Παρασκευή, Απριλίου 24, 2009

Περιοδεύων θίασος


Του Νίκου Μπατσικανή, συγγραφέα-ποιητή
.
Από το βιβλίο διηγημάτων του, "Στον Παράδεισο" - Εκδόσεις Φιλιππότη.

(Μέρος Α)
.
Είχαν ένα καρότσι της λαϊκής, απ΄τα μεγάλα, τα γερά, και δυο μπόγους. Αυτός όλα. Να τραβάει το όχημα, τίγκα ως επάνω, και με τους μπόγους αγκαζέ, αγκομαχώντας. Εκείνη; Μόνο μια μικρή τσάντα λουστρίνι. Μαύρη. Βαμμένη της κακιάς ώρας, προχωρούσε μπροστά, με το τσιγάρο στο στόμα, κι έδινε οδηγίες.

- Προχώρα, έγινα μούσκεμα, και πού θα στεγνώσω νυχτιάτικα;

- Βόηθα λιγάκι, την τύχη μου. Τι προχώρα; Δε βλέπεις ότι κόλλησα;

- Τα έχουμε συμφωνήσει αυτά· εσύ τα πράγματα κι εγώ το νοικοκυριό. Το ξέχασες;

- Ποιο νοικοκυριό, Λευτεράκι; Εδώ χανόμαστε, έρχεται μπόρα. Σπρώξε κι εσύ να τελειώνουμε. Να εδώ, σε λίγο, στην Αγία Φωτεινή, είναι μια στοά μούρλια.

- Πρώτον, δε θα με λες Ελευθερία, σού το είπα εκατό φορές. Φρίντα με φωνάζουν. Και δεύτερο, σπρώχνω, αλλά μ' έναν όρο. Θα μού κουβαλήσεις νερό για να πλύνω αύριο. Ζεστό. Δεν ξέρω πού θα το βρεις· θέλω ζεστό. Να κόψεις το λαιμό σου. Δεν μπορώ εγώ να χαλάω τα χέρια μου στα κρύα με τα σκουτιά σου.


- Εντάξει, έλα τώρα, δώσ' ένα χεράκι να φτάσουμε.

- Έλεγες κοντά, κι εμείς φάγαμε το μισό λεκανοπέδιο. Έπρεπε να μου πεις στον Ιλισό, για να καταλάβω. Έλεγες Αγία Φωτεινή, κι εγώ νόμισα Νέα Σμύρνη μεριά.

- Αχ, κοψομεσιάστηκα ο έρμος. Να καθίσω λίγο, να πάρω μια ανάσα. Εδώ· βλέπεις τι είν' εδώ; Παράδεισος! Αύριο που θα ξημερώσει, θα δεις. Παγκάκια, βρύση με νερό. Όχι παίξε-γέλασε. Ας είναι καλά ο Μπέης.

- Τι μπέης και πασάς, μού τσαμπουνάς; Μίλα σαν άνθρωπος.

- Μπέης, μάτια μου, ο δήμαρχος. Ξέρεις, ότι όλα τα παγκάκια της Αθήνας τα έβαλε εκέινος σε μια νύχτα; Ξύπνησα ένα πρωί, και είχε γεμίσει ο τόπος. Ήταν για να πάρει τις εκλογές, είπαν μερικοί, μα τι με κόφτει εμένα; Βρίσκει ο φτωχός κάπου ν' ακουμπήσει... ν' ανασάνει, βρε αδελφέ, να ξαποστάσει. Έβλαλαν και οι άλλοι, δε λέω, μα ο Μπέης άλλο πράμα. Όμως, από τότε, δεν τον ξανάκουσα. Όλοι οι καλοί χάνονται· κρίμα. Ενώ ετούτος εδώ όλο κάγκελα, παντού. Στάσου, ρε φίλε, κι από πού θα περάσει το καροτσάι; σκέφτηκες; Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς, επαγγελματίες είμαστε!

- Και γιατί τον λες μπέη; Τούρκος ήταν;

- Α, εσύ δεν τρώγεσαι. Εσένα το Φρίντα πώς σού ήρθε, μου λες; Σε γνωρίζω μια βδομάδα... και δε μού 'χεις πει.

- Από το θέατρο. Ξέρεις ότι εμένα με ζήτησε κάποιος θιασάρχης να με κάνει ηθοποιό;

- Ποιος θιασάρχης; Πού σε βρήκ' εσένα ο θιασάρχης;


- Ήταν ένας περιοδεύων θίασος· του Διαμαντή. Είχε έλθει μια φορά στο χωριό μου τη Μηλίτσα, κι έμειναν στο σπίτι μας τρία βράδια. Με άκουσε που τραγούδαγα. Είχα βάλει τη σκούπα στον ώμο για να ξεκουραστώ λίγο. Καθόμουν σ' ένα μεγάλο κούτσουρο στην αυλή κι έλεγα ένα τραγούδι, "Η Ρόζα η ναζιάρα". Μεγάλο σουξέ της εποχής, αν θυμάσαι. Οι άλλοι είχαν πάει να στήσουν τη σκηνή στο καφενείο. Στάθηκε δίπλα μου, με χάιδεψε και μού είπε: "Έχεις ωραία φωνή. Αν θέλεις, σε λίγα χρόνια θα ξανάρθω να σε πάρω μαζί μου, να σε κάνω πρωταγωνίστρια. Πόσο χρονών είσαι"; Έντεκα, είπα, τον άλλο μήνα μπαίνω στα δώδεκα· ανήμερα της 25ης Μαρτίου.


...Η μάνα μου έλεγε ότι μετά τη δοξολογία, την ώρα που όλοι έλειπαν από το σπίτι στη γιορτή του σχολείου, την έπιασαν οι πόνοι και δεν είχε πώς να ειδοποιήσει τη μαμή. Φώναζε, με δεν την άκουγε κανείς. Ζέστανε το νερό μόνη της, έβρεξε καθαρές πετσέτες του αργαλειού, της προίκας της, αχρησιμοποίητες, και κάθισε στο κρεβάτι για να κρατιέται από τα σίδερα και να σφίγγεται. Τρία παιδιά είχε κάνει, ήξερε απ' αυτά. Όταν οι αδελφές μου γύρισαν στο σπίτι εγώ ήμουν γεννημένη, και γι' αυτό μ' έβγαλαν Ελευθερία. Ένα η μέρα, κι ένα που η μάνα μου έταξε στην Ελευθερώτρια να βγω με το καλό, γιατί ήρθα πρόωρα. Οι γιαγιάδες είχαν βγάλει τα ονόματά τους στις αδελφές μου, και για τη θεία μου που χάθηκε από κακιά αρρώστια λέγανε τη Σταυρούλα, τη μικρή μας. Εκείνος μ' έβγαλε έτσι. Φρίντα, μού είπε, θα σε λένε στο θέατρο.

- Και γιατί, τελικά, δεν έγινες;

- Κουτός είσαι; Άφηνε ο πατέρας μου να με πάρει μαζί του για τέτοια δουλειά; Να σηκώνω τα ρούχα μου, όπως οι άλλες στο έργο; Άλλωστε, δεν ήθερα πολλά Γράμματα. Μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού είχα προλάβει να πάω, ένα χρόνο μετά· το '40, έκλεισαν τα σχολεία. Οι αδερφές μου είχαν παντρευτεί, εγώ ήμουν η νοικοκυρά του σπιτιού· οι γονείς μου έλειπαν όλη μέρα στα χωράφια.


- Έλα έξω λίγο, η βροχή σταμάτησε.

- Εδώ; Τι θέλει;

- Α! Τι εδώ, πανάθεμά σε; Μυαλό από λάχανα έχεις; Η βροχή είπα, όχι το τρόλεϊ.

- Δεν άκουσα, ένεκα τα χαρτόνια. Σκίζω να στρώσουμε. Το χαρτόνι; Ένα κι ένα, σού λέει, για το κρύο. Να, πάρε και μια εφημερίδα να βάλεις από μέσα. Πρώτο πράγμα, από τις μεγάλες. Αν σού τυχαίνει καμιά τέτοια να τη φυλάς, δε βρίσκονται τη σήμερον. Εγώ άκουσα Ζωή, και λέω, πού βρέθηκε αυτή τέτοια ώρα εδώ; Τυχερή η ρουφιάνα! Τής αγόρασε ο Σάκης μονοκατοικία και την έχει βασίλισσα· με το πλυσταριό της, με τον καμπινέ της, με τα όλα της. Ενώ εγώ;

- Έλα τώρα να στεγνώσουμε, άναψα τα κεριά. Πώς θα πέσουμε έτσι, νοτισμένοι; Θα πλευριτώσουμε. Ο Σάκης ήταν τυχερός. Βρήκε 'κείνο το μαρμάρινο κεφάλι και την "έκαναν". Πού τέτοια τύχη; Ξέρεις εσύ κανένα, να πάω να το φέρω; Όλο μποτίλιες και μπακίρια. Πάλι καλά, δε λες;

- Καλάααα...


Συνεχίζεται...
(Η συνέχεια θα αναρτηθεί αύριο το πρωί, μεταξύ των ωρών 10:00 και 11:00 π.μ.). V.M.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: