Κάποια μεσάνυχτα, σε κάμαρη κλειστή
και λίγο πριν χαθώ στου ύπνου μου τη θολούρα,
θα ’ρθει μια αγάπη μου παλιά, να με νοιαστεί
γλιστρώντας μέσα από τις γρίλιες απ’ τα σκούρα.
Θα ’ναι η στιγμή που την περίμενα μια ζωή
κι έτσι όπως πλάι μου θα σταθεί, θαμπή φιγούρα,
όμοια με του άνεμου, η δικιά της η πνοή,
θα κάνει τα χαρτιά μου να γυρνούν σα σβούρα.
Οι ώρες θα φεύγουν, μα πολύ θ’ αργεί η αυγή
και τ’ όνομά της ζάλη και βαθιά σκοτούρα,
χρόνια τη γύρεψα στον ουρανό, στη γη,
χρόνια στον κόσμο, αυτή είχα μόνη σημαδούρα.
Θα καίει το τζάκι τη φωτιά τη σιγανή,
που είν’ ένα κι ένα για προσάναμμα στα πούρα
κι αχνά θ’ ακούγεται η γλυκιά της η φωνή,
στη φοβερή, που έξω θα ουρλιάζει, ανεμοδούρα.
«Διώξ’ το χειμώνα απ’ το μυαλό και την ψυχή,
φέρε την άνοιξη, τα μούσμουλα, τα μούρα,
το καλοκαίρι, που ’ν’ του πόθου η εποχή,
έτσι κι αλλιώς τα πάντα γίνονται σαβούρα»…
και λίγο πριν χαθώ στου ύπνου μου τη θολούρα,
θα ’ρθει μια αγάπη μου παλιά, να με νοιαστεί
γλιστρώντας μέσα από τις γρίλιες απ’ τα σκούρα.
Θα ’ναι η στιγμή που την περίμενα μια ζωή
κι έτσι όπως πλάι μου θα σταθεί, θαμπή φιγούρα,
όμοια με του άνεμου, η δικιά της η πνοή,
θα κάνει τα χαρτιά μου να γυρνούν σα σβούρα.
Οι ώρες θα φεύγουν, μα πολύ θ’ αργεί η αυγή
και τ’ όνομά της ζάλη και βαθιά σκοτούρα,
χρόνια τη γύρεψα στον ουρανό, στη γη,
χρόνια στον κόσμο, αυτή είχα μόνη σημαδούρα.
Θα καίει το τζάκι τη φωτιά τη σιγανή,
που είν’ ένα κι ένα για προσάναμμα στα πούρα
κι αχνά θ’ ακούγεται η γλυκιά της η φωνή,
στη φοβερή, που έξω θα ουρλιάζει, ανεμοδούρα.
«Διώξ’ το χειμώνα απ’ το μυαλό και την ψυχή,
φέρε την άνοιξη, τα μούσμουλα, τα μούρα,
το καλοκαίρι, που ’ν’ του πόθου η εποχή,
έτσι κι αλλιώς τα πάντα γίνονται σαβούρα»…
Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου