Βγαίνει η σελήνη,
για μένα κι εκείνη
και πόσο τής μοιάζει,
στο γέλιο, στο νάζι,
παράξενο αγιούλι,
το δείλι του Ιούλη,
που στόλιζε τ’ άσπρο της τούλι.
Σύννεφα μαύρα,
στ’ αγέρα την αύρα,
ξεμάκραιναν πέρα,
να βρούνε τη μέρα
κι αυτή με κοιτούσε,
μα δε μού μιλούσε
και ’γώ έλεγα: «Αγάπη μου, πού ’σαι»;
Σ’ άγνωστες χώρες,
ταξίδευαν ώρες,
τα δυο της τα μάτια,
τα ουράνια παλάτια
και θάλασσες αίμα,
κυλούσαν στο ρέμα,
πριν σβήσει στης νύχτας το ψέμα.
Όλα περνάνε,
Χριστέ μου, πού πάνε,
σε ποιο γαλαξία,
να δίνουν αξία
και ’μείς αρλεκίνοι,
στου κόσμου τη δίνη,
για μένα κι εκείνη
και πόσο τής μοιάζει,
στο γέλιο, στο νάζι,
παράξενο αγιούλι,
το δείλι του Ιούλη,
που στόλιζε τ’ άσπρο της τούλι.
Σύννεφα μαύρα,
στ’ αγέρα την αύρα,
ξεμάκραιναν πέρα,
να βρούνε τη μέρα
κι αυτή με κοιτούσε,
μα δε μού μιλούσε
και ’γώ έλεγα: «Αγάπη μου, πού ’σαι»;
Σ’ άγνωστες χώρες,
ταξίδευαν ώρες,
τα δυο της τα μάτια,
τα ουράνια παλάτια
και θάλασσες αίμα,
κυλούσαν στο ρέμα,
πριν σβήσει στης νύχτας το ψέμα.
Όλα περνάνε,
Χριστέ μου, πού πάνε,
σε ποιο γαλαξία,
να δίνουν αξία
και ’μείς αρλεκίνοι,
στου κόσμου τη δίνη,
δεν παίρνουμε καν την ευθύνη.
Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου