρα αρπαχτικά που πετούν πάνω απ’ το κεφάλι σου. Οσμίζονται το αίμα σου… Σύντομα, θα ξεσκίσουν τις σάρκες σου…

Αυτά, ποτέ δε βιάζονται…

Δεν έφυγες


Ανάβουν χίλιες φωτιές τα μεγάλα σου μάτια.
Γλάροι πετούν στη στεριά και στη θάλασσα γύπες.
Όσον κι αν έχεις καημό σε κανένα δεν είπες,
μόνο μεθάς στα θολά, της φυγής μονοπάτια.

Θ’ αγαπάς και δε λες τα μυστικά τα θλιμμένα,
που δεν έχουνε τα δάκρυα σου στόμα να πούνε.
Σκέψου, όμως, μπορεί στη σιωπή, τη σκέψη ν’ ακούνε...
Μη όλο ζητάς του βοριά, να σε φέρει απ’ τα ξένα.

Τα βράχια, υγρά, κατρακυλούν με τεράστια φόρα.
Πάντοτε ο απομισεμός ήταν πληγή στα στήθια.
Μόλις η λήθη ξεφύγει από τ’ όνειρο, α-λήθεια,
σαν τα μικρά παιδιά, ψέματα θέλεις και δώρα.

Δεν έφυγες, όχι, ποτέ γι’ άλλα μήκη ή πλάτια.
Μήτε κοντά σου πήρες, σταλιά, απ’ τη δική μου έννοια.
Κι όταν χαμογελάς, με τη μορφή συννεφένια,
χίλιες ανάβουν φωτιές τα μεγάλα σου μάτια...

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ύμνος στο σεπτό σκήνωμα του Αγίου Βησσαρίωνα



Το μυρόβλητό Σου Σκήνωμα προσκυνούμε
και την αγία Σου φανέρωση θαυμάζουμε,
προστάτη των φτωχών, παραστάτη των νέων,
γιατρέ των ψυχών και των σωμάτων,
θαυματουργέ Βησσαρίωνα.
Ενδυναμωτή της πίστης των ταπεινών,
επισκέπτη των ενυπνίων, της υπερουσίου Τριάδας
ο εκλεγμένος και κήρυκας.
Μεσίτευε για εμάς στο Θεό,
τους προσκυνούντες Σού την ουράνια λαμπρότητα,

τους επικαλούμενους το όνομά Σου το άγιο.

Ανώνυμου