Σάββατο, Απριλίου 25, 2009

Περιοδεύων θίασος (Β Μέρος)


Του Νίκου Μπατσικανή, συγγραφέα-ποιητή

Από το βιβλίο διηγημάτων του, "Στον Παράδεισο" - Εκδόσεις Φιλιππότη.

(Μέρος B)

(Το Α Μέρος του διηγήματος, το οποίο αναρτήθηκε χτες το πρωί, βρίσκεται στο http://versemonkey.blogspot.com/2009/04/blog-post_24.html). V.M.!

- Έπειτα, το δακτυλίδι, δε στο 'δωσα; Φοράει άλλη τέτοιο μονόπετρο; Δε σε ρωτάνε, όλες, πού το βρήκες; Δε σε σέβονται; Κράτησα εγώ τίποτα; Το ρολόι της τσέπης, δεν το πασάρισα αμέσως προχθές; Αν μάς δώσουν καλή τιμή, πάντως, να το δώσουμε. Θα σού φύγει καμιά μέρα στο πλύσιμο, και θα ψαχνόμαστε. Δώσ' το, να πάρει ο κόρακας, θα σού πάρω άλλο πιο φτηνό. Έρχεται χειμώνας. Πώς θα τη βγάλουμε; Μ' αυτούς τους καταραμένους κάδους, δε βρίσκει κανείς τίποτα. Χοάνη. Τα ρίχνουν όλα μέσα, κι άντε να τ' ανακαλύψεις. Παλιά ξέραμε... Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, και σε σακούλες. Καθαρά πράγματα. Τώρα το Κολωνάκι, δε βγάζει "πράμα", όπως παλιά. Έμαθαν, λέει, ότι οι αντίκες έχουν αξία και τα μοστράρουν στους τοίχους. Άσε, πια, που τα "δεύτερα" τα δίνουν στις Φιλιππινέζες. Χαρίζουν, κυρά μου, οργάτζα κιπούρ στο φτωχό; Πού θα το φορέσει; Αμ' το άλλο; Όλες οι "Κατίνες", εκεί μένουν τώρα. Τα μάθαμε. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι κι αγόρασαν τα υπόγεια πέριξ της Δεξαμενής. Οι πλούσιοι ανηφόρισαν για Εκάλη. Πού να τους φτάσεις; Γι' αυτό ήρθαμε 'δώ. Παγκράτι, Κουκάκι, φουλ στο εμπόρευμα, σού λέει.

...Αύριο θα πλύνεις, και μετά θα το πάρουμε με το πόδι. Δεν έχει και κάγκελα εδώ. Μ' ακούς; Μπαα, αυτή κοιμήθηκε, να δεις.

- Δεν κοιμήθηκα... σκέπτομαι. Θυμάμαι τον Αντώνη. Το '49, που ήρθαμε με τη συχωρεμένη τη μάνα μου στην Αθήνα, πήγα και τον βρήκα στην Ομόνοια σ' ένα καφενείο. Μού είχε πει: "Αν ρωτήσεις, εκεί μαζευόμαστε και κλείνουμε τις δουλειές". Άλλος άνθρωπος· είχε γεράσει, είχε ασπρίσει. Πού ο Αντώνης που ήξερα; Ήταν παντρεμένος, απ' το '39, και με δυο κόρες. Δε δούλευε, παρά μόνο σε καμιά "αρπαχτή".

Με συνέστησε σ' έναν άλλο θιασάρχη, μα πού δουλειά; Δυο φορές, όλες κι όλες, πάτησα στο σανίδι κι αυτές κρυφά απ' τη μάνα μου. Έπειτα, ο Ζήκος· έτσι τον λέγανε, ήθελε άλλα... ξέρεις. Μπούχτισα, τον σιχάθηκα. Εγώ τότε ήμουν ακόμα στα είκοσι-δύο· παρθένα. Αγαπούσα κρυφά το Δήμο· ένα παιδί στο Μεταξουργείο, τη γειτονιά μου. Ήταν στρατιώτης στο Χαϊδάρι κι ερχόταν καμιά φορά τα Σαββατοκύριακα. Η μάνα του, η κυρά-Ζωή, έστηνε αμέσως μπουγάδα στην αυλή να τον παστρέψει. Είχε μια αδελφή· την Άννα, ένα χρόνο μικρότερή μου, που δουλεύαμε μαζί στου "Κεράνη". Από τότε το έμαθα το καταραμένο και δε λέω να το κόψω... βάλε, τώρα, σαράντα-πέντε χρόνια. Η μάνα μου δεν τον ήθελε. Ήταν "αδημιούργητος", έλεγε, και με αδελφή της παντρειάς. "Τι να το κάνεις το νιάνιαρο; Αυτός είναι δυο χρόνια μικρότερός σου!" Όταν απολύθηκε, έφυγε στην Αμερική. Είχαν ένα συγγενή εκεί, και τού είχε κάνει πρόσκληση. Ποιος ξέρει τι απόγινε; Εμείς φύγαμε μετά. Η μάνα μου μπήκε εσωτερική μαγείρισσα σ' ένα σπίτι, απάναντι απ' την Ακρόπολη, κι εγώ συγύριζα και σιδέρωνα. Παντρεύτηκα τον οδηγό τους τον Άγγελο... αλλά μόνο τέτοιος δεν ήταν. Ό,τι παίρναμε το έπαιζε στα χαρτιά.

...Ακόμα και τα χρυσαφικά του αρραβώνα μας έφαγε. Πήγα μια Κυριακή να τα φορέσω, που θα πηγαίναμε στην Ντίνα, την κουνιάδα μου, για φαγητό, και δεν υπήρχε τίποτα στο κουτί.

- Σοβαρά; Α, τον παλιάνθρωπο...

- Ναιιι. Έκλαιγα όλη μέρα. Έπεσα στο κρεβάι με τα καλά μου ρούχα, κλειδώθηκα και δεν άνοιγα σε κανέναν. Εκείνος πήγε και τούς είπε ότι έχω ημικρανίες. Πώς να δικαιολογηθεί ο άχρηστος; Εγώ ημικρανίες; Όταν είπα τι είχε συμβεί, η Ντίνα τού έτριξε τα δόντια, μα εκείνος το βιολί του. Γι' αυτό, σού λέω, άστο το μονόπετρο, το καλό που σού θέλω. Μόνο αν μού κόψεις το δάκτυλο θα το πάρεις. Πιάσε τώρα λίγο ψωμί με ζάχαρη να στανιάρεις, και το πρωί, είπαμε: ζεστό νερό.

- Φέρ' το. Σιγάαα· θα χυθούν οι ζάχαρες και θα μας φάνε τα μυρμήγκια. Πέσε τώρα, αύριο τα λέμε. Μυρίζουν οι νεραντζιές και ζαλίστηκα· άνοιξη βλέπεις. Έχω κι εγώ τα δικά μου. Εσύ, τουλάχιστον, παντρεύτηκες. Εγώ έχασα τη γυναίκα που αγαπούσα, τη Λέλα μου, στα είκοσι. Πέθανε στην πείνα του '41. Εγώ ήμουν στο βουνό τότε. Α! ένα κορίτσι, "να το πιεις στο ποτήρι"! Σαν τα κρύα τα νερά! Όταν με ειδοποίησαν και κατέβηκα, δεν τη γνώρισα. Πού είχαν πάει εκείνα τα κάλλη; Όλο τη σκέφτομαι... τα μάτια της...! Το '49, που ήρθατ' εσείς, εγώ είπα πάει εξορία. Εκεί αρρώστησα.

- Τι; κλαις πάλι; Εμένα τι μ' έχεις; Θα δεις! Αύριο, θα βρούμε εμπόρευμα και θα κατηφορίσουμε να το μοσχοπουλήσουμε την Κυριακή στο Μοναστηράκι. Πρέπει αύριο να φύγουμε νωρίς, πριν έλθουν οι παπάδες για τον Εσπερινό. Δε θ' αφήσουμε τίποτα πίσω. Εγώ θα σκουπίσω, για να μπορούμε να ξανάρθούμε. Είν' ωραία εδώ, είχες δίκιο. Μπέηδες θα 'μαστε. Θα περάσουμε καλά, δε θα γκρινιάζω, δε θα σε αποπαίρνω...

...Αν είναι και οι άλλοι εκεί, μην τούς πεις το μέρος, κι αριβάρουν προς τα 'δώ. Έτσι μπράβο, σώπα. Και το νου σου, μην τους αφήσεις να μας πάρουν, απ' το πόστο, ούτε έναν πόντο. Ούτε χιλιοστό.


Το πρωί, χαρά Θεού· ήλιος, λουλούδια, παγκάκια, νερό. Βρήκε έναν τενεκέ, άναψε φωτιές με κάτι λιανόκλαδα, και τής ζέστανε αρκετό. Άπλωσαν τα ρούχα στους θάμνους. Σε μια ώρα έγιναν "ξύλο". Κίνησαν για το Παγκράτι. Ήταν τυχεροί. Λίγο πιο πάνου, ένα ξενοδοχείο έκανε ανακαίνιση. Βρήκαν μερικές απλίκες. Κάτι γυαλιά φανταστικά· οπαλίνες. Φορτηγό να 'χαν, θα το γέμιζαν. Ταμπλό, κουρτίνες, πορτατίφ! Πήγαν δυο-τρεις στράτες, μέχρι που πήραν και οι άλλοι χαμπάρι· αυτοί με τα τρίκυκλα, και τα σάρωσαν όλα. Πίνακες, ανεμιστήρες, πιάτα! Όλα σού λέω! Τραβούσε ο ένας από 'δώ κι ο άλλος από 'κεί. Είναι να μην πάρουν είδηση αυτοί... πέφτουν σαν τα κοράκια. Γύρισαν κατάκοποι. Ο Σπύρος πήγε απέναντι στην "ΕΒΓΑ" κι αγόρασε σαλάμι, κασέρι και ψωμί. Έφαγαν σαν Μπέηδες. Στο σπίτι του δεν ήταν; Να, αφού το λέει και η πινακίδα: "Κατασκευάστηκε επί Δημαρχίας Μπέη". Κι εκείνο το νερό; Διαμάντι, καλλίτερο από της "ΟΥΛΕΝ".


Μετά 'πό λίγες μέρες, τους είδα πάλι. Στα παγκάκια της "Κάνιγγος". Εκείνη σηκώθηκε κι έφτιαχνε καφέ. Έβαλε τα υλικά στο μπρίκι, τ' ανακάτεψε μ' ένα μεγάλο κουτάλι, και τούς σερβίρισε στα κυπελάκια. Έτσι, χωρίς φωτιά· νεροζούμι. Έπιναν το τσιγάρο και τον καφέ, στον ήλιο, σαν θεριακλήδες. Η βρύση δίπλα... "Μπέης" κι αυτή. Όπου είχε νερό, ήταν η καλλίτερή τους. Γέμισε τα μπουκάλια, βάφτηκε στο καθρεπτάκι, στοίβαξε τις σακούλες στο καρότσι, και κίνησαν. Προς Ακαδημίας. Με όλη την πραμάτεια τους. Ένα σκηνικό θαύμα! Περιοδεύων θίασος. Αυτός όλα! Εκείνη; Μόνο μια μικρή τσάντα λουστρίνι. Κόκκινη αυτή τη φορά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: