Παρασκευή, Μαΐου 29, 2009

Η Ρούλα


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Το ’46 είχαν φύγει οι Γερμανοί, είχε φύγει μια τρισκατάρατη πληγή, μα δυστυχώς, άλλη, πολύ βαριά κι αυτή, είχε πλακώσει απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα. Αδερφός έσφαζε αδερφό και πατέρας το παιδί και στις γειτονιές, στις πόλεις, τα χωριά, έτρεχε το αίμα κόκκινο σαν το νερό στ’ αυλάκι. Βασίλευε ο εμφύλιος, η πιο μεγάλη κατάρα που δεν εννοεί ν’ αφήσει ήσυχη τη φυλή μας.

Τα σχολειά είχαν ανοίξει, είχα πετύχει στις εξετάσεις και θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Η Ούντρα του Τρούμαν, έφερνε τρόφιμα στην πόλη: κονσέρβες διάφορες, καφέ, γλυκόζη, γαλέτες, φορέματα για τις γυναίκες, παντελόνια, μπόλκες, για τους άντρες (τα πιο πολλά αποφόρια), κουβέρτες μάλλινες στρατιωτικές και διάφορα φάρμακα κι εντομοκτόνα, για ψύλλους, ψείρες, μύγες και κοριούς. Στο μερτικό μας, έλαχε μια όμορφη μάλλινη στρατιωτικιά κουβέρτα, δεντρολιβανί το χρώμα της, σε σχέδιο ψαροκόκαλου. Χάρηκε η Μάνα μου και μιας και θ’ άρχιζα σχολείο, φώναξε τη Ρούλα σπίτι μας, να μου πάρει τα μέτρα για κουστούμι.

Ήρθε η κοπέλα, λουσάτη και καμαρωτή, όπως πάντα. Έβανε τα όμορφα νυχάτα χέρια της, σε διάφορα μέρη του κορμιού μου, κρατώντας τη μεζούρα, και σημείωνε αριθμούς. Όταν όμως τα βαλε κάτω απ’ τα σκέλια μου για το παντελόνι, ντράπηκα και κουνήθηκα λίγο αριστερά. Μ’ άρπαξε και ξανάφερε το κορμί μου στη θέση του και μού ’πε χαϊδευτικά να μη κουνιέμαι.

Έγινε σπουδαίο το κουστούμι! Πριν το προβάρισμα, με ’βαλε η Μάνα μου να δαγκάσω στο σβέρκο το σακάκι. Αμέσως μετά, το φόρεσα και χωρίς να καταλάβω, πήρα ύψος κι ένιωσα σαν αρχοντόπουλο.

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή. Από το βράδυ είχα πάει στην πόλη με τον πατέρα μου και είχαμε μείνει εκεί. Το πρωί χτύπησαν οι καμπάνες και πήγαμε στην εκκλησία. Με το σκόλασμα, γυρίσαμε τα μαγαζιά για ψώνια. Μου αγόρασε ο πατέρας μου παπούτσια και κασκέτο. Αγόρασε κι άλλα ψώνια για τις ανάγκες μας, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι μας κι έφυγε για τα χωράφια μας, που τον περίμενε η υπόλοιπη οικογένεια. Αύριο θ’ άρχιζαν οι εγγραφές στο σχολείο κι εγώ έπρεπε να μείνω εκεί. Έμεινα πίσω στην πόλη, χαρούμενος, με τον αέρα της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας μακριά έστω και για λίγο από γονείς και κηδεμόνες. Μου φαινότανε, πως πέταγα χαρούμενος στα σύγνεφα και ήταν τότε που συνέβη κάτι το αναπάντεχο, που μ’ αναστάτωσε και που θα ’μενε καλά γαντζωμένο στη μνήμη μου, στο υπόλοιπο της ζωής μου. Ήταν κάτι το αναπάντεχο, εξωπραγματικό για την ηλικία μου.

Ενώ προβάριζα τη σχολική στολή μου· κουστούμι, παπούτσια, λουρίδα και κασκέτο κι ενώ έβλεπα όμορφο τον εαυτόν μου στον μεγάλο μας καθρέφτη και χαιρόμουνα, χτύπησε η πόρτα μας. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα, γιατί δεν περίμενα κανέναν. Κοίταξα από ψηλά το παράθυρο της σάλας και εκπλάγηκα βλέποντας τη Ρούλα να περιμένει ν’ ανοίξει η σιδερένια εξώπορτα μας. Στα χέρια της κρατούσε μια σακούλα, με κάτι μέσα που φούσκωνε. Φαίνεται να είχε παρακολουθήσει την κίνηση, γιατί ήξερε ότι ήμουνα στο σπίτι μοναχός. Κατέβηκα έτσι κουστουμαρισμένος όπως ήμουνα και άνοιξα. Αμέσως χώθηκε μέσα. Φαινόταν τρομαγμένη σαν τον λαγό από φόβο, μήπως και την πάρει είδηση κανείς. Μήπως και την ιδεί κάνας γείτονας και το μάθουν οι δικοί μου.

Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Κατόπιν γύρισε τις κάμερες και το μαγειργειό μας, ενώ είχε φροντίσει να περάσει το δεξί της χέρι στους ώμους μου και πότε-πότε μου χάιδευε το σαγόνι και μου γαργάλαγε τ’ αυτί και το λαιμό. Κατόπιν, έτσι αγκαλιασμένο όπως μ’ είχε σαν να με ’σουρνε κοντά της κι εγώ ν’ ακολουθώ ξαναμμένος, με κατέβασε κάτω, στο κατώι. Εκεί, είχαμε ένα σωρό πατάτες, ένα πιθάρι λάδι και άλλα πράγματα που έφερνε ο πατέρας μας, προκειμένου να ετοιμάσει το σπίτι για την εκεί μετακίνηση μας το χειμώνα, που λόγω κατοχής, είχαμε πολλά χρόνια να το κατοικίσουμε. Τα πράματα καλυτέρευαν.

Μόλις σιγουρεύτηκε ότι βρισκόταν εκεί που ήθελε, τράβηξε κάτι από μπροστά το στήθος της και το ‘να της βυζί, το δεξί πετάχτηκε στη λάκα, δήθεν από μόνο του. Κατόπιν και το άλλο. Το αίμα μου, πήρε φόρα απότομα κι ανερώτητα, ανέβηκε κι έπρηξε το κεφάλι μου. Στα μάγουλα μου έπεσε φωτιά και φούσκωσε η σαμπρέλα μου. Έκανε να κινηθεί και τα βλογημένα παίζανε πάνω κάτω, δεξιά κι αριστερά, με χάρη κι ομορφιά, με τις ρόγες τους να εξέχουνε μπροστά χοντρές, σαν χρυσοκόκκινα βατόμουρα. Να ’ναι καλά ο ύψιστος, που με τη σοφία του, εδώ πατίκωσε, όλες τις ομορφιές και γλύκες της ζωής και χρόνια πολλά να δίνει στον Άπλαστο εαυτό Του. Τα χέρια μου, χωρίς να το καταλαβαίνω, ορμούσαν κατά πάνω τους ακράτητα και τα πασπάτευαν. Τα ’πιαναν τ’ άφηναν, τα έσφιγγαν, τα έπαιζαν, τα γαργάλαγαν και ηλεκτρικές εκκενώσεις περνούσαν από μέσα τους, έρχονταν και αναστατώνονταν το κορμί μου ολόκληρο. Ενώ εγώ λαίμαργα και άπληστα ήμουνα ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος στην αναπάντεχη ευτυχία μου, αυτή σάκιαζε πατάτες στη σακούλα της, και γέμισε με λάδι απ’ το πιθάρι μας, μια μεγάλη μπουκάλα. Δεν έδινα σημασία, ούτε και αισθανόμουνα τι έκανε και ούτε ήθελα να ξέρω. Οι πατάτες και το λάδι ήταν στην διάθεση της.

Όταν τελείωσε τη δουλειά της, ξανάβαλε τους θησαυρούς της πάλι στη θέση τους, απωθώντας ελαφρά τα χέρια μου, που είχαν τελείως αποθρασυνθεί. Πήρε στα χέρια της τα πράγματα και κίνησε προς την πόρτα. Πρόφτασα όμως και γύρισα το κλειδί σφαλίζοντας την πόρτα. «Όχι», μου είπε «μην το κάνεις. Άσε με να πάω τα πράγματα στο σπίτι μου, δεν έχουμε τίποτα σήμερα για φαΐ κι αμέσως θα ξανάρθω, γιατί μ’ αρέσεις, σε θέλω και σε ποθώ». Δεν την πίστεψα, γιατί νόμιζα ότι με κοροϊδεύει. Με τα πολλά, άνοιξα την πόρτα και με χίλιες-δυο προφυλάξεις, έφυγε σαν κλέφτης. Άφησα την εξώπορτα ξεκλείδωτη κι ανέβηκα επάνω και περίμενα. Είχα λίγο συνέλθει και προσπαθούσα να βάλω τάξη στις σκέψεις μου.

Δεν πέρασαν περί τα 20 λεπτά και πάλι προφυλαχτικά σαν κλέφτης, ανέβηκε τις σκάλες και χώθηκε στην κάμερα πού με βρήκε και περίμενα. Χωρίς να χάσει καιρό, πέταξε ’πό πάνω της τα ρούχα της και σιγά-σιγά άρχισε να βγάζει και τα δικά μου. Αφού μείναμε σαν την Εύα με τον Αδάμ, με πήρε από το χέρι η όμορφη αυτή κόρη και με γρήγορες κινήσεις, δεξά κι αριστερά, ανάλογα τις στροφές του δρόμου, με κατέβασε ένα-ένα τα σκαλιά, στ’ άγια περιβόλια του κορμιού της.

Ο κίνδυνος να πιαστώ στα πράσα από τους δικούς μου ήταν μεγάλος και οι συνέπειες ακόμα μεγαλύτερες. Ποιος λογάριαζε, όμως, τέτοιες μικρολεπτομέρειες και ειδικά όταν βρίσκεται στον παράδεισο και κολυμπά στα πρωτόγνωρα πελάγη της ευτυχίας; Κι αν έφευγε το λάδι και οι πατάτες, τι σημασία, τι αξία είχαν; Πώς μπορούσαν να σταματήσουν το χείμαρρο της ευτυχίας, της απόλαυσης και της επουράνιας ηδονής, πού νοιώθουν μόνον οι θεοί σε τέτοιες στιγμές;

Ποτέ μου δεν μετάνιωσα γι’ αυτήν την εμπειρία. Πάντα την θεωρούσα αιθέρια, αγγελική και όσες φορές προσπαθούσα να την συγκρίνω μ’ άλλες, ποτέ μου δεν βρήκα καλύτερη στιγμή, καλύτερη ομορφιά. Πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις έρχονταν κοντά μου, την έβλεπα ολοκάθαρα, ερχόταν δίπλα μου, στο κρεβάτι μου, στον τοίχο, στο νταβάνι, έτσι όπως τότε και με ενέπνεε, με ενθάρρυνε, να βάνω βαθιά το χέρι μου, στο άγιο μέλι της πρόσκαιρης ζωής.

Από τότε δεν ξανάσμιξα με τον γήινο αυτόν άγγελο, και τώρα που το σκέπτομαι, σηκώνεται η τρίχα μου και ώρες-ώρες πέφτω, παραδομένος ολότελα, στο λήθαργο της νοσταλγίας. Πέρασαν τα χρόνια, ένα-ένα. Μαζεύτηκαν πολλά μαζί κι έγιναν σορός μεγάλος, που ’χτισε με τις 7 δεκάδες του, πύργο ψηλό, που τώρα κάθουμαι κι ανήμερος αγναντεύω. Μα όταν ξαναγύρισα στ’ άγια χώματά μου, είδα στον περίπατό μου στην άκρη του γιαλού, ένα φύλλο κίτρινο, που ’φερνε ο αέρας, παρμένο πάνω απ’ το γέρο πλάτανο. Σήκωσα τα μάτια μου το είδα, γνώρισα μόνο τα σταυρώματα, που ’χαν απομείνει. Κι αυτό γύρισε με κοίταξε, με γνώρισε, μα με πολύ παράπονο, συνέχισε το δρόμο του, πέφτοντας ανάλαφρα στην άκρη του γιαλού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: