Το κεφάλαιο που ζαλίζεται
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
(Όσοι ζαλίζονται να μην το διαβάσουν γιατί θα δουν αστράκια!)
Κι ο δάσκαλος που ήταν απ’ τα επίμονα πλάσματα
έγραψε στον πίνακα κάτι πράγματα καινούρια.
«Σήμερα θα μάθουμε παιδιά τα κλάσματα.
Θα ρίξουμε φως σ’ όλα τους τα κουσούρια!»
Μα ξάφνου – μπαμ – νά ’σου στο πάτωμα η Φωφώ
δίχως αισθήσεις, σαν να της τέλειωσε η μπαταρία.
«Λιποθύμησε παιδιά γιατί έχει πάλι πυρετό»
είπ’ ο δάσκαλος «κι όχι πανικός, μα ψυχραιμία!»
«Ναι, κύριε, φυσικά, παν’ απ’ όλα ψυχραιμία,»
Είπαν οι μαθητές και τρέμαν σα μικρά πουλάκια.
«Θα τη συνεφέρω, παιδιά, μα κάντε ησυχία.»
αλλά οι μαθητές βλέπαν απ’ την ταραχή αστράκια!
Νύχτωσε! Ας αρχίσει το παραμύθι.
Κι ο δάσκαλος που ήταν απ’ τα επίμονα πλάσματα
έγραψε στον πίνακα κάτι πράγματα καινούρια.
«Σήμερα θα μάθουμε παιδιά τα κλάσματα.
Θα ρίξουμε φως σ’ όλα τους τα κουσούρια!»
Μα ξάφνου – μπαμ – νά ’σου στο πάτωμα η Φωφώ
δίχως αισθήσεις, σαν να της τέλειωσε η μπαταρία.
«Λιποθύμησε παιδιά γιατί έχει πάλι πυρετό»
είπ’ ο δάσκαλος «κι όχι πανικός, μα ψυχραιμία!»
«Ναι, κύριε, φυσικά, παν’ απ’ όλα ψυχραιμία,»
Είπαν οι μαθητές και τρέμαν σα μικρά πουλάκια.
«Θα τη συνεφέρω, παιδιά, μα κάντε ησυχία.»
αλλά οι μαθητές βλέπαν απ’ την ταραχή αστράκια!
Νύχτωσε! Ας αρχίσει το παραμύθι.
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
(Τι; Τώρα αρχίζει το παραμύθι; Καλά, καλά, εντάξει. Η ΔΕΥΤΕΡΗ αρχή του παραμυθιού!)
Μια φορά κι έναν καιρό, ζεστό πολύ ζεστό
- ήταν Αύγουστος, (κι η ζέστη μού ’χε φέρει ζάλες)
ζούσαν σ’ ένα δάσος πυκνό, πολύ πυκνό
κάτι πυγολαμπίδες ασυνήθιστα μεγάλες!
Ναι, ήτανε μεγάλες, σα σπουργίτι η καθεμιά,
και τους άρεσε να πετούν ψηλά στον ουρανό.
Και φώτιζαν τα δέντρα του δάσους τα ψηλά
παίζοντας κρυφτό, σχοινάκι και κυνηγητό.
Κι ήταν οι μεγάλες και καλές πυγολαμπίδες
περήφανες για το φως που βγάζαν απ’ τις ουρές,
φως δυνατό και βλέπαν των εχθρών τους τις παγίδες
κι ήτανε γι’ αυτό τόσο μα τόσο γελαστές!
Έχετε υπομονή να σας τις απαριθμήσω;
Αν ‘ναι’ τότε αρχίζω από τούτο το λεπτό.
Αν ‘όχι’, α, όχι δεν μπορώ πια να σταματήσω
γιατί το παραμύθι θα μου κόψει το ηλεκτρικό!
Ήτανε η Φωτεινή, η Φωσφορίτσα, κι η Πυρά,
η Φωτούλα, η Πυρούλα κι η Πυρωμένη
και χοροπηδούσανε με κέφι και χαρά
και τους κοίταζε η νύχτα ευτυχισμένη.
Α, ήταν κι ο Φωτεινός, ο Φωτούλης κι ο Φλογάτος
ο Φωσφορίζος, ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος
και πέταγε ο καθένας χαρά γεμάτος
τότε που κοιμόταν ο ήλιος κουρασμένος.
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος 2008
Συνεχίζεται...
Μια φορά κι έναν καιρό, ζεστό πολύ ζεστό
- ήταν Αύγουστος, (κι η ζέστη μού ’χε φέρει ζάλες)
ζούσαν σ’ ένα δάσος πυκνό, πολύ πυκνό
κάτι πυγολαμπίδες ασυνήθιστα μεγάλες!
Ναι, ήτανε μεγάλες, σα σπουργίτι η καθεμιά,
και τους άρεσε να πετούν ψηλά στον ουρανό.
Και φώτιζαν τα δέντρα του δάσους τα ψηλά
παίζοντας κρυφτό, σχοινάκι και κυνηγητό.
Κι ήταν οι μεγάλες και καλές πυγολαμπίδες
περήφανες για το φως που βγάζαν απ’ τις ουρές,
φως δυνατό και βλέπαν των εχθρών τους τις παγίδες
κι ήτανε γι’ αυτό τόσο μα τόσο γελαστές!
Έχετε υπομονή να σας τις απαριθμήσω;
Αν ‘ναι’ τότε αρχίζω από τούτο το λεπτό.
Αν ‘όχι’, α, όχι δεν μπορώ πια να σταματήσω
γιατί το παραμύθι θα μου κόψει το ηλεκτρικό!
Ήτανε η Φωτεινή, η Φωσφορίτσα, κι η Πυρά,
η Φωτούλα, η Πυρούλα κι η Πυρωμένη
και χοροπηδούσανε με κέφι και χαρά
και τους κοίταζε η νύχτα ευτυχισμένη.
Α, ήταν κι ο Φωτεινός, ο Φωτούλης κι ο Φλογάτος
ο Φωσφορίζος, ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος
και πέταγε ο καθένας χαρά γεμάτος
τότε που κοιμόταν ο ήλιος κουρασμένος.
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος 2008
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου