Νύχτα βαθιά – κοντεύει τρεις – στους δρόμους τριγυρνώ,
ψάχνω να βρω πούθ’ έρχονται θρήνοι, οδυρμοί και γόοι.
Γιατί πολλή ώρα ακούγονταν πριν πάω να κοιμηθώ
κι η περιέργεια το μυαλό και την ψυχή μου τρώει.
Είχα ξαπλώσει από νωρίς – με του ήλιου το φευγιό,
πως κάνουνε στις πολικές τις χώρες οι Εσκιμώοι.
Και σαν τραγούδι αυτό, γλυκό, και σαν μουρμουρητό,
σιγά-σιγά εξελίχτηκε σε μέγα μοιρολόι.
Πετάχτηκα απ’ το στρώμα μου για να προσευχηθώ,
τι να συμβαίνει, σκέφτηκα, ποιος κλαίει; Μην είν’ η Ρόη;
Ή να ’ρθαν να με πάρουνε, λευκοντυμένοι, δυο,
γιατί για με σταμάτησε της μοίρας το ρολόι;
Με την καρδιά μου να χτυπά με τρέμουλο γοργό,
βγήκα στον κήπο κι έψαξα και μπήκα στο κατώι.
Όμως, δεν είδα τίποτα τ’ ανησυχητικό,
μόνο τα νέφη σέρνονταν σε πένθιμο κομβόι.
Τράβηξα για την εκκλησιά, κάποιο άνθρωπο να βρω,
κει, που διαβάτες την αυγή μαζεύονταν, αθρόοι.
Μα ήταν ολέρμο το στρατί και το καμπαναριό
το παραστέκαν μοναχά οι δυο σταυροί οι κεντρώοι.
Τα βήματά μου μ’ έβγαλαν σε γνώριμο στενό
κι έξω απ’ της Ρόης το σπιτικό στάθηκα δίχως μπόι.
Βλέπω την πόρτα ορθάνοιχτη κι ακούω πιο δυνατό,
στ’ αυτιά, το μαύρο κοπετό και κρύβομαι στη χλόη.
Τότες, η πόρτα που έχασκε, φωτίστηκε θαρρώ
και μπρος της φάνηκε μια σκιά, που ο νους μου δεν εννόει.
Ήταν το φως από κερί, μικρό κερί, θαμπό
κι η σκιά με κάλεσε να μπω, σαν άλλη Φημονόη.
Τη σίμωσα! Με γριά έμοιαζε, περίπου στα εκατό
και των ματιών της οι βολβοί κοιτούσαν υπερώοι.
«Κάνε πιο κει», την πρόσταξα. Κι είδα από πίσω, εγώ,
το φέρετρο, που μύριζε θυμιάματα κι αλόη.
Πλήθος το περιστοίχιζε, κόσμος ένα σωρό,
δεκάδες φίλοι και γνωστοί, δεκάδες κι απ’ το σόι.
«Ποιον κλείνει;», ρώτησα τη γριά. Το στόμα της βουβό…
Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά! «Ρόη», φωνάζω, «Ρόη!»…
Η ομήγυρη αργοσάλεψε, στον ίδιο το ρυθμό,
με μια μπαλέτου κίνηση που θύμιζε Μπολσόι.
«Λοιπόν, θα μπεις;», ξανά έκρωξε το γέρικο αερικό
κι όλοι το πήραν εν χορώ και γίνηκε αχολόι.
Απ’ των σκαλιών το κάγκελο βιάστηκα να πιαστώ,
σαν βασιλιάς αισθάνθηκα, που θησαυροί πατρώοι,
τού ξανεμίστηκαν με μιας, σε τζόγο μυστικό
και τον καταδικάσανε σε θάνατο οι υπηκόοι.
«Όχι», τής είπα, «δε θα μπω! Εκείνη π’ αγαπώ,
δεν κατοικεί τώρα πια εδώ, σε τούτο το χαμώι.
Κι αν θες να ξέρεις, πλάι της θα πάω να κοιμηθώ»…
Και τ’ άστρα, χάντρες κρέμονταν στο ουράνιο κομπολόι.
Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
http://poetry-greek.webs.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου