Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

Δεν έχει άλλους χειμώνες... Δεν έχει μάτια να στάζουνε...

Στιγματίζοντας το χθες, δείχνοντας με το δάχτυλο τι πήγε στραβά, αντιστηρίζεις την πεσμένη σου αντίληψη για μια αγάπη που ποτέ δεν σε άνοιξε.

Ατενίζοντας το χθες, κοιτάς το σήμερα, σαν αστρολόγος και υποστηρίζεις, ότι σου λείπει αυτό που την ψυχή σου δεν άγγιξε.

Αν μερικές φορές τα μάτια σου καίνε, σαν ζεστός άνεμος καλοκαιρινής νύχτας,
αν μερικές φορές αυτό που βλέπεις θολώνει και χάνεται φεύγει.
Είναι που το κρύο σε φόβισε παιδί σαν ήσουν.
Ή που γυρνούσες φοβισμένη στα ανύπαρκτα σπίτια των ονείρων σου.
Κάστρο σαν γίνανε οι σκέψεις...
δικές σου τις έκανες... πετραδάκια που κατασκεύασαν το δικό σου παραμύθι.
Το παραμύθι μιας ζωής που δεν έπαψε ηδονές να ζητά,
αλλά ποτέ δεν ξέχασε πως...

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Με τον τρόπο του Τσαρλς Μπουκόβσκι


Δε γλιτώνεις απ’ τους κριτικούς ό,τι κι αν κάνεις,
όσο πιο πετυχημένος γίνεσαι, τόσο σκληρότερη κριτική θα δέχεσαι,
ιδίως από κείνους που αποζητούν απεγνωσμένα ένα ψίχουλο απ’ την επιτυχία σου.
Νομίζω ότι αυτό που ενοχλεί πιο πολύ τους κριτικούς,
είναι να βλέπουν να πετυχαίνει κάποιος που ’ρχεται απ’ το πουθενά
κι όχι κάποιος απ’ τον ιδιαίτερο δικό τους κύκλο,
απ’ το σινάφι εκείνων που έχουν μονοπώλιο το χρίσμα.
Πάντα θα υπάρχουν κριτικοί
κι όταν πάψουν να υπάρχουν,
– αν σταματήσουν ποτέ –
τότε θα ξέρεις ότι τελείωσε η σύντομη μέρα σου στον ήλιο.

Τσαρλς Μπουκόβσκι

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2009

Προδοσία


Αφιερωμένο στην Νανά Τσούμα

Στην τάβλα το τραπεζομάντηλο να στρώσεις
και την πιατέλα βάλε πάνω με ψητό
κι ωσότου φάω και πιω, σύρε να με προδώσεις,
στης μαύρης κόλασης το μαύρο συρφετό.

Την νύχτα θα ’χεις αδερφή να προχωρήσεις,
τ’ αστέρια λαδολύχναρα πίσω να ’ρθείς
και το μεθύσι μου για να μ’ αργοπορήσεις,
με λόγια του έρωτα, πως τάχα με ποθείς.

Όταν θα μπούνε τα σκυλιά με τα μαχαίρια
και την κουλούρα μού περάσουν στο λαιμό,
εγώ σφιχτά θα σού κρατώ τα δυο σου χέρια,
τα χέρια τούτα, που μ’ ανοίγουν τον γκρεμό.

Ανεβασμένος θα σε δω σ’ ένα καμιόνι,
μέρες αργότερα να περπατάς σκυφτή,
λίγο πιο πέρα θα ’χουν στήσει την αγχόνη
κι ω, πόσος κόσμος θα ’χει αλήθεια μαζευτεί.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση