Χτύπησε η πόρτα κι άνοιξα,
μέσα στη νύχτα τη μαύρη.
Τριγύρω κοίταξα κι έψαξα,
όμως δεν είδα κανένα.
Η πόρτα χτύπησε, απόρησα,
ποιος ήρθε, τ’ ήθελε νάβρει.
Σφάλλοντας πίστεψα ότι ήτανε
κάποια κοπέλα για μένα.
Χτύπησε η πόρτα κι έκλαψα,
φτάνουνε πια οι κοροϊδίες.
Στον κήπο κάτω κατέβηκα,
κάθε άκρη πήρα και γρέζι.
Η πόρτα χτύπησε, ακούγονταν,
από μακριά, ψαλμωδίες.
Έβαλα, τότε, στη σκέψη μου,
πως το ραδιόφωνο παίζει.
Χτύπησε η πόρτα κι ένιωσα,
ξάφνου, το θρο απ’ τα φτερά του.
Ριγώντας όλος, την έκλεισα
κι ύστερα στάθηκα μπρος της.
Η πόρτα χτύπησε κι ήξερα,
πρώτο σημάδι θανάτου.
Στο σπίτι μου, έξω, σταμάτησε
ο Μυστικός Αναγνώστης.
μέσα στη νύχτα τη μαύρη.
Τριγύρω κοίταξα κι έψαξα,
όμως δεν είδα κανένα.
Η πόρτα χτύπησε, απόρησα,
ποιος ήρθε, τ’ ήθελε νάβρει.
Σφάλλοντας πίστεψα ότι ήτανε
κάποια κοπέλα για μένα.
Χτύπησε η πόρτα κι έκλαψα,
φτάνουνε πια οι κοροϊδίες.
Στον κήπο κάτω κατέβηκα,
κάθε άκρη πήρα και γρέζι.
Η πόρτα χτύπησε, ακούγονταν,
από μακριά, ψαλμωδίες.
Έβαλα, τότε, στη σκέψη μου,
πως το ραδιόφωνο παίζει.
Χτύπησε η πόρτα κι ένιωσα,
ξάφνου, το θρο απ’ τα φτερά του.
Ριγώντας όλος, την έκλεισα
κι ύστερα στάθηκα μπρος της.
Η πόρτα χτύπησε κι ήξερα,
πρώτο σημάδι θανάτου.
Στο σπίτι μου, έξω, σταμάτησε
ο Μυστικός Αναγνώστης.
Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου