Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009

Αμάντα, το κορίτσι του μέλλοντος

Φίλες και Φίλοι,

Μας περιμένατε, κι εμείς θα σας αποζημιώσουμε. Σήμερα, αντί ευθυμογραφήματος, σάς δίνουμε το πιο αγαπημένο μας κείμενο.... Γράφτηκε για ένα περιοδικό, το έτος 1996, και περιέχει αναφορά σε αληθινά πρόσωπα και ένα γεγονός...


ΑΜΑΝΤΑ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

.

Το ρεπορτάζ που ακολουθεί, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τα στοιχεία της Αμάντα βρίσκονται στη διάθεση του περιοδικού, αν και καλό θα ήταν να μη δημοσιοποιηθούν ακόμη... Μ’ αυτή μου τη δουλειά, θέτω, για πρώτη φορά, σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο πούλιτζερ. (Με μια γεύση πίκρας στο στόμα)...

Όλα άρχισαν, όταν η Φλόρενς Σ., δημοσιογράφος του περιοδικού, ξέχασε να ταχυδρομήσει μια παραγγελία. «Πω, πω», μού είπε, «Παναγιώτη, μεσολαβεί Σαββατοκύριακο κ’ έχει ήδη αργήσει!»... «Μην κάνεις έτσι. Πού πηγαίνει;». Η διεύθυνση, ήταν κάποιο σπίτι στα Εξάρχεια. «Θα το πάω εγώ!», προθυμοποιήθηκα... «Είσ’ ένας άγγελος! Ματς! (Φιλάκι)»... Άνοιξα τα φτερά μου...

Στο δρόμο, κοίταξα το όνομα του παραλήπτη: «Αμάντα», σκέτα. Ούτε επώνυμο, τίποτα! Μυστήριο... Μέσα μου, είχα την αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί... Η καρδιά μου χτυπούσε, καθώς πλησίαζα το σπίτι... Επρόκειτο για ένα τριώροφο διατηρητέο. Χτύπησα και μού άνοιξε μια ηλικιωμένη κυρία, αριστοκρατικής εμφάνισης, πολύ ευγενική. Ζήτησα την Αμάντα. Με πέρασε στο σαλόνι και την άκουσα να φωνάζει: «Αδαμαντία!»...

Θόρυβοι, σαν από ερωτική πράξη φτάνανε στ’ αυτιά μου και, τώρα, δυνατότερα, όπως μισάνοιξε η πόρτα ενός δωματίου. «Μητέρα, δεν μπορώ νάρθω!»... Η ηλικιωμένη γυναίκα, σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπό της... Ήθελα να ρωτήσω τί συμβαίνει, αλλά προτίμησα ν’ αφήσω το δέμα που κουβαλούσα και να κατευθυνθώ προς την έξοδο. Με σταμάτησαν τούτα τα λόγια μόνο και μετά χαιρέτησα κ’ έφυγα:

«Η κόρη μου, κύριε, είναι πολύ δυστυχισμένη. Ζει όλη της τη ζωή μες στην ψεύτικη πραγματικότητα των κομπιούτερ... Το δωμάτιό της είν’ ο έξω κόσμος γι’ αυτήν. Σάς ζητώ συγνώμη...».

«Τί περιείχε το δέμα;», ρώτησα, δήθεν αδιάφορα τη Φλόρενς... «Παλιά τεύχη του … (αποφεύγουμε την αναφορά στο όνομα του περιοδικού). Πιάνεις αυτό το τραπέζι;». Η Φλόρενς μετακόμιζε σε μεγαλύτερο γραφείο και ήθελε βοήθεια. Ένας άγγελος δεν επιτρέπεται ν’ αφήνει μια ωραία κοπέλα αβοήθητη. Έπιασα το τραπέζι με τα στιβαρά μου χέρια... Και οι μέρες περνούσαν...

Όμως, ήταν αδύνατον να ησυχάσω. Πρέπει να ξαναπάω, έλεγα κι’ ούτε συγκεντρωνόμουν στα κείμενά μου... (Δούλευα ως αρθρογράφος στην κοσμική στήλη). Η εικόνα του γυμνού κοριτσιού πίσω απ’ τη χαραμάδα, δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου... «Τί έχεις;», οι συνάδελφοί μου απορούσαν κ’ εγώ αγωνιζόμουν να μην το δείχνω!... Πώς να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι ερωτεύτηκα μια άγνωστη;

Ένα λοιπόν πρωί, ξεκίνησα και πήγα. Περίμενα αρκετή ώρα ώσπου να λάβουν απόκριση τα απανωτά κουδουνίσματα. «Ποιος είναι;». (Δειλή φωνούλα)... «Είμαι ο υπάλληλος του ………, που...». «Ναι, σας θυμάμαι. Σας είχα δει...». (Φοβισμένα ματάκια στο άνοιγμα)... «Ξέρετε, μού κάνατε εντύπωση και νά, παραξενεύτηκα που ζείτε σ’ αυτή την εικονική, εεε...». «Γιατί όχι; Ο έξω κόσμος, καλύτερος είναι;». «Έλα», τής είπα πιάνοντάς της το χέρι, «να τον δούμε μαζί!»...

Στα μάγουλά μου τρέχαν δάκρυα κ’ η Αμάντα, σκουπίζοντάς τα αυθόρμητα με το δάχτυλό της: «Δε φαντάζεσαι σε τί όμορφο κόσμο ζω. Έλα εσύ, να τον δούμε μαζί!».

Μπήκαμε στο δωμάτιό της. Ένα μικρό δωμάτιο, σαν κουτί δίχως παράθυρα... Το ηλεκτρικό φως που έκαιγε, έσβησε και σκοτάδι μαύρισε τον κονσερβαρισμένο χώρο με μαύρη μπογιά... Τότε, απ’ το ταβάνι, άναψαν οι μηχανές προβολής – κρέμονταν με καλώδιο σαν λαμπτήρες – κ’ οι τοίχοι αχνά στην αρχή, μετά ζωηρότερα, ζωγραφίστηκαν με υπέροχες εικόνες! Ήταν ένας κήπος κ’ η Αμάντα, μ’ ένα τηλεχειριστήριο, θόλωσε το τοπίο. Φορέσαμε κ’ οι δυο τρισδιάστατα γυαλιά και, ξαφνικά, βρεθήκαμε μέσα!... Ήχοι πουλιών ξεχύνονταν, μυρωδιές λουλουδιών απλώνονταν ολούθε!... Κοίταξα πλάι μου, μού κρατούσε το χέρι...

Περπατούσαμε σε κυλιόμενη ράμπα, μετακινούμενοι και συναντώντας διάφορους περαστικούς. «Μπορώ να τούς μιλήσω;», ρώτησα. «Ναι!», με ενθάρρυνε... «Σε βλέπουν!». Διάλεξα μια γριούλα... «Έχετε ώρα, κυρία;», «Έντεκα παρά είκοσι, γιε μου!». «Το πρωί»; «Μα, ναι»!... Η γριούλα απομακρύνθηκε. Τρελάθηκα! Στο μονοπάτι μας, διασταυρωθήκαμε με αρκετούς που γνώριζαν την Αμάντα... Άντρες και γυναίκες τη χαιρετούσαν εγκάρδια. Ένας αθλητικός νέος πέρασε από μπροστά μας, τρέχοντας. «Γεια σου, χορεύτρια!», «Γεια σου, Πέτρο!»...

«Μπα; Είσαι χορεύτρια;».

«Σ' αυτόν τον κόσμο, ναι! Είμαι διάσημη!... Οι πιο πολλοί που συναντούμε, με γνωρίζουν!»...

«Και πού χορεύεις;».
«Νά, εδώ!»... Μούδειξε ένα μεγάλο, ονειρικό κτίριο, φωτισμένο! «Θάρθεις το βράδυ;»...

Προσπάθησα να κρατηθώ στο παγκάκι, «Μη, θα πέσεις!», κ’ έπεσα κάτω! Μεμιάς, η ψεύτικη πραγματικότητα χάθηκε και βρέθηκα στο πάτωμα. Μούβγαλε τα γυαλιά μου και με φίλησε... «Σ’ ευχαριστώ!», είπε... «Αμάντα, είναι ωραίος ο κόσμος σου, μα άφησέ με να σού δείξω και το δικό μου... Εκεί που ζεις, υπάρχει κάτι – αισθάνομαι – όχι καλό!»... Δίστασε λίγο, μέχρι να νεύσει καταφατικά: «Πάμε!»...

Βαδίζαμε χέρι-χέρι κ’ ήταν φανερό πως δεν είχε ξαναβρεθεί έξω. Έτρεμε σαν το ψάρι.

Τής τραγουδούσα σιγανά και την κρατούσα, πια, σφιχτά στην αγκαλιά μου. Κατηφορίσαμε στο λούνα-παρκ, τής αγόρασα πασατέμπο... Ανεβήκαμε στ’ αλογάκια που γυρίζουν σα σβούρα. Ρίξαμε, στη σκοποβολή... Μετά, σεργιανίσαμε στην παραλία, κολυμπήσαμε και κάναμε έρωτα στην αμμουδιά! Είπα το «σ’ αγαπώ», για πρώτη φορά στη ζωή μου... (Αν δε με πιστεύετε, να μην πάρω το πούλιτζερ)! Κατόπιν, καθίσαμε σε μια καφετέρια και παραγγείλαμε παγωτό!...

«Σ’ αρέσει το παγωτό;»...

«Μμμ...»!

«Άρα, είναι καλά εδώ;»...

«Παναγιώτη, με μαγεύει, δε λέω, αλλά νοιώθω κάτι παράξενο, κάποια διάχυτη μελαγχολία... Θέλω να κινηθώ ελεύθερη, στον αέρα και με σταματούν τα δέντρα και όλα! Ό,τι πιάνω, είναι βρώμικο, ή κ’ επικίνδυνο ακόμη-ακόμη!»...

«Ώστε, θα φύγεις, λοιπόν;»...

«Ναι».

Κατάλαβα πως δε γίνεται τίποτα. Για να μη φανερώσω τον κόμπο στο λαιμό, απόφυγα τις λέξεις. Με το χάδι μου, τής σκούπισα τα δάκρυα, στο φιλί μου, τής έκρυψα την πίκρα μου κι’ απ’ την αγκαλιά μου, την έβγαλα, στο σπίτι της... Στην ανήσυχη, που καρτερούσε, μητέρα της... Και στα σκαλιά της, άφησα την καρδιά μου. Μα, να ξέρετε, αν κάποτε χαθώ και δε γράφω στο………, θάχω πάει εκεί, να ζήσω κοντά της, στον κόσμο της...

Αθήνα, 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια: