(Πρόκειται για το εξ αναβολής ευθυμογράφημα της Δευτέρας, που τελικά αν συνεχιστούν οι αναβολές μερικές εβδομάδες ακόμα, θα το ονομάσουμε "ευθυμογράφημα της Τρίτης". Αλλά πάλι... Αν το ονομάσουμε "ευθυμογράφημα της Τρίτης" μήπως θα καθιερώσουμε να το αναρτούμε την Τετάρτη);
Διάλεξα την πιο λαμπερή μέρα, για το τολμηρό ρεπορτάζ που ακολουθεί! Και είναι αλήθεια πως τέτοια θέματα, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τα αποφεύγουν. Λες και η περιγραφή κάποιου αισθητικού γυμνού, αποτελεί πορνογραφία! Μα εγώ πιστεύω ότι το ξεγύμνωμα της πένας τους φοβούνται μάλλον και το φανέρωμα της πνευματικής τους φτώχιας, που την εποχή τούτη δω χαρακτηρίζει.
Και δεν είχα δει το σύννεφο στον ουρανό... Το σύννεφο, που προμηνούσε την μπόρα, που θα ξέσπαγε στο Ραμνούντα. Καταμεσήμερο... Σε μια πλαζ γυμνιστών...
Ξεκίνησα το πρωί, στις δέκα, με τον εκδρομικό μου σάκο στον ώμο! Έφτασα στο τέλος του ασφάλτινου δρόμου, μετά μια ώρα περίπου και προετοιμάστηκα ψυχολογικά, για τη μακριά, στο χώμα, πεζοπορία... Κακοτράχαλος ο χωματόδρομος, δεν ήθελα να σπάσω το αυτοκίνητο. (Ήταν το Renault μου, βλέπετε κι’ όχι κανένα από τα pony του Verse Monkey!).
«Ξέρω ένα κορίτσι, μια οπτασία μαγεμένη,», τραγουδούσα περπατώντας,
«πούχει το χρώμα τ’ ουρανού στ’ αφίλητα χείλη
και που δε μένει στη γη, μα συχνά κατεβαίνει,
να γεμίσει το πανέρι της με λουλούδια του Απρίλη!»...
Και έδινα και ονόματα στα μέρη! «Κάτω ίσωμα», στη διαδρομή απ’ την άσφαλτο, ως τη «διασταύρωση του βαθύσκιου»! Βαθύσκιος, γιατί τα δυο γιγάντια πεύκα στις άκρες, του κάκου άφηναν τον ήλιο να περάσει... Στροφή δεξιά, νέα περιοχή. «Κολωνάκι», τη βάφτισα, απ’ το κολωνάκι του στρατού, παρακάτω. Γελάστηκα πως ήμουν στο άλλο Κολωνάκι, της Αθήνας! (Πριν λίγες εκατοντάδες χρόνια). Η «μικρή» και η «μεγάλη κλειδαρότρυπα», ξεκινώντας και καταλήγοντας στο ίδιο σημείο. Αλλά στον πάνω δρόμο! Αν το ήξερα, θα είχα κοντά δυο χιλιόμετρα παρακάμψει. Κατόπιν, «πάνω ίσωμα», «κατεβασιά», «γεφυράκι», «σαλιγκαρόδρομος»!
Voila, madame et monsieur, la plage de Saint Tropez!
Καταπληκτική παραλία! Στην αρχαιότητα, λέγεται, εδώ κολυμπούσε γυμνή η θεά Άρτεμις! Τα κύματα, γλυφά, γλείφανε απρόσεκτα τα παπούτσια μου και αναπήδησα συνειδητοποιώντας το, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ από τον κύριο, που ερχόταν κουνάμενος και σεινάμενος προς το μέρος μου. Το μόνο που φορούσε ήταν το καπελάκι του! Τελικά, δεν έδωσε σημασία, προσποιήθηκα κ’ εγώ τον αδιάφορο. Πέρασε. Στο φόντο, γυναίκες και άντρες ξαπλωμένοι στην άμμο, παιδιά μικρά, οικογένειες! Ακούμπησα το σάκο μου στα ήσυχα βράχια, βγάζοντας πυρετωδώς ότι χρειαζόμουνα για το ρεπορτάζ.
Κι’ αγνοούσα το σύννεφο στον ουρανό... Που, βέβαια, ήταν εκεί, στερεό, αμετακίνητο. Ο βιολετής ήλιος, δειλά-δειλά, κρύφτηκε πίσω του κ’ οι πρώτες χοντρές ψιχάλες άρχισαν...
Με σπασμωδικές κινήσεις, σα φιλμ του Σαρλώ, βολόδερνα γύρω-τριγύρω, στο πουθενά! Αν βρεχόμουν, δε θα στέγνωνα ποτέ και παρά τον καλό καιρό, κινδύνευα να κρυολογήσω βαριά. Κανένα σημείο να καλυφτώ! Το μικρό δασάκι, (δέκα μέτρα επί τρία), απροστάτευτο και πού να βρεις στέγη στις αμμόλακες... Οι άλλοι, ατάραχοι... Πριν ανοίξουν οι βρύσες τ’ ουρανού, ένα μού έμενε να κάνω... (Ντροπή)!...
«Όταν βρίσκεσαι στη Ρώμη...», δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου, τιγκάροντας τα ρούχα μου στον αδιάβροχο σάκο μου. Τσιτσίδι! Φοβόμουνα μήπως μπει ο διάβολος στο κορμί μου - κατά πως λέν’ οι παπάδες – αλλ’ αντίθετα, αγνή αίσθηση με πλημμύρισε. Κολύμπησα στη θάλασσα, τραγούδησα το «η ζωή είναι μια τρέλα» κ’ ηρέμησα...
Με τη μυρωδιά του όζοντος και γεύση αλμύρας, μας αποχαιρέτησε η βροχή... Στη μισή ώρα που κράτησε, ο ήλιος δεν είχε χαθεί εντελώς και τώρα πύρωνε πάλι. Το τελευταίο ουράνιο τόξο, τόχα δει με την Ελένη και κείνη μούχε πει πως δε θα δούμε άλλα. Τότε είχα νομίσει ότι, εξ αιτίας του φαινόμενου του θερμοκήπιου, δε θα βγουν άλλα ουράνια τόξα στη γη. Μα νάτο, μπροστά μου, να τη διαψεύδει. Κρίμα που δε βλεπόμαστε πια, να τής το πω...
Ξεφύλλισα το σημειωματάριό μου... Είχα πολλές ερωτήσεις να κάνω και γύρεψα να βρω το υποψήφιο θύμα! Μοναχικοί ήταν μόνο άντρες. Δυο κοπέλες, κάπου είδα, γυμνές και ξεκίνησα προς εκεί... Πλησιάζοντας, εστίασα την προσοχή μου στην ωραιότερη και ρύθμισα κατάλληλα την πορεία μου. Μάλιστα, αλειφόταν με αντηλιακό. Άπλωσα τη δημοσιογραφική μου ψάθα δίπλα της, την κοίταξα στα μάτια και είπα:
«Παρακαλώ, μήπως μπορείτε να με αλείψετε με αντηλιακό;»!...
Άκρα του τάφου, σιωπή... Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσα αίσθημα φριχτό να πνίγει τις συνομιλήτριές μου. Θέλοντας, λοιπόν, να τις βγάλω από τη δύσκολη θέση, στην οποία είχαν περιέλθει, έγινα πιο σαφής:
«Θα ήθελα να σάς πάρω συνέντευξη για το ιστολόγιο εχμ Verse Monkey!, επειδή, όμως, ο ήλιος καίει, έλεγα, αν γίνεται, να μού βάζατε λίγο αντηλιακό, όση ώρα θα σάς παίρνω τη συνέντευξη!». (Ελπίζω, κατάλαβαν)...
«Αα!», ξεφύσηξαν και οι δυο. (Πράγματι, κατάλαβαν)...
«Πείτε μου, κατ’ αρχάς, τα ονόματά σας!». (Είχα ξαπλώσει, μπρούμυτα, στην ψάθα και σημείωνα).
«Εμένα, με λένε Κατίνα!»...
«Εμένα, Θέκλα!»... (Πλάκα κάνανε).
«Εγώ θα σας λέω Έλινορ και Στεφανί»... Έτσι, στη βελούδινη ακρογιαλιά, βάζοντάς μου λάδι δυο πριγκίπισσες, βρήκα τις απαντήσεις, που κανένας δεν ήθελε να παραδεχτεί, πλούτισα τις εμπειρίες μου, γεύτηκα την ελευθερία. Μέσα στον έντονο ερωτισμό - δικαίωμα αναφαίρετο των ανθρώπων - επαναστάτης της φύσης...
Ήταν περασμένες τρεις, όταν ντύθηκα, να φύγω... Με περίμενε, πάλι, ο σαλιγκαρόδρομος, (το τσιμεντένιο μονοπάτι που βγάζει στη θάλασσα), κ’ οι δύσκολες ανηφοριές της «κατεβασιάς», μετά το «γεφυράκι». Στο «πάνω ίσωμα», αναζητώντας τρόπο να παρακάμψω τις «κλειδαρότρυπες», θυμήθηκα, τέτοια εποχή, πέρσι... Κάποια χαμένη μαρμαρυγή... Με κάτι νότες παλιές, τ’ όνειρο μού ξανάφερε τα λόγια, τα μυστικά και γω ψιθύρισα, χαμογελώντας:
«Κάψε τον ήλιο,
μ’ έναν πυρσό,
κάνε τη στάχτη του κειμήλιο
χρυσό!
Ρίχτη στ’ αστέρια,
τα μακρινά,
να μην ερθούνε καλοκαίρια,
ξανά...».
Όπως κάναν οι σκληροί καμπόηδες του φαρ ουέστ, δε γύρισα να κοιτάξω πίσω μου...
1 σχόλιο:
Καλό, αλλά έδωσες 100 φορές περισσότερη έμφαση στη διαδρομή, παρά στη συνάντηση, στη συνέντευξη και στον "έντονο ερωτισμό" με τις δύο "πριγκίπησσες" που είναι και το πιο ενδιαφέρον. Έπρεπε να κάνεις το αντίθετο.
Δημοσίευση σχολίου