Της θορυβώδους μοναξιάς τ’ αγκάθια σαν με πίνουν,
κι ως ωριμάζουν οι καημοί στης αρνησιάς το μνήμα,
την ώρα που τον ξέφρενο χορόν οι σκέψεις στήνουν,
ίστασαι στο πανάχραντο της εκκλησιάς μου βήμα.
Σαν στου βοριά τα κύματα ο χρόνος μου λαγιάζει·
το μητρικό σου βάλσαμο γίνεται σκέψη μόνη.
Κι αργά στα φύλλα της ψυχής τα μακρινά φωλιάζει
και βαθυγάλαζη ροδιά βαθιά στο νου ριζώνει.
Πολλάκις παρανάλωμα στον κάματον εγίνης
και σκαλοπάτι τ’ ουρανού και διάβα και λιμάνι.
Χίλια ποτήρια κώνειο σου δίνω και τα πίνεις,
κι είσαι πηγή εξαγνισμού που τ’ άρρητα προφθάνει.
Μέσα στο σέλας του Μαγιού και πέρ’ απ’ τη φενάκη,
κι ως, Ερινύες τιμωροί δονούν την ησυχία,
παίρνεις του πόνου το Ζενίθ, μου δράττεις το φαρμάκι,
και στ’ άχραντά σου κοινωνώ της γης την ευτυχία.
Καθώς ανθούν κυκλάμινα της πλησμονής οι πόθοι,
υψιπετώ στου φάσματος τη φεγγαρένια ράγια
μ’ άσπρα φτερά και ράθυμα, που το μετάξι κλώθει.
Εσύ θεά των αρπιστών στου φεγγαριού τα μάγια!
Ω ! Παναγία του Ρισπέν, Μάννα και σκέπη πίστης!
βάλσαμο στάζει στην ψυχή το λήιτόν σου βλέμμα.
Κι εγώ, εσχάτων θυσιών ταπεινωμένη μύστης,
τα λούλουδα του κόσμου προσφέρω σου για Στέμμα!
Της Νίκης Μιχαήλ Κατσικάδη (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου