Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης
Η θεια Κώσταινα, είχε τόσο πολύ άγχος, που δεν έπαψε να βασανίζεται, σε όλο το μάκρος της πολυτάραχης αιωνόβιας ζωής της, που άφησε τ’ αχνάρια της, πατώντας, πάνω σε τρεις αιώνες. Γεννήθηκε στο τέλος του ενός, πέρασε στεγνά ολόκληρο τον ταλαίπωρο τον άλλον και εξέπνευσε, κατάκοπη και καταϊδρωμένη, στις αρχές του 21ου. Η αγωνία είχε μπει απ’ τα άγουρά της χρόνια μέσα στο πετσί της και την χόρευε στο ταψί όπως έλεγε. Ήταν όλο κι όλο μια μπουκιά άνθρωπος, ένα μοτεράκι που, το ’βαλε η μάνα της μπροστά κι από τότε, δεν σταμάτησε να δουλεύει ούτε στιγμή. Δεν γνοιαζόταν βέβαια για τον εαυτό της, αλλά για το λοβό παιδί της και τον αχαΐρευτον τον άντρα της.
Όλες οι δουλειές και οι φροντίδες έπεφταν επάνω της. Δύο γαλαχτερές γίδες, δύο καραμάνες προβατίνες, μια ντουζίνα κότες, μερικές αράδες κούρβουλα και ίσαμε τριάντα λιόφτα. Τι να ’κανε η καψερή, δυο χέρια είχε όλα κι όλα, και όλες οι δουλειές και τα σεκλέτια φορτώνονταν στην πλάτη της. Ο αχαΐρευτος ο γέρος της, ήταν τεμπέλης στο κορμί και οκνηρός στη σκέψη. Η τεμπελιά του, τον είχε καθηλώσει στο μαγκάλι, με την τσιμπίδα συντροφιά και το μυαλό φευγάτο τον χειμώνα· και το ράντσο, κάτω από τον ίσκιο της τσαπελοσυκιάς, το καλοκαίρι. Ένα πιάτο χυλό, με τα κρύα και μια κούπα αρμεχτό φρέσκο γάλα απ’ τις γίδες, του ’φτανε. Το δε καλοκαίρι με το ζεστό καιρό, ριγανάδα με ξερά κουμούτσια κριθαρένια, χυλοπίτες ή τραχανάς, μέρα παρά μέρα, του ήταν αρκετό. Η μεγάλη της όμως έγνοια, ήτανε ο μοναχογιός της, ο φιλάσθενος Δημητράκης της.
Λοβό παιδί ο Δημητράκης της απ’ τα γεννοφάσκια του, το πρόσεχε πιο πολύ κι απ’ τα δυο μικρά της μάτια. Πάντα σαν κρεμμύδι το ’ντυνε το παιδί, με μάλλινα σκουτιά, μήπως πάρει κρύο και πουντιάσει. Χοντρά πλεχτά σκαλτσούνια και τραγόμαλλες φανέλες, το προστάτευαν από τα κρύα και τα τσιάφια του χειμώνα. Στην ερημιά, μακριά απ’ τον θεό και τους ανθρώπους, ήταν το χωμάτινο βασίλειο της θεια-Κώσταινας. Μια ώρα μακριά απ’ το κοντινότερο χωριό, που ήταν φτιαγμένο από τους παλιούς, ποιος ξέρει, εκεί ψηλά στη πλαγιά, χωμένο μέσα σ’ ένα γούπατο, για να ’ναι άφαντο απ’ τα μάτια των πειρατών και των κουρσάρων. Ο Δημητράκης, όταν έβγαλε τα κοντά παντελονάκια του και φόρεσε τα μακριά και είδε μαύρες τριχούλες κάτω από τη μύτη του, άρχισε να ξεπορτίζει. Έπινε μια κούπα φρέσκο, αρμεχτό γάλα με άφρη κάθε πρωί, δύο αυγά μάτια στο τηγάνι για κολατσιό και έπαιρνε το μονοπάτι για το χωριό, ίσια για το καφενείο, να παίξει πρέφα, κολιτσίνα και ξερή, με τους φίλους του.
«Στο καλό παιδάκι μου, να προσέχεις, τα μάτια σου δεκατέσσερα, να κάνεις το σταυρό σου, να σε φυλάει η παναγιά μας». Πώς να ησυχάσει η καημένη η μάνα του, μέχρι να ξαναγυρίσει ο μοναχογιός της; Πολλοί οι κίντυνοι στο δρόμο. Μπορεί να σκοντάψει το παιδί σε καμιά πέτρα και να πέσει, να βαρέσει το κεφάλι του. Μπορεί να τον τρυπήσουν τα σφάλαχτρα, οι αφαλαρίδες και τα γαϊδουράγκαθα, που είναι ο δρόμος γεμάτος από δαύτα. Υπάρχουν και τα φίδια, οι σκορπιοί και οι σκούρκοι με τις σφίγγες. Είναι βλέπεις και τα καταραμένα τα ‘νεραϊδικά’, που παραμονεύουν στα περάσματα και μπορεί να το συνεπάρουν το παιδί και χάσει τα λογικά του. Έχει βέβαια και το φυλαχτάρι με το τίμιο ξύλο, που αγοράσαμε από κείνον τον καλόγερο από το άγιο όρος, που τον φυλάει από κάθε κακό και απ’ τις κακές τις ώρες. Είναι μαθές και οι μπόρες με τα μπουμπουνηταριά και τ’ αστροπελέκια. Φουσκώνει και το ποτάμι του Λάμπρου που κατεβάζει απότομα τα νερά απ’ τη χούνη των πλαγιών και κόβει το δρόμο στα δύο και άντε τότενες, να περάσει το παιδί. Αν κάνει κάνα λάθος και μουντάρει στο νερό απρόσεχτο, πάει χάθηκε!
Όταν ο Δημητράκης ξεχνιόταν και αργούσε λίγο να γυρίσει, η θεια-Κώσταινα, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ανέβαινε ψηλά στη ράχη, πάνω σε ’να κοτρώνι, έκανε κεραμίδα την παλάμη της, την έβαζε, πάνω απ’ τα φρύδια της και με τα αετίσια μάτια της, αγνάντευε τη στράτα, ψάχνοντας σπιθαμή, προς σπιθαμή, τα μονοπάτια. Άμα δεν έβλεπε το παιδί της να ’ρχεται, την έπιανε πανικός. Τέντωνε το λαιμό της σαν μακρόλαιμο κοκόρι, έκανε τις χούφτες της χωνί κι έβγαζε, μακρόσυρτες σουριχτές φωνές, που τρυπάγανε για να περάσουν ακόμα και τους τοίχους. «Δημητράκηηηη….», τις έστελνε τη μία πίσω από την άλλη, να πάνε να τον βρούνε. Αντιλαλούσαν πάνω απ’ τις βαθιές λαγκάδες και τις λογγομένες ρεματιές, σαν τους ήχους της καμπάνας. Όταν έπαιρνε χαμπάρι ο Δημητράκης, αντιφωνούσε με τη λιγοστή φωνή του. «Έρχουμαι μάνα, έρχουμαι». Τότε, ησύχαζε η καψερή και πήγαινε να συνεχίσει τις δουλειές της, να συγυρίσει τις γίδες, τα κατσίκια, τις κότες και το σπίτι της.
Πολλές φορές, ο Δημητράκης ξεχνιόταν στο δρόμο, γιατί είχε τη μανία να χαράζει με τον κολοκοτρωνέικο σουγιά του, όπου εύρισκε μπορετό το «Δ. Κ.» Το Δ. Κ. ήτανε τ’ αρχικά του ονόματός του, «Δημήτριος Καρλής». Σχεδόν όλοι οι κορμοί των δέντρων, κατά μήκος του δρόμου, ήταν χαραγμένοι με τ’ αρχικά του. Αν και πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε, ακόμα σε πολλά από αυτά τα δέντρα και κυρίως σε φραγκοσυκιές, υπάρχει ακόμα το Δ. Κ. Τα πιο πολλά Δ. Κ. μεγαλώνοντας τα δέντρα τα πήραν και τα ’κλεισαν μέσα τους, μαζί με τις πληγές τους. Τα ’κλεισαν μέσα τους, για να θυμούνται το λοβό το Δημητράκη, που κάθε μέρα, με ήλιο με βροχή, πέρναγε από σιμά τους και τα χαιρετούσε, με την αγνή καρδιά του.
«Γιατί Δημητράκη μου, χαράζεις τ’ αρχικά σου στα δέντρα»; Του ’λεγε και του ξανάλεγε η παιδεμένη μάνα του.
«Δεν ξέρω μάνα γιατί· κάτι μου λέει μέσα μου, να τα γράφω για να μείνουν. Πιο καλά, πιο γερά το κρατάνε τα δέντρα από μένα. Φοβάμαι μάνα, φοβάμαι, πως δεν θα το κουβαλάω για πολύ καιρό στις πλάτες μου. Το Δ. Κ., όταν το βλέπω μπροστά μου, απέναντί μου, μου δίνει θάρρος και σιγουριά, το θέλω να μένει εκεί φυλαγμένο, για πολύ καιρό, για πάντα».
Ο Δημητράκης αρρώστησε, από πνευμονία. Τυραννίστηκε για πολύ καιρό και πέθανε στις αρχές της απελευθέρωσης. Το Δ. Κ., όμως, έμεινε στις καρδιές των δέντρων. Πάντα είχε το φόβο η θεια-Κώσταινα, πως θα τον έχανε πριν κλείσει τα μάτια της. Η αγωνία, την ξερόψηνε σαν το φούρνο το ψωμί και την τυραννούσε, και να τώρα που την χτύπησε η δυστυχία στην πληγή, εκεί που την πονούσε. Πάλεψε η καημένη σ’ όλη της τη ζωή. Πάλεψε με την αγωνία, το άγχος και τη φτώχια, ποτέ δεν γέλασαν τα χείλη της, όλο πίκρα και χολή, ήταν τα χρόνια της και ποτέ, δεν είδε άσπρη μέρα, στην άχαρη ζωή της.
Σπουδαία γεγονότα, που να την έβγαλαν, έστω και για λίγο, από τις σκοτούρες της, δεν είχε στη ζωή της, που να θυμάται. Μόνον τότε, που πήγε λέει ο παπά-Σμυρλής στο χαμώι της να κάνει αγιασμό. «Τι να σου πω παιδάκι μου», μολόγαγε ξανά και ξανά, «πέσανε τα μούτρα μου, παιδάκι μου. Μόλις τον είδα στην πόρτα μου με το πετραχήλι και το θυμιατό στο χέρι, έβγαλα ένα άσπρο σεντόνι από το μπαούλο μου και το ’στρωσα στο πεζούλι να καθίσει ο βλογημένος και μέχρι να πάου να του αρμέξω μια κούπα γάλα, να τον φιλέψω, είχε γεμίσει ψείρες, παιδάκι μου. Έτσι που ήταν άσπρο το σεντόνι οι μαγκούφες οι ψείρες, φαινόντουσαν σαν προβατίνες που ’βοσκαν σ’ άσπρο χωράφι».
(Από το βιβλίο του, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου