Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009

Λαχανοντολμάδες από την Νανά Τσούμα, Ν.Ε.Τ. 105,8 FM


Η Νανά Τσούμα (http://nanatsouma.blogspot.com), στην προχθεσινή ραδιοφωνική της εκπομπή "Κάτω απ' το κιόσκι" μας κέρασε υπέροχους λαχανοντολμάδες!... Επιφυλασσόμαστε να ανταποδώσουμε το συντομότερο δυνατό με κάτι πολύ Άλφα! Δυνατό, δηλαδή.

Verse Monkey!

Υ.Γ.: Θυμίζουμε πως η εκπομπή της Νανάς "Κάτω απ' το κιόσκι" είναι ραδιοφωνική και προβάλλεται από την Ν.Ε.Τ. 105,8, κάθε βράδυ στις 23:00-00:00, πλην Σαββατοκύριακου. V.M.!

Ο δρόμος των εκατό σιωπών


Αφού ήταν να χαθείς, κι εγώ λοιπόν,
στο δρόμο δε θα βγω ξανά για σένα,
το δρόμο αυτό των εκατό σιωπών,
που διάλεξες να πας χωρίς εμένα.

Στην πόρτα του σπιτιού μας την κλειστή,
ποτέ πια δε θ' αφουγκραστώ να μπαίνεις,
με τον καιρό κι αυτή θα γκρεμιστεί,
γιατί στο σπίτι τούτο δε θα μένεις.

Σ' ερείπια και χαλάσματα θα ζω
και θα 'χω δυο γατιά για να τα βρίζω,
οι γείτονες θα λένε, «τι χαζό!»
και θ' απορούν που δε μετακομίζω.

Και μιαν ημέρα κρότων κι αστραπών,
ξωπίσω σου θα 'ρθώ στον ίδιο δρόμο,
το δρόμο αυτό των εκατό σιωπών,
μ' ό,τι δικό σου κράτησα, στον ώμο.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Ερωτικοί ήχοι και μελωδίες


Η μεγάλη χωρητικότητα της γνώσης,
με οδηγεί, με κλειστά μάτια στο μέλλον.
Η μελωδία της, όταν καθρεπτίζεται μόνη σε νερό,
θέτει αυτόματα ερωτευμένο, όποιον την αγαπήσει.

Κιθάρας ήχος, ζεσταίνει τα κρύα βράδια
και δημιουργεί μητρική ατμόσφαιρα, η μελωδία, το μωρό της κοιμίζει.

Τα καλοκαίρια σαν κάθομαι με φίλους να πιω δυο ποτά,
νοσταλγώ τον χειμώνα, την παγωνιά.

Οι κρύοι και απόμακροι κανόνες της κοινωνίας αντικατοπτρίζουν τον φθόνο,
άγονη γραμμή λεωφορείων, που οδηγεί σε απρόσιτους προορισμούς.

Απαραίτητα, πολλές φορές συμβιβαζόμενος, φθείρομαι.
Ανασκουμπώνομαι κάθε που με ενοχλεί κάτι.
Αναστατώνομαι όταν μια φιλενάδα απ’ το χθες με θυμηθεί.
Τα όρια της φιλίας με δυσκολία, κρατούν σε απόσταση το πάθος.

Όταν δυο σώματα, ψάξουν το ένα για το άλλο,
οι νύχτες ομορφαίνουν, λάμπουν, αρώματα αναβλύζουν και μουσικές και ήχοι.
Δεν μετρά αν χειμώνας είναι ή καλοκαίρι θα ’ρθει.
Ούτε ο χρόνος μετράει, ούτε ο χώρος, ούτε τίποτε.
Η κλίμακα της έλξης στρεβλώνει απρόσμενα την πραγματικότητα.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2009

Ούτις!


Πολύφημε
που φήμη απέκτησες
τυφλός, καημένε!
Το μάτι σου φως
δεν ήτανε καημένε.
Μόνο μια σπασμένη ίριδα
κι έσταζε πάνω της
το αίμα των συντρόφων
του Κανένα!
Κύκλωπα, σκότος σε κύκλωσε
με την ανήλιαγη τρίαινά του
κι η τρίαινα του πατέρα σου
ανίσχυρη ήταν
να σου δώσει φως!
– Τι θεός ήταν; –

Τι να την κάνεις
τώρα τέτοια φήμη
αλυσοδεμένη
στη δόξα του Οδυσσέα,
ρακοσυλλέκτη του μύθου;

Και συ να ψάχνεις τον Ούτι
και κανένας να μη σου δείχνει
τον εαυτό σου,
Ούτι!

Του Βασίλη Μιχ. Κομπορόζου

Οι πόρνες της Πειραιώς


Οι πόρνες της Πειραιώς, μπρος στα χαλάσματα,
γυμνές, σκελετωμένες σα φαντάσματα,
καπνίζουνε τσιγάρο, φτύνουν τα σκληρά
φορώντας τα καπέλα τα φανταχτερά.

Περνά ο πελάτης, παίρνει μια και φεύγουνε,
οι υπόλοιπες δε βλέπουν, τ' αποφεύγουνε,
προσμένουν στη σειρά τους τον επόμενο,
το γέρο, το σακάτη και τον γκόμενο.

Λερά ξενοδοχεία, αγοραίος έρωτας,
τι κάνω εγώ 'δώ πέρα, κάποτε ρωτάς,
μα είναι μικρόβιο, που μολεύει το αίμα σου,
το σπέρμα, τον ιδρώτα και το βλέμμα σου.

Κάποιες θα μείνουν ρέστες, ξημερώματα,
βαμμένες με κραγιόνια και με χρώματα,
σ' αχτίδες που χλωμές-χλωμές ξεχύθηκαν,
τις σκέψεις να μαζεύουν που θυμήθηκαν.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Απόψε 3 ταινίες σούπερ σεξ


Σε ’χασα και με ρημάζει η Πειραιώς, πιο δυνατή από ποτέ.
Λες κι έμαθε πως πια δεν έχω σύμμαχο
για να τη διασχίσω.
Σε ’χασα και τα παλιά της κτίρια απόξω τους μ’ αφήνουν.
Φωτίζουν οι ρεκλάμες.
Σε ’χασα και δένω τα λουριά σφιχτά στο κάθισμά μου,
να ξαναδώ την πτήση μας στο πορνοσινεμά.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

Αθήνα


Αφιερωμένο στην κυρία Ελένη Νικ. Δάλλα, που πολύ όμορφα περιέγραψε* το αραίωμα του κόσμου στην Αθήνα! (Τους χαιρετισμούς μας λοιπόν στην Ποιήτρια και σε όλους τους φίλους του «σταθμού»). Δ.Ζ.

Καλοκαίρι στην Αθήνα
ο κόσμος αραιώνει
μα μεις περνάμε φίνα
κάθε που μας νυχτώνει.

Λυκαβηττό περπάτησα
Πλάκα και Κολονάκι
κάθε που σε αγκάλιαζα
μου έσκαγες φιλάκι.

Μπουζούκι ακούω τρίχορδό
στίχους που αγαπάω
απόψε και τους φίλους μου
έτσι εγώ ξεχνάω.

Αθήνα με μεγάλωσες
με την σκιά του βράχου
με το φεγγάρι συντροφιά
να μένω από κάτω.

Καλοκαίρι στην Αθήνα
ο κόσμος αραιώνει
μα μεις περνάμε φίνα
κάθε που μας νυχτώνει.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Μικρή παραλλαγή Ι:

Μπουζούκι ακούω τρίχορδό
στίχους που αγαπάω
και έτσι τις ακρογιαλιές
εύκολα τις ξεχνάω.

Μικρή παραλλαγή ΙΙ:

Αθήνα με μεγάλωσες
με την σκιά του βράχου
με το φεγγάρι συντροφιά
πηγαίνω πάνω κάτω.

(Από τη συλλογή, "Versemonkey, σε Στυλ Ρεμπέτικο"). Δ.Ζ.

* Ο ποιητής Δημήτρης Ζ., στην παραπάνω αφιέρωσή του αναφέρεται σ' ένα κείμενο της λογοτέχνιδας Ελένης Νικ. Δάλλα, το οποίο αναρτήθηκε από την ίδια και κοσμεί την Πύλη μας. V.M.

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2009

Οι δώδεκα νέοι στον Αχιλλέα


χαῖρέ μοι ὦ Πάτροκλε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι·
πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην,
δώδεκα μὲν Τρώων μεγαθύμων υἱέας ἐσθλοὺς
τοὺς ἅμα σοὶ πάντας πῦρ ἐσθίει· Ἕκτορα δ᾽ οὔ τι

(Ομήρου Ιλιάδα, Ψ 179-182)

Αχιλλέα,
σαν κούτσουρα ξερά
μας έριξες στην πυρά
σαν κούτσουρα ξερά
μας κατασπάραξε η φωτιά
λιοντάρι εσύ
κι εμείς ελάφια νιογέννητα.

Σαν κούτσουρα ξερά
τέφρα μας κατάντησες,
εμάς τα δέντρα
τα καρπούς στεφανωμένα
που διακήρυσσαν στην πλάση
το φως της νιότης
και τη δόξα της εφηβείας

τέφρα και μας πέταξες
σκύβαλα στον άνεμο
και άθυρμα γίναμε
των παιδιών του Αιόλου
κι άταφη σκόνη
στην τεφροδόχο της ιστορίας.

Αχιλλέα,
τύμβο μεγαλόπρεπο
εσένα θα σου στήσουν
μα ο δικός μας τύμβος
η λεπίδα του σπαθιού σου
και της καρδιάς σου.

Αχιλλέα
που των μανάδων μας τα δάκρυα
δεν έπλυναν το κορμί μας

αχ, πως θα μισήσεις
τη δόξα του πολέμου
στου Άδη
το μουχλιασμένο έρεβος
και κει κάτω κανείς
δε θα σε προσκυνά.

Αχ, τι κέρδισες Αχιλλέα
που ορέχτηκες
την άτη της εκδίκησης
και μας στέρησες
το κλέος της ζωής;

Του Βασίλη Μιχ. Κομπορόζου

Νέα γρίπη

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Mayday! Mayday!... Σήμερα είναι η μέρα που διάλεξα εγώ ν’ ανησυχήσω μαζί με σας, για τη νέα γρίπη και την τρομάρα της… Η νέα γρίπη λοιπόν, η αφεντιά της, ήρθε ακάλεστη για να μάς θυμίσει πόσο μικρά κι απροστάτευτα όντα είμαστε πάνω στη γη… Λες και δεν το ’χε πει ο ποιητής Καβάφης, σε ανύποπτο χρόνο: «Το έργο των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής»…

Δυστυχώς, τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ σοβαρά… Όσο η γη φθίνει, το περιβάλλον αλλοτριώνεται, το ζωτικό μας οικοσύστημα μεταλλάσσεται, όσο ο άνθρωπος δρα απρόσεχτα κι ανεύθυνα, τόσο νέα βακτήρια, ιοί, καινούργιες μορφές βλαπτικών μικροοργανισμών, θα προκύπτουν, θα εξελίσσονται, θα απειλούν. Ζώντας εις βάρος μας - ημών αποτελούντων, ούτως ειπείν, την τροφή τους…

Julyday! Julyday!... Θα λένε στο μέλλον, για σήμερα, και τούτη την παράδοξη λέξη, θα τη «βλέπουν» τα λεξικά… Μα, ένας γείτονάς μου, χαμογελούσε. Χτες βγήκα μια βόλτα (στην Νέα Μάκρη όπου παραθερίζω και σάς λείπω, το ξέρω) κι εκεί στο δρόμο για την ντίσκο, ένας φίλος-γείτονας στάβλιζε τ’ αμάξι του (ελληνιστί πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ). «Ανησυχώ», τού είπα. «Ανησυχώ πολύ για τη νέα γρίπη»!...

«Χα, χα», απάντησε. «Εγώ δεν ανησυχώ καθόλου. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, είχε ξαναπέσει επιδημία γρίπης και πέθαναν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι». Αν και γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, μού φάνηκε αρκετά σοφός και θέλησα να παρηγορηθώ με τα λόγια του. Η ψυχή μου αλάφρωσε λίγο, αλλά ιδού τι γύρισα και τού είπα: «Ναι, εντάξει», τού είπα, «έτσι είναι. Αλλά βρήκαμε το εμβόλιο… Να δείτε που κάποια μέρα δεν θα το βρούμε. Και, τότε, θα είναι το τέλος»…

Ύστερα συνέχισα το δρόμο προς την ντίσκο. Όχι για χορό και ξεφάντωμα – ήταν βλέπετε μέρα ακόμα. Αλλά για περπάτημα. Και σκεφτόμουνα… Αν δεν βρούμε το εμβόλιο; Τότε λίγο-λίγο, θα ξεκληριστούμε! «Θα ξεκληριστούμεεε! Θα ξεκληριστούμεεε!», φώναζαν κάτι κατσαρίδες όταν, πάνω τους, έριχνα – παιδάκι – κείνο το σπρέι δηλητήριο, που το λέγανε Ντι-ντι-τι! Κι αγνοούσα ότι, τα κατοπινά χρόνια, θ’ αναπτύσσανε στους οργανισμούς τους αντισώματα για να το αψηφάνε…

Μήπως, αναρωτιόμουνα με βδελυγμία, είμαστε εμείς οι κατσαρίδες; Και, άραγε θα το ξεπεράσουμε αυτό το κακό τώρα; Φαντάστηκα κάτι σκληρούς δημάρχους του μέλλοντος, που θα περιφράξουν την επικράτειά τους. Φαντάστηκα ότι θα δημιουργηθούν περιοχές-γκέτο! Ότι θα υπάρχουν καλύβες στα όρια των γκέτο, όπου θα μπαίνουν σε καραντίνα για κάμποσο καιρό οι υποψήφιοι να ενταχτούν μέσα στο γκέτο!

Φαντάστηκα πολέμους, μεταξύ των υγιών και των αρρώστων. Αγώνες για το ψωμί και το νερό! Οραματίστηκα το πισωγύρισμα του πολιτισμού. Τον αφανισμό του είδους μας… Θυμήθηκα την αναφορά κάποιων θρησκευτικών βιβλίων στους «Γίγαντες»! Συλλογίστηκα πως μπορεί οι γίγαντες να ήταν κάποιο άλλο είδος που χάθηκε. Μετά, παρέλασαν μπροστά μου οι δεινόσαυροι. Ποιος μετεωρίτης; Κάγχασα… Κάποια «νέα γρίπη» αφάνισε εν μια νυκτί τους δεινόσαυρους…

Στην ντίσκο, συνήλθα. Κάθισα στο πεζούλι απέξω… Αν, απλά, φυλαχτούμε για λίγους μήνες; Κλαψούρισα… Αν φανούμε λογικοί και δεν πανικοβληθούμε; Τότε, ασφαλώς, θα εξελίξουμε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο… Κι όλα θα πάνε καλά. Δε θα γίνει η ζωή μας εφιάλτης. Μόνο που πρέπει να φανούμε ιδιαίτερα υπεύθυνοι για λίγο καιρό. Το τονίζω αυτό. Ας μην ανοίξουν τα σχολεία για έναν-δυο μήνες. Μη φοβάστε, θα μορφωθούν τα παιδιά μας…

Ας αποφεύγουμε το συνωστισμό. Ας τηρούμε μ’ ευλάβεια τους κανόνες (στοιχειώδους) υγιεινής. Ας διπλο-τριπλοπλένουμε τα χέρια μας στη βρύση με σαπούνι. Ας πετάμε ύποπτα αντικείμενα μικρής αξίας κι ας απολυμαίνουμε σχολαστικά τα ακριβά. Ας τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ μας… (Χμ, τούτο το τελευταίο δεν είναι τόσο εύκολο άμα είσαι ελεύθερος κι αναζητάς την/τον σύντροφό σου).

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Έχει ανάγκη την παρέα του άλλου. Έχει ανάγκη την πολυκοσμία, για να γεμίζει το ψυχικό του κενό. Αγριεύεται όταν ζει σαν ερημίτης. Είδατε κείνους που κατοικούν στ’ απάτητα όρη; Που μιλούν στα προβατάκια τους; Μπορείτε να συνταιριάξετε εύκολα; Έχετε κοινά ενδιαφέροντα; Μα, ποια είναι η αληθινή ζωή τελικά;

Αν δεν καταφέρουμε ν’ ανακαλύψουμε το εμβόλιο τώρα, τετέλεσται. Συνεπώς, θα το βρούμε! Είναι η νομοτέλεια τέτοια. Δεν ανησυχώ πια. Ηρέμησα εγώ, και το μετέφερα σε σας. Αδέρφια μου δεν είστε; Νιώθω πως το πήρατε πάνω σας, για να με ανακουφίσετε. Ο Σίσυφος δεν είχε πού να δώσει την πέτρα του. Ή, μήπως δεν ήθελε να τη φορτώσει σε άλλον; Α, δεν έχω τη μεγαλοσύνη του Σίσυφου.

Ευχαριστώ που με ακούσατε…

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2009

Διάρκεια στιγμής


Υπήρξαμε κάποτε σε μια άλλη ζωή
που ζητούσαμε το άλλο μας μισό
κι όταν το βρήκαμε είπαμε
ήρθε ο έρωτας!

Άρχισε μ' ένα χαμόγελο,
τέλειωσε σαν διάρκεια στιγμής
σαν απόσταγμα ψυχής
που δίνεται όσο υπάρχει ζωή.
Σε ταξίδια νου
που δεν παγιδεύτηκαν
σε χρόνο μοναξιάς.

Αγγίζω το πορφυρένιο
φως της Ανατολής,
όταν δυναμώνει
και αναδύεται ξανά ο έρωτας.
Γίνεται δρόμος.
Ζητά να συναντήσει
την ξεχασμένη αθωότητα.

Της Ελένης Νικ. Δάλλα

(Απο τη συλλογή "Δύναμη ψιθύρων"). Ε.Δ.

Κληρονομιά


Η τέχνη γοητεύει το μυαλό
όπως το καλοκαίρι ελκύει την ζέστη.
Τα όνειρα πραγματοποιούνται
για να απογειώνουν τον νου.

Οραματίζεσαι μια καλύτερη ζωή,
μια δίκαιη κοινωνία, με καλύτερους ανθρώπους.
Φιλοδοξίες πραγματώνεις καθημερινά.
Έτσι τον Θεό μιμείσαι και αυτό όμορφο είναι.

Εξάλλου δεν είναι ντροπή
στον Πατέρα σου να μοιάσεις.
Ίσως αυτός να είναι και ο σκοπός, για τον οποίο υπάρχουμε.
Υπάρχουμε, για να ξεκουράζουμε τον Θεό.

Ο άνθρωπος κληρονόμησε την Αρχιτεκτονική
από τον Θεό για τον Θεό.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Αφορισμοί και αναθέματα

Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Αφορισμός είναι εκκλησιαστική ποινή αποκλεισμού ανθρώπου, από την κοινωνία των χριστιανών. Αφ-ορίζω, ίσον: χωρίζω με φράχτη, τον αφορισμένο από το χώρο της εκκλησίας.

Είναι γεγονός ότι, η φύση εφοδίασε τους ανθρώπους και όλα τ’ άλλα έμβια όντα, με όπλα. Άλλα όπλα για να αμύνονται προστατεύοντας τη ζωή τους, άλλα για να αποκτούν την τροφή τους και άλλα για να επιτίθενται στους εχθρούς τους, που για κάποιο λόγο τους έφταιξαν. Η σουπιά, χύνει το μελάνι της για να θολώνει τα νερά και να κρύβεται όταν απειλείται. Ο σκορπιός το δηλητήριο του, όταν κάποιος τον ενοχλήσει και κινδυνέψει η ζωή του. Το ίδιο και το λιοντάρι με τα υπόλοιπα ζώα. Έτσι λοιπόν και οι ρασοφόροι δεν ήταν δυνατό να μείνουν άοπλοι. Είχαν στα χέρια τους τρομερά όπλα για να επιβάλλονται. Κατ’ αρχάς, χρησιμοποιούσαν τον ξυλοδαρμό. Έδερναν δεμένα τα θύματα τους, όσον απίστευτο κι αν φαίνεται, μέχρις αναισθησίας.

Οι σκληροί πατριάρχες, Φιλόθεος και Κύριλλος των Ιεροσολύμων, καθώς και μεταξύ των άλλων και ο επίσκοπος της Λαρίσης Πολύκαρπος, έδερναν τους υποτακτικούς τους αλύπητα, με τα ίδια τους τα χέρια. Η ένταση του πυρός, της φωτιάς, ήταν ανάλογη με το βάρος της ποινής του καταδικασμένου. Μεγάλη δυνατή φωτιά, για απλές θανατικές καταδίκες. Σιγανή και μεγάλης διάρκειας φωτιά, για βαριές εκδικητικές καταδίκες. Η φωτιά που έκαιγε τους άπιστους και τους παραβάτες, προτιμήθηκε από τους πετροβολισμούς, σταυρώσεις, απαγχονισμούς και καρμανιόλες, διότι κατ’ αυτήν δεν χύνονταν αίμα, που είναι αμαρτία για τους θεοσεβούμενος κληρικούς δικαστές και ασέβεια προς τον Θεό. Έτσι λοιπόν, πολλές λαμπάδες φωτισμένων επιστημόνων και αντιφρονούντων κληρικών, φώτισαν τα μαύρα σκοτάδια του μεσαίωνα. Αργότερα, οι θεοφώτιστοι πατέρες καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, είπαν ότι, “αι μέθοδοι αυταί, είναι ξέναι προς το Ευαγγέλιο”, και ότι, “τα όπλα ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά”. Έτσι, οι αθεόφοβοι αυτοί πατέρες μας, επινόησαν τον αφορισμό και τ’ αναθέματα καθοδηγούμενοι πάντα από το ζωοποιό Άγιο Πνεύμα. Αφορισμός σημαίνει αποβολή του αφορισμένου, από όχι μόνον την εκκλησία, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Ο αφορισμένος, θεωρείτο πεθαμένος και τον πενθούσαν για τέτοιον.

Παλαιότερα, κυρίως κατά την εποχή των ταγμάτων πίστεως, Φραγκισκανών Ιησουιτών, Ιεράς Εξέτασης κ.λπ., οι αφορισμένοι, ήταν υποχρεωμένοι, να φορούν ένα τρίχινο σάκο και να κουρεύουν τα μαλλιά τους. Έκλαιγαν κι οδύροντο σερνόμενοι στα πόδια των παπάδων, εκλιπαρώντας έλεος και συγχώρεση. Ο τρόπος που εκτελείτο ο αφορισμός, όπως μας αναφέρει ο Γάλλος, G. Saint Sauveue, που έτυχε να είναι αυτόπτης μάρτυρας, ήταν πολύ πένθιμος και μακάβριος. Έκανε τον άμαθο απλοϊκό λαό να τρέμει από τον φόβο του. “Ο πρωτόπαπας, με πένθιμο ράσο κι ένα μαύρο κερί στα χέρια, βάδιζε προς το σπίτι του θύματος, έχοντας μπροστά άλλους κατάμαυρα, πένθιμα, ντυμένους παπάδες, που κρατούσαν μεγάλη μαύρη σημαία και ένα μεγάλο μαύρο σταυρό. Πίσω τους δε, ακολουθούσαν άλλοι παπάδες, ψάλλοντας ξόρκια”. Μεταξύ των άλλων έλεγαν: “να πέσουν επάνω του οι λύπες του Ιώβ, η μοίρα του Ιωνά, η λέπρα του Ιεχωβά, το σκότος των νεκρών, οι αγωνίες των αποθανόντων, οι καταιγίδες της κόλασης, άλυτος μετά θάνατο και τυμπανιαίος…”. Πολλοί προτιμούσαν τον θάνατο από τον αφορισμό.

Το τελετουργικό του αναθέματος, είναι κάπως διαφορετικό. Εδώ ο πρωτόπαπας βρίσκει ένα πολυσύχναστο μέρος ή ένα σταυροδρόμι και ενώ ακολουθείται από άλλους παπάδες και από πλήθος κόσμου, που είχε παρακινήσει για τον σκοπό του αναθέματος, χαράζει στο χώμα το σήμα του τάφου. Στη μέση, ανοίγει μια τρύπα και χώνει ένα καμένο κούτσουρο, ψάλλοντας κατάρες που έχουν σκοπό να παραδώσουν το θύμα στον διάβολο. Το καρβουνιασμένο κούτσουρο είναι το κορμί του αναθεματισμένου. Ο πρωτόπαπας ρίχνει πάνω στο κούτσουρο την πρώτη πέτρα αναφωνώντας, “ανάθεμα”. Κατόπιν και οι παραβρισκόμενοι είναι υποχρεωμένοι, να ρίξουν πέτρες πάνω στο κούτσουρο, φωνάζοντας “ανάθεμα”. Έτσι, ο σορός μεγαλώνει και γίνεται βουναλάκι από πέτρες, γιατί και οι περαστικοί είναι υποχρεωμένοι να ρίχνουν πέτρες και να φωνάζουν “ανάθεμα”, αν ήθελαν να μην τους πιάσουν οι κατάρες που ελέχθησαν για τον αναθεματισμένο.

Ένα απ’ αυτά τα αναθέματα ήταν και το μεγάλο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, στο Πεδίον του Άρεως, τον Δεκέμβριο του 1916, αναθεμάτισε τον μεγάλο Έλληνα πολιτικό, Ε. Βενιζέλο, με όλες τις παπαδίστικες κατάρες, που στέλνουν τα θύματα στο διάβολο, λέγοντας: “Να κληρονομήσει τη λέπρα του Γιέζη, την αγχόνη του Ιούδα, του Ισκαριώτη, προκοπή να μην ιδεί, μηδείς εκκλησιάσει αυτόν, ή αγιάσει, ή θυμιάσει, ή αντίδωρο αυτώ δώσει, ή συμφάγει ή συμπίει, ή απλώς συναναστραφεί και χαιρετήσει αυτόν…”. Δυστυχώς, καθαρά βλέπουμε εδώ ότι οι παπάδες δεν προσφέρουν υπηρεσίες και θυσίες μόνο στο Θεό, αλλά και στο αντίπαλο του, τον Διάβολο.

Οι αφορισμοί και τα αναθέματα δεν κεραυνοβολούσαν μόνον τον απλό λαό λόγω άγνοιας και αμάθειας, που το έπαιρναν επί πόνου και πέθαιναν από την αγωνία και τη στενοχώρια τους. Έπεφταν, και μάλιστα κατά τον ίδιο τρόπο, και στα κεφάλια των ίδιων των κληρικών, παπάδων, δεσποτάδων ακόμα και πατριαρχών. Ο ένας αφόριζε τον άλλον για ψύλλου πήδημα. Ο Πατριάρχης Φώτιος αφόρισε τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος τον Φώτιο. Παΐσιος τον Αρσένιο και τανάπαλιν. Η μια Σύνοδος, αφόριζε την άλλη και η δεύτερη την πρώτη και όποιος προλάβαινε αφόριζε τον άλλον. Ο δεσπότης περιέρχονταν την ύπαιθρο και αφόριζε όποιον του υπέδειχναν οι εχθροί του, αντί αμοιβής τις πιο πολλές φορές. Να λάβει υπόψη του κανείς, ότι όλοι αυτοί οι αφορισμοί και τα αναθέματα γίνονταν με την ευλογία της τριαδικής Θεότητας και εις το όνομα Της.

(Ταυτόχρονη ανάρτηση στο http://godfairytales.blogspot.com/. Από το βιβλίο του Μάρκου Κ. Κουλούρη, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!

Χαρούμενο ποίημα


Καταρρέει,
μέσα στου αέρα τη ροή
κι’ ώρα
το δάκρυ του ρέει.
Ρυάκι (δάκρυνο),
τρέξε τώρα,
στο φαρδύ σου το ρου.
Το γκρι σου
χρώμα φόρα.
Τα όνειρά
του (όνειρά μου),
ξεθωριάζουν.
Γλάροι ωραίοι,
κουρνιάζουν
στα κρύα νερά.
Ύστερα,
γι’ αλλού, πλώρα
βάζουν. (Γι’ άλλη χώρα).
Τρα-λα-ρα.
Καταρρέει,
κράτα καρδιά μου
χρυσή.

Του Στίβεν Αντωνόπουλου

Για την Ελευθερία


Ελευθερία, πόσες φορές με ταξίδεψε η φωνή σου.
Κάθε ταξίδι διαφορετικό, καλύτερο απ’ το προηγούμενο ήταν.
Συντροφιά με το μοναδικό βελούδινο ύψος της φωνής σου
παρέα με τα όνειρα, απογειωνόμουν και αφηρημένος έμενα για ώρες.

Μουσική δεν άκουγα, στίχους δεν θυμάμαι
την μοναδική χροιά της φωνής σου όμως, ποτέ δεν θα ξεχάσω.

Στον γάμο μου σε φαντάστηκα, να παίζεις μόνο για μένα
και εγώ καθισμένος στο πάτωμα να σε ακούω αιωρούμενος πάνω απ’ τους καλεσμένους.

Από τον γάμο μου αυτό θυμάμαι πιο πολύ
το ανύπαρκτο ονειρικό ταξίδι θυμάμαι, μόνο αυτό.

Ποιήματα στο όνομά σου γράφω Ελευθερία
Γιατί οι λέξεις στην ποίηση και οι νότες στην μουσική
και η χροιά της φωνής, αποτελούν…
…τον αθάνατο τρόπο επικοινωνίας, ανθρώπων και γιγάντων.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2009

Ραλλού



Από ανοιχτά παράθυρα, κορίτσια, μέσες λυγερές,
γέρνουν, σαν στάχυα κίτρινα· σκιές ονείρου σιωπηλές.

Μα εγώ φωνάζω, εσένανε, Ραλλού,
να ’ρθεις, ξανά, σαν φως αυγερινού.

Νερά σε βάλτους, στάσιμα, λούζομαι κάθε χαραυγή,
καθώς του δειλινού θαμπό, το χρώμα που ’χω στην ψυχή.

Και τώρα εδώ, φωνές, για σε, Ραλλού,
καημός, σου λεν, μη γίνεις, του χαμού.

Τρελά πουλιά στον άνεμο οι θύμησες ψηλά πετούν,
και στήνω ξόβεργες στο νου, παγίδες, μήπως και πιαστούν.

Σε ψάχνω στα χαλάσματα, Ραλλού,
για δείχτες έχω λάμψη κεραυνού.

Της λησμονιάς νερό να πιω, μου λες, να σε ξεχάσω,
πηγάδι ανάμνησης εσύ, και πώς να ξεδιψάσω;

Απλώνω χέρια στο κενό, Ραλλού,
πιάνω πουλιά ξενιτεμού.

Ποθώ να έρθω να σε δω, μα λένε πως χορεύεις
στην πέρα άκρη του γιαλού, καρδιές και νιους κουρσεύεις.

Γυμνά τα στήθη κολυμπάς, Ραλλού,
μαλλιά λυτά στ΄ αστέρια τ’ ουρανού.

Μη φεύγεις, πέλαγα αλλού μη βάζεις στο μυαλό σου,
το χείλος θαν’ βαθύ γκρεμού, εκεί ο πηγαιμός σου.

Κραυγές μες στο σκοτάδι σου, Ραλλού,
μ’ Αγγέλους, ψέλνω άσμα γυρισμού.

Του Νίκου Μπατσικανή

Τι δεν πάει καλά μ' αυτόν;


Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Οι ήρωες της Μυθολογίας θέλανε απλά να γαμήσουν το κορίτσι που ήτανε δεμένο στο βράχο και γι’ αυτό ξεπάστρευαν το δράκο ή το θαλάσσιο τέρας. Φανταστείτε όμως κάποιον ο οποίος μελετά τη συμπεριφορά του θαλάσσιου τέρατος και αφήνει το κορίτσι ήσυχο. Τι δεν πάει καλά μ’ αυτόν;

Τις προάλλες, σ’ ένα κανάλι με ντοκιμαντέρ για θαλάσσιες έρευνες, ένας επιστήμονας είχε στο πλάι του μια γυναίκα, θύμα επίθεσης καρχαρία, και προσπαθούσε να της εξηγήσει τα αίτια του ατυχήματός της, από το βιντεοσκοπημένο υλικό, που είχε τραβηχτεί με το ατυχές συμβάν. Η κοπέλα ήταν εντάξει. Ήθελε απλά να μάθει τι ήταν αυτό που έκανε τον καρχαρία να της αρπάξει το πόδι. Κανένα πρόβλημα μ’ αυτό.

Ο τύπος δίπλα της, βρήκε ότι αφενός ο παφλασμός που έκανε η κοπέλα καθώς κολυμπούσε και αφετέρου το σκάφος διάσωσης, ήταν που προκάλεσε τον καρχαρία να της κολατσίσει το πόδι. Η κοπέλα έμοιαζε να ’χει κάτι το ξεχωριστό όμως, για το μελετητή. Δεν ήταν ούτε τα μεγάλα υπέροχα μάτια της ούτε και το πεντακάθαρο δέρμα της, που τον έκανε τόσο να την εκτιμά. Το ότι επιλέχθηκε απ’ τον καρχαρία, ήταν που τα επισκίαζε όλα.

Αργότερα, ο ίδιος επιστήμονας, υπέβαλε τον εαυτό του σ’ ένα παράτολμο πείραμα: Να μείνει ακίνητος στα ρηχά μιας ακτής, με διάφορους καρχαρίες να κόβουν βόλτες από κάτω του. Ώσπου, ενώ κουβέντιαζε με το συνεργάτη του, ένας λευκός καρχαρίας του άρπαξε ολόκληρη τη γάμπα. Τα μέλη του συνεργείου τον τράβηξαν όσο πιο έγκαιρα γινόταν, ενώ ένα φριχτό θέαμα κατεστραμμένου κάτω άκρου φανερώθηκε σηκώνοντάς τον. Ιστοί και μύες κρέμονταν με μόνο το οστό ανέπαφο – ευτυχώς.

Ο επιστήμονας όμως, έμοιαζε να έχει πάρει την πιο βαθιά ικανοποίηση. Ανήκε πια σε μια πολύ ειδική υποομάδα. Σε αυτή των επιζησάντων από επίθεση καρχαρία· και δεν ήταν πια μόνος.

Το κόκκινο τραγούδι


Κόκκινα λουλούδια, που δε μάζεψα ποτές,
σαν κι αυτά που φέρνουν οι εραστές,
έχουν από χρόνια μες στο βάζο μαραθεί
και τούς πέσαν πέταλα κι ανθοί.

Κάτι λυπημένες, σαν και τούτη, Κυριακές,
βγαίνεις και τ’ αστέρια σου τα καις,
ώρες του βραδιού και νύχτες του καλοκαιριού,
στα χρυσάφια, εσύ, του φεγγαριού.

Όλα σου τα πέπλα τα πετάς κι όλο πετάς
και χορεύεις και με χαιρετάς,
σαν να με γνωρίζεις, σαν να μ’ έχεις ξαναδεί
κι είμαι τόσο δα, μικρό παιδί.

Κόκκινα τραγούδια που δεν τα ’γραψα ποτές,
σαν κι αυτά που λεν οι ποιητές,
κρύβουν μες στους στίχους τη δικιά σου τη μορφή
κι ήθελα να κόψω μια κορφή.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Υγιεινός και εφήμερος


Πρώτα ο ήλιος, μετά ο αέρας
τα σύννεφα διώχνουν την αισιοδοξία.
Πρώτα η μάνα, μετά ο πατέρας
χωρίς όρια η ανθρώπινη ματαιοδοξία.

Σημαία που κυματίζει
ανεξάρτητα καιρού.
Αυτοκίνητο που αιωρείται
ελλείψει οδηγού…

…και μιας και στο 'πα, παραδέξου πως
η ανθρώπινη, καθημερινή ανεμελιά
σπρώχνει τον άνθρωπο, στην αδιαφορία
Δίνοντας στην αντίδραση αναβολή
ο πλανήτης, αισθάνεται έντονη δυσφορία.

Ανακυκλωμένη δύναμη,
αποκεντρωμένη ανάγκη.
Αποβουτυρώνοντας τη θέληση
γίνεσαι χαλβάς, για νηστεία
Υγιεινός, μα εφήμερος.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Ο Γκιούλιβερ παντρεύεται


Στον υδρότοπο της κουζίνας μου,
εσύ κολύμπαγες.
Η βραδινή σου ενδυμασία ήταν μουσκίδι.
Εγώ, ανήμπορος γίγαντας, στέκω από πάνω σου,
δήθεν απειλητικά,
ντυμένος με τη στολή του ύπνου μου.
Προσπαθείς να μου κρυφτείς πίσω απ’ το τάπερ της Φυτίνης,
ενώ οι κονσέρβες, μου γελούν γεμάτες με παλιόλαδα.
Βάζω το χέρι στον αφρό του Palmolive,
για να σε πάρω από κει,
να μην ακούμε τις φωνές τους.
Μα με τρυπάς κρατώντας ένα ακόντιο-οδοντογλυφίδα.
Ανοίγω τη βρύση από πάνω σου,
να πέσει οργισμένος καταρράχτης
και πάω να κοιμηθώ.
Δεν είναι ανάγκη, άλλωστε, ν’ αλλάξεις γνώμη.

Του Κρις Πατεράτου

Είναι φως


Είναι φως
και κρύβεται πίσω απ’ τα σύννεφα,
τα βαριά, τα στυφά,
που ρίχνουνε ψιχάλες συνεχώς.

Μοιάζει με
χαμόγελο στη νύχτα τη θολή,
σαν αχτινοβολεί,
πανέμορφα, για σένα και για με.

Θα φανεί,
μην σκιάζεσαι θλιμμένο μου όνειρο,
στον καιρό τον υγρό,
πανώριο φως, μια μέρα γιορτινή.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Βίβα, Κεφαλλονιά!


Στην Πάλλη, στην Κεφαλλονιά,
φύτεψα δέντρο με κλωνιά.
Έβγαλε φρούτα και καρπούς,
μ’ αυτός δεν ήρθε π’ αγαπούσ’.

Απ’ το Ληξούρι στ’ Αργοστόλ’,
τού πήγα φρούτα σ’ ένα μπολ.
Τον βρήκα μάντολες να τρώει
και δε με σύστησε στο σόι.

Στου Μύρτου βγήκα το γιαλό,
τα κύματα παρακαλώ.
Πάρτε με, κύματα, μακριά,
που ήμουνα νια κι έγινα γριά.

Της Μαρίνας Κοράλη

Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2009

Ήχοι αστεριών


Μιλησέ μου
όταν θα χάνομαι σ’ ένα κόσμο
που αλλάζει εικόνες του αύριο.

Μιλησέ μου
να δω με τα μάτια της ψυχής σου
ατέρμονα όνειρα
μήπως συμμαχήσουν και χαθούν
στην απογύμνωση τ’ άδικου
στη μοναξιά του σήμερα.

Μιλησέ μου
να κρατήσω
τις χαρές που απόμειναν,
να διαβώ δρόμους
που ακόμη δεν κατέχω,
να θωρώ αγάπες να φωτίζουν
με κρίση δίκαιη και σωστή
του ταξιώτη νου.

Ταξιδεψέ με εκεί ψηλά
ν’ ακούσω ήχους αστεριών
ν’ αγγίζουν το χρώμα της ερήμου.

Λίγες σταγόνες δροσιάς ζήτησα
σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι
στο φως του καλοκαιρινού ήλιου.

Έμειναν οι σκέψεις μου
για την αγάπη του κόσμου
Σ’ ελπίδα
π’ απόμεινε,
στη γέννηση ενός παιδιού.

Της Ελένης Νικ. Δάλλα

(Από τη συλλογή της Ελένης Νικ. Δάλλα, "Δύναμη Ψιθύρων"). V.M.

Δια νόμου


Δια νόμου από χθες,
δυο λέξεις, φίλες αγαπημένες
έξω απ’ το σπίτι κλείδωσα.
Χώρο, να τις κοιμίσω, δεν έχω πλέον.

Τον παράνομα κλεισμένο
ημιυπαίθριο χώρο της ψυχής μου, ελευθέρωσα.
Η τακτοποίηση των αναγκών μου
προσωπική υπόθεση.
Στο σπίτι μου κουμάντο εγώ κάνω.

Προκειμένου νόμιμος να είμαι
την κοκέτα απ’ το μπαλκόνι χάρισα,
στη θέση τους όμορφα λουλούδια έβαλα
κι όμως, πιο μελαγχολικά τώρα γράφω.

Οι δυο τους άλλωστε, στην κρύα τσιμεντούπολη
τόσο ξένες νιώθανε, χρόνια τώρα.
Ένα βράδυ τις άκουσα που το λέγανε.
Και τι κρύο χειμώνα, εκεί έξω είχε, Θεέ μου, πως άντεξαν.

Κάπου αλλού, θα βρουν να μείνουν, ελπίζω
κάπου αλλού, ο νόμος, τα ορφανά αλλιώς θα βλέπει,
δεν θα τα στοιβάζει σε μπαλκόνια,
δεν θα τα κρύβει σε υπόγεια.

Από χθές λιγομίλητος είμαι,
βαρετός και στενάχωρος.
Γεια σου Φιλοξενία.
Γεια σου Φιλοτιμία.
Καλό σας ταξίδι.
Θα σας θυμάμαι, για πάντα.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

(Αφιερωμένο στον κ.Σουφλιά και την νέα ρύθμιση για τους ημιυπαίθριους χώρους και τα υπόγεια…). Δ.Ζ.

Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2009

Βρισηίδα


ἄνδρα μὲν ᾧ ἔδοσάν με πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
εἶδον πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον ὀξέϊ χαλκῷ.
(Ιλιάδα, Ραψ.: Τ΄ 291 – 293)

Βρισηίδα που θρηνείς
τον Πάτροκλο απόψε,
θρήνησε λεύτερη τον άντρα σου,
που ξέπνοος κείτεται
στης μνήμης τα λημέρια,
πνοή αγάπης γίνε του.

Τα δάκρυά στα πυρωμένα
μάγουλά σου ανθίζουν
σαν τριαντάφυλλα
κι ευφραίνονται στα πέρατα
του Άδη ο Μήνυτας
και η πατρίδα σου
που την έχουν μόνο
οι χάρτες της νεκρικής σιγής.

Απόψε η χαμένη λευτεριά
σφήκα σε κεντρίζει
με την ευωδιά της
που τής κούρσεψαν το χρώμα
η ορμή του Αχιλλέα
και του πολέμου η οργή.

Βρισηίδα γεύση Αφροδίτης
στου πολέμου την ασχήμια,
αχ, πώς σε περιγελά ο χρόνος
που άθελά σου σ’ έμπλεξε στο έπος
και πήρε όμηρο την ευτυχία σου
και λύτρα δε ζητά παρά το θάνατο.

Θρήνησε, Βρισηίδα,
ρίξε δάκρυα καυτά
σπονδές στα πέρατα του Άδη
να πλυθεί ο Μήνυτας
γίνε μια σπονδή κι εσύ.

Λευτέρωσε τα δάκρυά σου
σήμερα Βρισηίδα,
ποτάμι κάνε τα
την έρημο της θλίψης
να ποτίσεις
και θάλασσα
στην απεραντοσύνη της
να ξεχυθείς.

Του Βασίλη Μιχ. Κομπορόζου

Την μοναδική γυναίκα που δεν αγάπησα σκέφτηκα*


Την μοναδική γυναίκα που δεν αγάπησα σκέφτηκα,
στο σύμπαν να κοιμάται, την φαντάστηκα.

Η ώρα επτά το πρωί και εγώ, ενεργός πολίτης,
μόνος τα αστέρια απέμεινα να θαυμάζω.

Ο καφές υπομονετικά
με περίμενε, άγρυπνος όλο το βράδυ.

Συνεργαζόμενοι, ο νους και η καφεΐνη,
δημιούργησαν νυχτερινή διαύγεια.

Συντονισμένοι προσπάθησαν να φιλτράρουν το παρελθόν
σε όφελος της ικανοποίησης.

Έτσι ίσως το μέλλον να μοιάζει, λιτό και προσιτό,
αποτοξινωμένο θα έλεγα.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

(* Τίτλος δανεισμένος από τον πρώτο στίχο). V.M.!

Σταυροδρόμι


Τόσον καιρό, μες στον καιρό,
κουβάλησες μια ζήση
και το ψωμί, και το νερό,
με κόπο έχεις κερδίσει.

Κι έφτασες να, σε δυο στενά,
δεξιά-ζερβά που πάνε,
όλο ροβόλες και γκρεμνά
και το σταυρό σου κάνε.

Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς,
αν είσαι θύμα ή θύτης,
ούτε της μάνας σου κι αυτής,
να πάρεις την ευχή της.

Και πού θα πας, ποιαν αγαπάς,
σε ποια κηδεία και γάμο,
κάνεις τσιγάρο· το σκορπάς
και μένει η γόπα χάμω.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Ζόμπι - Μεσημβρινή επίθεση


Το μεσημέρι οι μετρητές τρελάθηκαν στο εργοστάσιο,
και το προσωπικό έγινε ολο μια ματιά
που πλησιάζει,
τις φιλενάδες που ρεμβάζουν στον ακάλυπτο
και τους νεαρούς που συνοδεύουν φιλικά.
Είσαι και συ που τρέχεις
με κραυγες πιο αισχρές κι απ' τη στρατιά
των μολυσμένων με τις πυζάμες,
που σε κυκλώνουν άκομψα κι αργά,
δυστυχισμένοι απέξω τους που ζεις.
Μάλλον θα πρέπει να σκοντάψεις.

Του Κρις Πατεράτου

Αντιγράφοντας τα είδωλα


Τα χέρια στον ουρανό απλώνω
το φως αγκαλιάζω
έτσι την γη με τον ουρανό ενώνω
κι ύστερα τους θαυμάζω.

Απλώνω τα χέρια μου στην νύχτα
τα άστρα αγγίζω
θυμάμαι μικρός τα όνειρα που είχα
είχανε χρώμα γκρίζο.

Η ανάπτυξη της συνείδησης
καλά κρυμμένη είναι.
Της μειωμένης αυτοπεποίθησης
αντίπαλος, εσύ γίνε.

Αντιγράφοντας τα είδωλα
η σκέψη γονατίζει
υποκύπτοντας στο τίποτα
και η ψυχή δακρύζει.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Οι παλιές μου θεωρίες


Αλλάζοντας χρώματα στα όνειρά μου
συνειδητοποίησα ότι τους αντιστοίχιζα
νέα χρώματα, παρόμοια αλλά πιο ξεβαμμένα.

Δημιουργώντας νέους πίνακες μ’ αυτά
έκπληκτος είδα ότι τα ίδια θέματα
ήταν πιο όμορφα μα απόμακρα από μένα.

Απορρίπτοντας, κάποιες παλιές μου θεωρίες
άφωνος έμεινα, αντιλαμβανόμενος ότι πάνω μου
είχα, της καθημερινότητας, σημάδια χαραγμένα.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Αντικοινωνική κραυγή


Αντί-επικοινωνιακά ασυμβίβαστα μεταμορφωμένη,
τοπικά εξαπλωμένη, δυναμικά μεταμορφωμένη, είσαι.
Με κυνηγά η αντικοινωνικότητά σου, κι όμως μ’ αρέσεις.
Με στοιχειώνουν τα όνειρα, που άλλοι έκαναν για μας.

Όνειρα φτωχά, δίχως φαντασία, στείρα
Όνειρα φτηνά, όπως αυτά που έφερε, μία μπύρα.

Αντιστασιακή, παλικαρίσια φωνή έχεις, αχ πως μ’ αρέσεις.
Κάθε μαλακισμένη, ψεύτικη γιορτή, απορρίπτεις και απέχεις.
Τον ψίθυρο μικρού παιδιού, μεταμορφώνεις σε κραυγή
την καλημέρα του φτωχού που ακούς, θεωρείς διαταγή.

Πότε ανέμελα στα πράσινα λιβάδια θα σε βρω;
θέλω όπως είσαι, ασυμβίβαστη, να σε γευτώ.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Ο Μπουμπούκης


Ο Τρουμπούκης, ο Μπουμπούκης κι ο Κλεφτόγιαννος,
Παναγόπουλο απαγάγαν για να φαν, να πιουν.
Κει που τρώγαν, κει που πίναν, κει που γλένταγαν,
ήτανε πολύ το χρήμα, δε γλωσσιάζονταν.
"Ελικόφτερο θα πάρω να πετώ ψηλά".
"Μην το λες στο κινητό σου, βρε Μπουμπούκαρε".
"Κι αν το λέ' στο κινητό μου, πες μου ποιος ακούει";
"Στην Ε.Υ.Π. ακούν και θα 'ρθουν να μας πιάσουνε".
Ο Μπουμπούκης μεθυσμένος δεν τον πίστεψε,
το πρωί με χειροπέδες ετραγούδησε:
"Σήκω κούκου μου και τώρα, σήκω αν σού βαστάει,
να 'βαφτίσεις', να ξαφρίσεις και να κελαηδείς".

Verse Monkey!

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2009

Ένα καράβι που ταξιδεύει


Ένα βίντεο για παιδιά. Σε στίχους Παναγιώτη Θ. Τουμάση και μουσική Νόρα Νασιμπιάν. Αν έχετε μικρά, προσκαλέστε τα μπροστά στον υπολογιστή σας για να δουν και να χαρούνε αυτό το animated τραγουδάκι.

Verse Monkey!

Παρασκευή, Ιουλίου 03, 2009

Χρώμα πράσινο


"Απογύμνωση", ζωγραφικό έργο της Ελένης Νικ. Δάλλα

(Τιμητική διάκριση στον Γ΄ Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό 2007 της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά, εις μνήμην ποιητή Στέλιου Γεράνη).

Χρώμα πράσινο,
χρώμα που απλόχερα η φύση μας το δίνει.
Μη μου το στερείτε.
Πονάω όταν προδίδουν την ομορφιά που απλώνεται γύρω μου και η ψυχή μου λυγίζει.
Τρυφερό μου, χρώμα πράσινο,
χάθηκες όπως η νιότη μου, όπως το άγγιγμά μου πάνω στις δροσοσταλίδες που κυλούσαν στις φυλλωσιές σου, κάθε φθινόπωρο.
Δεν έμεινε ούτε το κελάηδισμα των πουλιών να με γαληνεύει.
Υποκλινόμουν σ’ ένα δάσος γεμάτο από το χρώμα του πράσινου και θαρρώ πως κι εκείνο μου μιλούσε.
Ασφυκτιώ,
λιγοστεύει το οξυγόνο μου,
πυρακτώνεται το κορμί μου.
Δεν αναπνέω πια,
όταν παράλογα και ιερόσυλα, κάθε στιγμή μου στερείτε ό,τι μας χάρισε ο Θεός.
Χρώμα πράσινο,
πηγή ζωής,
σημάδι Ελπίδας.

Της Ελένης Νικ. Δάλλα

Πάνω σ' έναν ξένο στίχο


«Ψάχνω έναν βαθουλό άνθρωπο να βάλω τη σούπα μου».

Κική Δημουλά

Κάνω τον άνθρωπο-γαβάθα,
να ’ρθείτε σεις να φάτε σούπα,
άλλοι πεθαίνουνε στην ψάθα
κι άλλοι φαράσι είναι και σκούπα.

Με το βαθύ σας το κουτάλι,
σκάφτε τα μαύρα μου τα σπλάχνα,
για να χορτάσετε και πάλι,
δίχως να βγάζω ο δόλιος άχνα.

Ε, ρε, γαργαλητό που θα ’χει,
μόλις θα φτάσετε στην σπλήνα,
το τροφαντό σας το στομάχι
καταπραΰνοντας την πείνα.

Θ’ αρχίσω τότε ν’ απαγγέλλω,
το στίχο που ’πατε στην Ε.ΡΑ.,
να τον ακούσει ο Pirandello,
στ’ αντικρινό μπαλκόνι πέρα.

Για φανταστείτε να μη ζούσα
στων Ιδεών την Πολιτεία,
μπορεί να σας κατηγορούσα,
για νοσηρή ανθρωποφαγία.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009

Τα φυσικά ενδιαφέροντα


Όπου κι αν σταθείς, ο ουρανός όμορφος είναι.
Απλά κοίταξέ τον, το βλέμμα γυρνώντας.
Αυτό αρκεί.

Δικές σου επιλογές, που δημιουργούν εικόνες…
υψηλής ανάλυσης, εγκεφαλικά αποθηκευμένες.

Όταν τα πατζούρια ανοίξεις, το φως διεισδύει παντού
τα πράγματα όλα, σαν αρνητικό φιλμ, καταγράφουν τη θέα.

Τα παγκόσμια, ανθρωπίνως δημιουργημένα αξιοθέατα
δεν μετρούν μπροστά σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, που θα δεις.

Αρκεί να αποτυπώνεις… τα φυσικά χαρακτηριστικά σκεπτόμενος.
Αρχικά σαν τίτλους ειδήσεων και στη συνέχεια ως έργα τέχνης.

Οι περισσότεροι άνθρωποι τυφλοί είμαστε.
Πορεύουμε, χωρίς να παρατηρούμε.
Χορτοφάγοι υπερκαταναλωτές.
Αδιάφοροι διαβάτες.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Με υψωμένη γροθιά


Διηγηματικά εξιστορώντας το παρελθόν,
θυμήθηκα τόσα πολλά για την καταγωγή μας.
Ιστοριογραφώντας τις εμπειρίες μας, ένιωσα
πως νοσταλγώντας, στερούμαστε το μέλλον.

Δήμητρα, μας άφησες μόνους, απέναντι στον χρόνο.
Παλιννοστούντες, συνειδητοποιημένοι αγνοούμενοι.
Όταν δύο άνθρωποι μετά από χρόνια αγκαλιαστούμε
νέες στοές διαφυγής δημιουργούνται, το άγχος σβήνει.

Τότε, με υψωμένη γροθιά… εκφραζόμαστε… και…
ζωγραφίζουμε με τέμπερες το μέλλον
με γλυπτά αναπαριστούμε το παρελθόν
μα πάνω απ’ όλα, με την ποίηση ταξιδεύουμε
στην θάλασσα, στα νησιά, με καράβια.

Εκείνες οι στιγμές, μοναδικά δικές μας,
περικλείουν, το Παγκόσμιο συναίσθημα.
Γενναιόδωρε Πλανήτη…
η κόρη σου, πηγή ζωής για μας
για πάντα θα μας βυζαίνει.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Πεταλούδα


Μπήκες μέσα στο κουκούλι και μεγάλωσες,
με τις κάμπιες που ’χες φίλες, πικρομάλωσες,
τα φτερά των πεταλούδων, χρυσοφόρεσες,
πάν’ απ’ τα κλωνιά, τον κόσμο, να δεις μπόρεσες.

Χύθηκες στα περιβόλια, τ’ άνθια τρύγησες,
όλα τ’ άγνωρα, τα πρώτα, διπλοξήγησες,
με καινούργιες ερωτήσεις, όμως, γέμισες
και σ’ εχθρούς ενάντια, νέους, επολέμησες.

Σύρθηκες στης γης το χώμα και λαβώθηκες,
απ’ του γίγαντα το πέλμα, μόλις σώθηκες,
εκτινάχτηκες σ’ αιθέρες, βρήκες σύννεφα
και συλλάβισες την νότα, που δεν είναι φα.

Άκουσες της γης το χτύπο που λιγόστεψε,
ένα δάκρυ σου που βγήκε, ο ήλιος το ’στεψε,
στάλαξε σαν δρόσο κάτω, δέντρο πότισε,
πούθε είσαι και πού πηγαίνεις, δε σε ρώτησε.

Τώρα, ένα κουκούλι ψάχνεις υπεράνθρωπο,
για να μπεις και να σε κάνει σαν τον άνθρωπο,
να πιστεύεις σε θρησκείες και παπαδαριό,
να χτυπάς στις εκκλησίες το καμπαναριό.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Η Ελένη Ν. Δάλλα στο Verse Monkey!

Καλωσορίζουμε την Ελένη Ν. Δάλλα, λογοτέχνιδα-ποιήτρια, στα ποιητικά blogs μας. Με τη δική της ενεργή συμμετοχή, γινόμαστε πιο δυνατοί! Πλέον, εκτός από τα ήδη δημοσιευμένα στο Verse Monkey! ποιήματά της (βλ. τις αναρτήσεις από την συλλογή ποιημάτων της, "Έναστρη σιωπή"), η Ελένη Ν. Δάλλα θα δημοσιεύει εδώ και επιλεγμένα αποσπάσματα από τις νέες της δουλειές. Μεταφέρουμε σήμερα με πολλή χαρά την πρόσφατη ανάρτησή της (της 29ης Ιουνίου) στην Πύλη μας, μαζί με το χαιρετισμό της. V.M.!

Μια λέξη όταν μιλά με την καρδιά μοιάζει σαν μια ευχή μαζί με ένα χαμόγελο. Ευχαριστώ για την τιμή και την χαρά που έχω να επικοινωνώ μαζί σας ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Παναγιώτη Τουμάση για την δυνατότητα που δίνει σε λογοτέχνες-ποιητές να μιλούν μέσω αυτού του site. Παραθέτω ένα ποίημα απο την νέα μου συλλογή "Δύναμη ψιθύρων":

Χαμογελώ

Μέσα σε μια σφαίρα πνευμάτων
όπου η ψυχή γυρνά
τον ουρανό ν' αγγίξει
κοιτώ τι μπορούν να λένε τ' άστρα
όταν μιλούν μεσ' στο φως τους.

Πόσο θάθελα μια προσευχή ν' ακούσω
να μοιάζει απόλυτα σαν διδαχή
γιατί κοντά στην αλήθεια,
η βούληση πάντα δεν θεριεύει
μόνο δείχνει αφοσίωση
μέσα στη σιωπή.

Δίνε μου ζωή μου πάντα
της δύναμης το φως
που βγαίνει απ' το σκοτάδι
σε μια ανομολόγητη αλήθεια
που οι χαμογελαστές σκιές
ίχνη πόνου και μοναξιάς
δεν κρατούν,
γιατί τα θέλω μου
τα κάνω πρέπει.

Χαμογελώ, ακόμη κι' αν έρθουν λύπες
Καρτέρια αισιόδοξη του νού μου,
προσεγγίζεις στο χαμόγελο του ήλιου
νωχελικά να με ζεσταίνει.
Στο άγγιγμα των λουλουδιών,
τον έρχομό της άνοιξης να καλωσορίζει.
τραγούδισμα των πουλιών,
στο άκουσμα της φωνής μας.

Ελένη Νικ. Δάλλα

Η βόλτα


Μόνος περπάτησα εχθές, δρόμους πικρούς
την βόλτα όμως, την απόλαυσε ο νους.

Σ’ ένα παγκάκι, αγνάντευα το μέλλον
έγινα θέαμα, περαστικών και ξένων.

Σπίτια παλιά, μικρή αυλή, μικρός ο κήπος
με κοίταξες, αν θέλω κάτι μου πες, μήπως.

Τα δάκρυα μου σκούπισες σαν να ’μουνα παιδί
κι εγώ το δέχτηκα, κάνοντας πέρα την ντροπή.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Καλημέρα


Απλά λόγια, καθημερινά της γράφω,
σ’ ένα χαρτί λογαριασμού σκισμένο, αυτό βρήκα!
Την καλημέρα μου, στο κομοδίνο, μ’ ένα φιλί αφήνω.

Πριν φύγω, τα παιδιά μας χαϊδεύω στο μέτωπο.
Μια καθημερινή συνήθεια, πηγή δύναμης για όλη την μέρα.
Τόσο κοινή μα και τόσο μοναδική για τον καθένα.

Και όποιος παιδιά δεν έχει, δεν πειράζει.
Η δύναμη αυτή, τόσο μεγάλη είναι που…
είναι αδύνατον, ο καθένας μέσα του να κρύψει.

Την μοιράζεται αυτόματα με όλους,
όπως το χνώτο, την ματιά, το χαμόγελο.
Ακούσιος δωρητής θετικής ενέργειας.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Έκλεισα τον ήλιο


Έκλεισα τον ήλιο μες σε φόντο μπλε,
τ’ άρπαξα κειμήλιο το ζεστό ζελέ.
Στέγνωξε το χώμα ’πό το δάκρυ, ναι,
πώς κανείς ακόμα δεν το διάκρινε;

Μπήκα στο περβόλι, μάτια γαλανά,
ναν το μάθουν όλοι, σύγνεφό ’ταν, να!
Σ’ είδα στις τουλούπες και λιαζόσουνα,
άλλα λόγια μού ’πες, δεν νοιαζόσουνα.

Του Στίβεν Αντωνόπουλου

Εκεί, στην άκρη τ' ουρανού


Εκεί, στην άκρη τ’ ουρανού,
στην κώχη του πελάγου,

στων οριζόντων τη γραμμή,
που καίει η φωτιά του πάγου,

εκεί, τ’ αστέρια ντύνονται
το πιο θαμπό τους χρώμα

κι άλλα βουλιάζουν στο βυθό
κι άλλα επιπλέουν ακόμα,

εκεί, η σελήνη κάθεται
σε χρυσαφένιο θρόνο,

να μη διαβαίνει ολονυχτίς,
μα να κοιτάζει μόνο,

εκεί, στρατιές των ζωντανών,
στρατιές των πεθαμένων,

μαζί κινάν στον πόλεμο
των μαύρων κολασμένων,

εκεί, η αγάπη η βιαστική,
γίνεται αγάπη αιώνια

και βγάζει όλα τα ρούχα της
και τα κρεμάει στα κλώνια.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

Κορώνα-γράμματα



Έπεσε χιόνι ένα βουνό,
πάγωσε ο κάτω κόσμος!
Κρουστάλλιασε το σπίτι μας
και της αυλής ο δυόσμος!

Κάνω πως βγαίνω στο στενό,
πίσω γυρίζω πάλι!
Τόσον καιρό που διάβηκες
κι ακόμα νιώθω ζάλη!

Σ’ ένα ξενοδοχείο φτηνό,
το πρώτο μας παιχνίδι!
Είδα το σώμα σου γυμνό
κι είπα τη ζωή, ταξίδι!

Ω, τι ταξιδι φωτεινό
και σκοτεινό στο τέρμα!
Κορώνα που ποντάραμε,
μα έδειξε αλλιώς το κέρμα!

Της Μαρίνας Κοράλη

Ο ουρανός όμορφος είναι


"Όπου κι αν σταθείς, ο ουρανός όμορφος είναι".

Με αυτό το στίχο του Δημήτρη Ζήνα (από ποίημά του που δημοσίευσε σήμερα στην Πύλη μας), σάς στέλνουμε μια μεγάλη καλημέρα, όπου κι αν βρίσκεστε! Αν ο κόσμος γύρω μας, μας στενοχωρεί πότε-πότε, εμείς κοιτάζουμε ψηλά, την απέραντη ομορφάδα του ουρανού!

Περιηγηθήτε στο Verse Monkey!, δείτε το και στην Wordpress, και μπείτε ελεύθερα στην (ανανεωμένη) Πύλη μας, για να δημοσιεύσετε οι ίδιοι τους στίχους ή τα κείμενά σας. Ζήστε την αλήθεια της Τέχνης μας, ελάτε όλοι κοντά μας, να δυναμώσουμε ακόμα περισσότερο.

Καλημέρα!

Verse Monkey!

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

Αστική μετριότητα



Αδιάφοροι πολίτες, αχώριστοι φίλοι
η μετριότητα, την ζυγαριά, θέλει να γείρει.
Φεστιβάλ υποκρισίας, ζώα υπό στείρωση
ρεσιτάλ ηθοποιίας με έπαθλο, αποστείρωση.

Την κόρη του απέναντι, κάθε μέρα κρίνει
πριν η δική του, στα ξένα πόρνη γίνει.
Κάθε μέρα, διαφορετικός χορηγός,
σπασμένου προγράμματος, ακριβός οδηγός.

Γυμνός-αστός πολίτης, ξεπουλά την κοινωνία
και διορισμό ονειρεύεται, σε κάποια γωνία.
Τα όνειρα απρόσμενα, χωρίς λόγο αλλάζει
καθημερινά αλλοτριώνεται, χωρίς να τον νοιάζει.

Το ταξίδι βιώνει, επικίνδυνο μα ωραίο
απολαμβάνοντας το sex, ζει το μοιραίο.

Του Δημήτρη Ζήνα (Blog)

Ιεριχώ


Ιεριχώ,
σάλπισμα Έρωτα ζητώ,
να πέσουνε τα κάστρα,
δυνάμεις επουράνιες
να μ’ έφερναν στα άστρα.

Ιεριχώ,
χιλιάδες όνειρα ποθώ,
να ρίξουνε τα τείχη,
απ’ την ψυχή μου ν’ ακουστούν
ψαλμοί κι Aγγέλων ήχοι.

Ιεριχώ,
να μου αλώσουνε καλώ
με βέλη τη καρδιά,
να ανθίσουνε τα όνειρα
μέσα σε μια βραδιά.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

Κυνηγημένος έρωτας

Κυνηγημένος Έρωτας
-σαν Άρτεμης ελάφι,
-της Αφροδίτης κεραυνός,
-ασύλητο χρυσάφι.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

Αναμονή


Σε καρτερώ,
όπως την Άνοιξη προσμένουν τα πουλιά,
όπως ο σκλάβος λαχταρά τη λευτεριά.

Σ’ αναζητώ,
όπως οι μέλισσες τα άνθη την αυγή,
όπως ο άρρωστος λατρεύει τη ζωή.

Σε καρτερώ,
σαν ξεραμένο χώμα που διψά,
σαν κάρβουνο ν’ ανάψεις τη φωτιά.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

Στέρηση


Να μην έχεις τσιγάρο ν’ ανάψεις,
της ψυχής τους καημούς σου να κάψεις.

Γκρεμισμένα παλάτια και κομμένα γεφύρια,
τελειωμένες αγάπες, σαν οσίων μαρτύρια.

Να μην έχεις κορμί ν’ αγκαλιάσεις
και φωλιά τις νυχτιές να κουρνιάσεις.

Γκρεμισμένα παλάτια και πεσμένα γεφύρια,
τις καρδιάς μου κομμάτια, σαν σπασμένα ποτήρια.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)

Αχερουσία



Να κουβαλάς τη μοναξιά
στον ώμο κάθε βράδυ,
είναι σταυρός σε Γολγοθά
και κάθοδος στον Άδη.

Τα βήματα σου να μετράς
στον ίσκιο του κορμιού,
Αχερουσία να περνάς,
ποτάμι του καημού.

Αβάσταχτη η ερημιά,
σαν το σκυλί να τριγυρνάς,
να τη χορεύεις ζεμπεκιά,
κομμάτι κρέας να ζητάς.

Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)