Κυριακή, Νοεμβρίου 28, 2010

Στη ράδα


Μέρες στη ράδα. Τα στόργια σώνονταν.
Το ναύλο έργιε να ’ρθει.
Στους αλουέδες και στα ντεκ γυρόφερναν
αμίλητοι, αμήχανοι, μονάχοι.
Το ματσακόνι σειρήνα που ουρλιάζει
κι ο μάγειρας κι ο στούαρτ τσακώνονταν.

Ο Πρώτος στον μπουλμέ, τη γροθιά αρμάτωνε.
Του Σαλίμ ο αμανές, ξυπνά τη βάρδια.
Ο λοστρόμος μπρος στους ναύτες εξεσπάθωνε.
Του καπετάνιου η φωνή ετρύπα αμπάρια,
Αλλάχηδες, Χριστοί, Βούδες τον διαάζανε.

Στα καπνιστήρια πασιέντζες, πρέφα και καφέδες,
φάτσες άχρωμες, στόματα κλεισμένα.
Φουμάρανε σαν μαύρες τσιμινιέρες
και βλέμματα στο τότε ξεχασμένα
ογροί, σφιχτοί τα ζώνανε κορσέδες.
Τη γέφυρα ο δόκιμος δεν αποχωριζόταν.
Σπίτι του δεύτερο και μοίρα και ζωή του
το πέλαγος να βλέπει ερεθιζόταν.
Αρέσκονταν την μπλάβη τη σιωπή του,
πανεπιστήμονας της θάλασσας βαφτιζόταν.

Μέρες στη ράδα. Αταξίδευτοι.
Χωρίς προορισμό, χωρίς λιμάνι.
Στου πουθενά τον κόσμο αδήλωτοι
η άπλα της κουβέρτας δεν τους βάνει.
Το χέρι του Μαρκόνι πια δεν πιάνει
κι ούτε σήμα, ούτε γράμμα, ούτε σινιάλο.

Άννα Τακάκη-Μαρκάκη

Poetry-Literature

Δεν υπάρχουν σχόλια: