Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2010

Οι πνευματικοί άνθρωποι


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Να, που γεμίσαμε πνευματικούς ανθρώπους… Κυκλοφορούν αθρόα ανάμεσά μας, πολύ μας μοιάζουνε! Φατσικά, θα ’λεγες πως υστερούν πολλές φορές στη σύγκριση μαζί μας – ειδικά άμα τυχαίνει να είμαστε αχτύπητα μανουλομάνουλα! Ό,τι φάτσα πάντως και να ’χουμε, όλο και κάποιο γείτονά μας, μάς θυμίζουνε…

Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι άλλη κατάσταση. Διαφέρουν! Κι αν δεν το ξέρατε, σάς το λέμε εμείς, να το μάθετε! Πρώτα-πρώτα, δεν συναντιόνται στο δρόμο όπως οι υπόλοιποι. «Συναντώνται πνευματικά»… Δεν πάει να βρίσκονται στου διαόλου τη μάνα ο ένας, στου τριβόλου τον πατέρα ο άλλος! Έχουν τον τρόπο τους να βρεθούνε. Και να συνδιαλεχτούνε…

Ανταλλάσσουνε αρμαθιές λουλούδια μεταξύ τους – νοερά. «Σού ’κοψα τον πολυτιμότερο ανθό της ψυχής μου, χρυσή μου». «Ω, πάρε κι από μένα μια ωραία μολοχάνθη». («Μολοχάνθη» ονομάζεται η ανθισμένη μολόχα). Τους στίχους-περιβόλι τους, τους συντάσσουν εν σοφία, τους απαγγέλλουν εν χορώ και τους κατοχυρώνουν στα κατά τόπους συμβολαιογραφεία, μην και τους τούς κλέψει κανείς και γίνει διάσημος!

Ω, τι αρά, ω, τι αρά,
μού κλέψαν λόγια φοβερά,
που τα ’χα, Θε μου, με τι τάξη
και με τι κούραση συντάξει!...

Έτσι θρηνούν και οδύρονται, μόλις συμβεί το απευκταίο και οικειοποιηθεί άλλος τους πνευματικούς τους καρπούς. Κακό πράγμα, βέβαια, η κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αλλά πώς να λυπηθείς τον Αυγεία, που ένα πρωί πετάχτηκε έντρομος απ’ το κατώι του φωνάζοντας πως άγνωστοι τού ’κλεψαν την νύχτα πέντε τσουβάλια με κόπρο;

Καθένας που έγινε στιχοπλόκος, νομίζει αυτοδίκαια πως έγινε και ποιητής! «Κοίτα εδώ, τι αριστούργημα έφτιαξα», κομπορρημονεί και επαίρεται. «Ναι, βρε Μπάμπη! Εσύ το ’γραψες όλο αυτό; Από το κεφάλι σου βγήκε;», ρωτά γεμάτος δέος ο συμμούτρης του Μπάμπη, που παίζουνε τάβλι στο καφενείο…

«Είδες; Είδες; Άλλο επίπεδο ο Μπάμπης», επαναλαμβάνουν κι οι άλλοι θαμώνες του καφενείου εκστατικοί. «Κέρασέ τονε μια μπύρα, τώρα». Ύστερα από καιρό, ο Μπάμπης ξεχνάει να γράψει άλλο ή βαριέται ή κουράζεται ή τον πιάνει – άκουσον, άκουσον – το λεγόμενο «writer’s block». «Παίξε τα ντόρτια Μπάμπη μου» και «γιατί δεν εξασκείς το ταλέντο σου, Μπάμπη μου»;

Δεν φαντάζεστε, πόσοι μπάμπηδες γράφουν «ποίηση», στις μέρες μας! Μεταξύ τους διαβάζονται, μεταξύ τους οργανώνονται σε συλλόγους, μεταξύ τους βραβεύονται! Κι η δύστυχη ποίηση, αγρός ακαλλιέργητος (αυτό κι αν είναι αρά), τόπος απαγορευμένος για τους ποιητές της. Που δεν είναι (κατ’ ανάγκη) πνευματικοί άνθρωποι… Μα γράφουν μαντινάδες στα φτωχόσπιτα της Κρήτης, καντάδες στα καντούνια της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς.

Οι αληθινοί ποιητές είναι πάντα εξόριστοι από τις συνάξεις των σπουδαγμένων και των σοφών. Γράφουν άγνωστοι κι αναναγνώριστοι τ’ άγια ποιήματά τους, που κανένας ίσως δεν θα τα διαβάσει ποτέ. Που θα μείνουν για πάντα μες στα συρτάρια τους κλεισμένα, παραπεταμένα, παντοτινά χαμένα… Οι αληθινοί ποιητές δεν βραβεύονται με τα βραβεία. Δεν περιφέρουν τα πτυχία τους. Ούτε έχουν ανάγκη, στην ανάγκη τους. Τα ποιήματά τους, η μόνη ανταμοιβή τους.

Και τα κρατούν μες στα συρτάρια τους…

Δεν υπάρχουν σχόλια: