Κυριακή, Ιουλίου 25, 2010

Ευχή παιδιού ’81


Χαράματα… Κάνω τον πεθαμένο
καθώς με μεταφέρουν
στα γαλάζια της απ’ την αυγή
σεντόνια.
Είμαι κοντά της.
Σαν βασιλιάς ζήτησα να ταφώ
πλάι στην αγαπημένη μου
μα είμαι ξυπνητός
κι αυτή η ζωντάνια
όλο με σπρώχνει.
Μάγε μου, μεταμόρφωσέ με
σ’ όποιον εκείνη αγαπά!
Κι έγινα αμέσως, αυτοκόλλητο
σκισμένου ποδοσφαιριστή
πάνω στο σύνθετό της.

Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

(Από το βιβλίο του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου, "Σφαγή στ' Ακρογιάλι της Ηδονής", εκδόσεις MINI BOOK). V.M.!

Ω, Στέμμα


Το βασιλιά και την Ελλάδα,
έχω μεγάλα ιδανικά,
μέσα στης νύχτας τη μαυράδα,
ως να προβάλει τ’ άγιο Στέμμα,
σαν ήλιος εκθαμβωτικά
κι απ’ τα νερά να βγει η Παλλάδα.

Ω, Στέμμα, των Ελλήνων αίμα,
από καιρό βυζαντινό,
τράβα το ξίφος και πολέμα,
χρόνια μας κυβερνούν οι φαύλοι,
με μοχθηρό και σκοτεινό,
το υστερόβουλό τους βλέμμα.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Πέμπτη, Ιουλίου 08, 2010

Ράχες - Γη των προγόνων μου


Έκλεψα χρώμ' απ' την παλέτα ενός ζωγράφου,
μαβί ανταύγειες απ' το φως του δειλινού,
κι έφτιαξα πίνακα στις ράχες ενός λόφου
γεμάτο θάλασσα και μπλε του ουρανού.

Λίγες ψαρόβαρκες στο κύμα ν' αρμενίζουν,
μ' άσπρα πανιά να 'χουν στον άνεμο φτερά,
ίδια με γλάρου -δες- αυτά, καθώς ανοίγουν,
τα όνειρά μας ταξιδεύουν μακριά.

Νύχτες ασέληνες, διαμάντια είν' που λάμπουν
τα πυροφάνια, σαν τους πόθους της ζωής,
με πάνε αργά σε άλλα χρόνια, περασμένα,
που σπαρταράνε μες τα δίχτυα της ψυχής.

Άγιε Νικόλα μου, βοήθα να δολώσω
το παραγάδι μ' αναμνήσεις ζωντανές,
τάμα σού κάνω, την ψαριά σαν θα σηκώσω,
ένα μερίδιο να σου φέρω "απ' το χθες".

Και όσα διάβηκαν -σαν φυλαχτό κρυμμένα-
υφαίνω τώρα με του νου τον αργαλειό,
όπως τον ξύλινο που είχε η γιαγιά μου,
γλυκά να τα θυμάμαι, όταν θα γερνώ.

Μες το σεντούκι του μυαλού μου τα στοιβάζω,
με λίγη ζάχαρη σε φέτα από ψωμί...
προικιό η ανάμνηση, το παίξιμο στ' αλώνια,
οι τόσες σκανταλιές στην ασπρισμένη αυλή.

Ζωή μου νόστιμη, μ' αλάτι γεγονότα,
τι κι αν περάσανε τα χρόνια τα παλιά,
παιδί αθώο ας γινόμουν, όπως πρώτα,
να ξαναφτιάξω, πάλι, τέτοια ζωγραφιά.

Νίκος Μπατσικανής

Δείτε την ιστοσελίδα του κ. Νίκου Μπατσικανή

Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2010

Ο κύκνος


Γαλανομάτα γυναίκα σε κέρινο τραπέζι,
στα μάτια με ρεμβάζει, πίνει γουλιά-γουλιά
το ύστερο ποτό. Ο χωρισμός είναι εδώ,
σαν θυελλώδης βροχή.
Θέλω το τελευταίο λουλούδι
να σού αγγίξω στο μάγουλο και οπτασία να χαθώ
από το παράθυρο.
Θα ’ναι η ανάμνησή σου ένας κύκνος
που αιμορραγεί.
Και το αίμα του το κόκκινο θα με γερνά, θα με γυρνά
σε άγνωστες θάλασσες μοναχικές.

Αργύρης Ντεγκούδης

(Σημείωση: Ο κ. Αργύρης Ντεγκούδης έγραψε αυτό το ποίημα στις 30 Μαρτίου 1995, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στην πόλη Δωρίσκος του Έβρου, σε συνεργασία με έναν συνάδελφό του και από τότε αχώριστο φίλο του, τον Νίκο Τ.). V.M.!

Δείτε το ιστολόγιο του κ. Αργύρη Ντεγκούδη

Οι πνευματικοί άνθρωποι


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Να, που γεμίσαμε πνευματικούς ανθρώπους… Κυκλοφορούν αθρόα ανάμεσά μας, πολύ μας μοιάζουνε! Φατσικά, θα ’λεγες πως υστερούν πολλές φορές στη σύγκριση μαζί μας – ειδικά άμα τυχαίνει να είμαστε αχτύπητα μανουλομάνουλα! Ό,τι φάτσα πάντως και να ’χουμε, όλο και κάποιο γείτονά μας, μάς θυμίζουνε…

Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι άλλη κατάσταση. Διαφέρουν! Κι αν δεν το ξέρατε, σάς το λέμε εμείς, να το μάθετε! Πρώτα-πρώτα, δεν συναντιόνται στο δρόμο όπως οι υπόλοιποι. «Συναντώνται πνευματικά»… Δεν πάει να βρίσκονται στου διαόλου τη μάνα ο ένας, στου τριβόλου τον πατέρα ο άλλος! Έχουν τον τρόπο τους να βρεθούνε. Και να συνδιαλεχτούνε…

Ανταλλάσσουνε αρμαθιές λουλούδια μεταξύ τους – νοερά. «Σού ’κοψα τον πολυτιμότερο ανθό της ψυχής μου, χρυσή μου». «Ω, πάρε κι από μένα μια ωραία μολοχάνθη». («Μολοχάνθη» ονομάζεται η ανθισμένη μολόχα). Τους στίχους-περιβόλι τους, τους συντάσσουν εν σοφία, τους απαγγέλλουν εν χορώ και τους κατοχυρώνουν στα κατά τόπους συμβολαιογραφεία, μην και τους τούς κλέψει κανείς και γίνει διάσημος!

Ω, τι αρά, ω, τι αρά,
μού κλέψαν λόγια φοβερά,
που τα ’χα, Θε μου, με τι τάξη
και με τι κούραση συντάξει!...

Έτσι θρηνούν και οδύρονται, μόλις συμβεί το απευκταίο και οικειοποιηθεί άλλος τους πνευματικούς τους καρπούς. Κακό πράγμα, βέβαια, η κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αλλά πώς να λυπηθείς τον Αυγεία, που ένα πρωί πετάχτηκε έντρομος απ’ το κατώι του φωνάζοντας πως άγνωστοι τού ’κλεψαν την νύχτα πέντε τσουβάλια με κόπρο;

Καθένας που έγινε στιχοπλόκος, νομίζει αυτοδίκαια πως έγινε και ποιητής! «Κοίτα εδώ, τι αριστούργημα έφτιαξα», κομπορρημονεί και επαίρεται. «Ναι, βρε Μπάμπη! Εσύ το ’γραψες όλο αυτό; Από το κεφάλι σου βγήκε;», ρωτά γεμάτος δέος ο συμμούτρης του Μπάμπη, που παίζουνε τάβλι στο καφενείο…

«Είδες; Είδες; Άλλο επίπεδο ο Μπάμπης», επαναλαμβάνουν κι οι άλλοι θαμώνες του καφενείου εκστατικοί. «Κέρασέ τονε μια μπύρα, τώρα». Ύστερα από καιρό, ο Μπάμπης ξεχνάει να γράψει άλλο ή βαριέται ή κουράζεται ή τον πιάνει – άκουσον, άκουσον – το λεγόμενο «writer’s block». «Παίξε τα ντόρτια Μπάμπη μου» και «γιατί δεν εξασκείς το ταλέντο σου, Μπάμπη μου»;

Δεν φαντάζεστε, πόσοι μπάμπηδες γράφουν «ποίηση», στις μέρες μας! Μεταξύ τους διαβάζονται, μεταξύ τους οργανώνονται σε συλλόγους, μεταξύ τους βραβεύονται! Κι η δύστυχη ποίηση, αγρός ακαλλιέργητος (αυτό κι αν είναι αρά), τόπος απαγορευμένος για τους ποιητές της. Που δεν είναι (κατ’ ανάγκη) πνευματικοί άνθρωποι… Μα γράφουν μαντινάδες στα φτωχόσπιτα της Κρήτης, καντάδες στα καντούνια της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς.

Οι αληθινοί ποιητές είναι πάντα εξόριστοι από τις συνάξεις των σπουδαγμένων και των σοφών. Γράφουν άγνωστοι κι αναναγνώριστοι τ’ άγια ποιήματά τους, που κανένας ίσως δεν θα τα διαβάσει ποτέ. Που θα μείνουν για πάντα μες στα συρτάρια τους κλεισμένα, παραπεταμένα, παντοτινά χαμένα… Οι αληθινοί ποιητές δεν βραβεύονται με τα βραβεία. Δεν περιφέρουν τα πτυχία τους. Ούτε έχουν ανάγκη, στην ανάγκη τους. Τα ποιήματά τους, η μόνη ανταμοιβή τους.

Και τα κρατούν μες στα συρτάρια τους…

Κυριακή, Ιουλίου 04, 2010

Μην θυμώνεις


Μην θυμώνεις
τρύπες βαθιές οι λέξεις
στο διάδρομο η βουή
μεγαλώνει
Μην θυμώνεις
το μυστικό μας στις άκοπες
σελίδες των βιβλίων
μένει ακόμη.

Άγνωστα πρόσωπα μας
κοιτούν από του σπιτιού
την κλειδαρότρυπα
μα εμείς πάντα αφήναμε
την πόρτα ανοιχτή.

Τα ρούχα μας ριγμένα
πάντα στην καρέκλα
μας γύμνωσε ο
κόσμος αθόρυβα
με ανεξήγητες σιωπηλές
φωνές.

Ευτυχία Καπαρδέλη

Βιογραφικό και ποιήματα της κας. Ευτυχίας Καπαρδέλη

Η σελίδα της κας. Ευτυχίας Καπαρδέλη στο Facebook

Σάββατο, Ιουλίου 03, 2010

Κύπρος


Δείτε στο παραπάνω βίντεο το ποίημα "Κύπρος, το μαρτυρικό νησί της Αφροδίτης", της Δέσποινας Κονταξή,το οποίο βραβεύτηκε στον 9ο Διεθνή ποιητικό διαγωνισμό του σύλλογου Λόγου-Τέχνης και Ελληνικού πολιτισμού Γερμανίας. Ωραία μουσική, συγκλονιστικές εικόνες, μεγαλειώδη λόγια...

Στάλθηκε στο ιστολόγιό μας από τον κ. Ηλία Δεμιρτζόγλου. V.M.!

Παρασκευή, Ιουλίου 02, 2010

Σπονδή


Στον τέλειο κύκλο του μυστηρίου
αμέτρητα άπειρα θεϊκά μάτια
άστρα, κόσμοι που καίγονται
κομματιάζονται
κι ολοένα γεννιούνται
μια λάμψη ξαφνική και ένα
αστέρι χάνεται από τα μάτια.

Αυγή… Ο Ήλιος σκάζει
χτυπά τις θεόρατες κορφές
της γης, ήλιος πολύς
αχτίδες μοιράζει
στης νιότης την τρελή ορμή.

Διάβα γλυκό, πυρωμένα χείλη
μια δίψα με σπρώχνει
να πιω
νέα ζωή, ηδονής ροδόσταμα
στου κορμιού σου την κρυψώνα
άστρων σπονδή.

Ευτυχία Καπαρδέλη

Βιογραφικό και ποιήματα της κας. Ευτυχίας Καπαρδέλη

Η σελίδα της κας. Ευτυχίας Καπαρδέλη στο Facebook

Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010

Θέλω να κλάψω απόψε


Θέλω να κλάψω απόψε, μα μού στερέψαν τα δάκρυα… Θέλω να τραγουδήσω, μα γύρω μου, κλαίνε… Θέλω να πω ψέματα μεγάλα, να παραμυθιάσω τους ανθρώπους, αλλά εγώ πρώτος χρειάζομαι τα ψέματα, το παραμύθιασμα εγώ…

Θέλω να πιστέψω πως θα ξεφύγουμε απ’ την «ανάξια πλερωμή» που ετοίμασαν για μας δειλοί και μικρόψυχοι. Σάμπως είμαι εγώ ικανός, σάμπως δεν είμαι δειλός ή μικρόψυχος. «Τον εαυτό σου να σώσεις», κάποιοι φωνάζουνε…

Ο Σταυρός βαρύς. Ένα νιο γαϊδούρι, ο κόσμος, ικανό για το φόρτωμα. Στοίβες όμως τα ξύλα, στοίβες τα βάρη, συνάχτηκαν. Και ιδού, λυγίζει τα πόδια του… Και ιδού, ο Βαραββάς επιτάσσεται, με αντάλλαγμα Αρχόντου!

Οι αδύναμοι αποθέτουν σήμερα στο κατώφλι του τα λάφυρα. Αύριο οι δυνατοί. Μεθαύριο όλοι. Αντιμεθαύριο, κανείς… «Γιατί τα τραγούδια τους σώπασαν; Δεν έχουνε αυτοί παιδιά; Πού έφυγαν όλοι τους»; Γυναίκες στέρφες… Λαός ξενικός…

Εκλιπαρούν οι λογοτέχνες μας για τα έργα τους: «Είναι καλό, πάρε το δικό μου! Είναι αριστούργημα! Λυπήσου με, πάρε το»!... Βλέπουν οράματα – χρυσά νομίσματα κουδουνίζουν πίσω απ’ τους στίχους τους.

Στο δρόμο, το «κοριτσάκι με τα σπίρτα», γράφει στίχους στα σύννεφα. Στο δρόμο, ο «Γιάννης Αγιάννης», μετράει τα κέρματα του πουγκιού του. Είναι απίστευτα λίγα… Όλος του ο πλούτος η ρημαγμένη καρδιά του. Βιος του, η ανεργία του.

Είναι απίστευτα λίγοι οι μήνες που αρκούν για ν’ αλλάξει το μέλλον, χωρίς τους ανθρώπους του. «Το μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε»… Ω, η «απόπειρα» αυτή θα ’χει άδοξο τέλος! Ω, της απόπειρας το άδοξο τέλος! Το τέλος, το τέλος!...

Θέλω να ουρλιάξω απόψε, αλλά λύκος δεν έγινα. Δεν κυκλοφορώ στο λυκόφως, δεν κοιμάμαι στο λυκαυγές! Ακούω μοναχά τους λύκους του δάσου, να με πλησιάζουν όλο και περισσότερο… Κοντεύω… Γίνομαι… Φρούτο ώριμο για κοπή…

Το μεσημέρι θα με βρείτε στο τραπέζι σας. Με το μαχαίρι σας θα με τεμαχίσετε. Με το πιρούνι σας θα γευτείτε τη σάρκα μου. «Παραγινωμένο, φτου»! Κίνδυνος! Κίνδυνος! Διώξτε τον τούτον, πετάξτε τον, κλωτσήστε τον να φύγει!

Ο κάδος είναι σιδερένιος. Γκλον!... Το καπάκι του, κλείνει σκοτάδι… Το φοβάμαι το σκοτάδι! Λυπήσου με! Θα είμαι καλό φρούτο. Μη με πετάξεις! Έχω χυμούς ακόμα να δώσω! Θα τα καταφέρουμε, λέω… Κοίτα! Ξημέρωσε – λέω…

Verse Monkey!