Σάββατο, Ιουλίου 18, 2009

Ο Γκιούλιβερ παντρεύεται


Στον υδρότοπο της κουζίνας μου,
εσύ κολύμπαγες.
Η βραδινή σου ενδυμασία ήταν μουσκίδι.
Εγώ, ανήμπορος γίγαντας, στέκω από πάνω σου,
δήθεν απειλητικά,
ντυμένος με τη στολή του ύπνου μου.
Προσπαθείς να μου κρυφτείς πίσω απ’ το τάπερ της Φυτίνης,
ενώ οι κονσέρβες, μου γελούν γεμάτες με παλιόλαδα.
Βάζω το χέρι στον αφρό του Palmolive,
για να σε πάρω από κει,
να μην ακούμε τις φωνές τους.
Μα με τρυπάς κρατώντας ένα ακόντιο-οδοντογλυφίδα.
Ανοίγω τη βρύση από πάνω σου,
να πέσει οργισμένος καταρράχτης
και πάω να κοιμηθώ.
Δεν είναι ανάγκη, άλλωστε, ν’ αλλάξεις γνώμη.

Του Κρις Πατεράτου

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

απο τα καλυτερα ποιηματα που εχω διαβασει

P. T. είπε...

Ένα καταπληκτικό ποίημα, που ίσως κι ο δημιουργός του ο ίδιος να μην το έχει καταλάβει ακόμα... Παναγιώτης Τουμάσης