Ένα κεφάλαιο με κομμένα δέντρα
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
(Προσοχή μην πέσει κανένα δέντρο πάνω σας)
Ο Ρούλης έτριβε τα χέρια του από χαρά.
«Χα χα χα δε θα φτιάξω εδώ πέρα ιατρεία,
μα σπίτια για κοράκια που θα τα πουλήσω ακριβά!»
Ωχ, τον πονηρούλη που να του καεί η μπαταρία.
Κι έφερε φίλους του πολλούς, άγρια κοράκια
και μαδήσαν τα λουλούδια, τους θάμνους, τα φυτά
και ξεριζώσαν τσουπ τσουπ τσουπ λίγο λίγο τα δεντράκια
κι έμεινε η γη εκεί γυμνή με χόρτα ξερά!
Ο Φλογάτος κι η Πυρά βλέπαν από μακριά.
«Πυρά, μ’ αυτό που βλέπω μού πιάνεται η καρδιά,»
είπε ο Φλογάτος με πόνο στην καρδιά.
«Κι εμένα!» είπε η Πυρά. «Μεγάλη Καταστροφή.»
«Όμως εδώ θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
έκαν’ ο Φλογάτος για να παρηγορηθεί.
«Ναι, και θά΄ χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
κι η Πυρά με μεγάλη θλίψη στη φωνή.
Και τρέξαν να το πουν στους άλλους δακρυσμένοι.
«Μη λυπάστε, θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
εξήγησε η Πυρά κι ήτανε θλιμμένη.
«Ναι,» κι ο Φλογάτος «και θά ΄χει φάρμακα σα φαρμακείο.»
Πως κλαίγαν τότε όλοι οι Πυγολαμπτήρες
σκέφτονταν, όμως, πως εκεί θα γίνει ιατρείο
και φέρναν δίπλα στα κομμένα δέντρα γύρες,
εκεί που θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο!
Κι έφτασε το βράδυ και βγήκε το φεγγάρι
μα η Φωτεινή κι ο Φωτεινός δε φόραγαν πια φακό.
Τους βλέπει η Πυρά που τριγυρνούσε όλο καμάρι,
«Καλέ αυτοί δε φορούν φακό – τι λάθος τραγικό!»
Και συνέχισε ο Φλογάτος όλο απορία,
«Μα αυτοί δεν είναι πια της μόδας όπως εμείς!»
Κι έπειτα κι οι δυο μαζί, «Τι ανοησία,
κρίμα για τα νιάτα του Φωτεινού και της Φωτεινής!»
«Κρίμα, κρίμα,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά.
«Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός είναι πλέον ντεμοντέ.»
Αχ, τι να πεις σε τέτοια έντομα κουτά
που φέρονταν σα να τους κάηκε κάποιο μοτέρ!
Το κεφάλαιο που έπιασε φωτιά
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ (Όνομα και πράγμα ) 9
(Φέρτε γρήγορα πυροσβεστήρες!)
Αχ, ήρθε νύχτα που οι φίλοι μας για ώρα τους κακή
κοιμήθηκαν – τους είχε κουράσει το πολύ κρυφτό -
κι ήρθε ο Ρούλης πάνω σε λεπτό κλαδί
με σχέδιο στ’ αλήθεια τόσο καταστροφικό.
«Δε μου φτάνουν όσα μου χαρίσαν οι πυγολαμπίδες,»
ψιθύρισε, «θέλω κι άλλο χώρο, σπίτια να χτίσω πολλά»
κι όρμησε σα λύκος σε μαντρί με γίδες,
πάνω στα δέντρα και τους έβαλε φωτιά!
Ω, πόσο γρήγορα πιάσαν τα δέντρα φωτιά.
Μαύροι καπνοί ορμούσαν ψηλά στον ουρανό,
και ξημέρωσε μέρα γκρίζα μες στη σκοτεινιά.
Έκαιγε η φωτιά το δάσος δίχως σταματημό.
Μυρίζει η Πυρούλα τον καπνό και λέει τρομαγμένη,
«Ξυπνήστε, καίγεται το δάσος, φωτιά – φωτιά.»
Κι όλοι οι Πυγολαμπτήρες πετάγονται σαστισμένοι.
«Τα καημένα τα δεντράκια! – Βοήθεια, φωτιά!»
«Γρήγορα, γρήγορα, φέρτε πυροσβεστήρες»
είπ’ ο Φλογούλης και τά ’χε χαμένα!
Αχ, δεν είχαν τέτοιο πράγμα οι Πυγολαμπτήρες
και το δάσος καίγονταν σαν κάρβουνα αναμμένα!
«Εμπρός να φύγουμε να σωθούμε απ’ τη φωτιά»
φώναξε η Πυρούλα πλάι στη φωτιά την τρομερή.
«Ν’ ανάψουμε τους φακούς» κι ο Φλογούλης δυνατά
μα δεν έλεγαν ν’ ανάψουν οι πανάκριβοι φακοί!
«Πάλι τέλειωσαν οι μπαταρίες.» είπε η Πυρούλα,
αχ, κι ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τον καπνό.
«Μα, αυτός είναι μέγας φαταούλας!»
γρύλισε ο Φλογούλης με μεγάλο θυμό.
Και θυμήθηκαν το δικό τους φως οι πυγολαμπτήρες
μα, από την αχρησία δε φώτιζε τόσο πολύ.
Και νιώθαν τότε σαν καμμένοι αναπτήρες!
Πάλι καλά που είχαν τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.
«Ακολουθήστε εμάς πού ’χουμε το δικό μας φως»
είπ’ η Φωτεινή βήχοντας απ’ τον καπνό.
«Ναι, κι εμπιστευτείτε μας,» συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
στο δάσος που πνιγόταν στης φωτιάς το χορό.
Τότε ήταν π’ άρχισε να βρέχει στάχτη γκρίζα
έβρεχε, μόνο πού ’ταν στάχτη κι όχι δροσερό νερό
κι ήταν οι φίλοι μας σα να τους βάλανε στην πρίζα
και τους κάνανε γερό ηλεκτροσόκ!
Και πήγανε πιο πέρα οι φίλοι μας κλαμένοι
μα φύσαγε αέρας και δυνάμωνε η φωτιά
και βήχανε και παραπάταγαν σα μεθυσμένοι
κι έβρεχε στάχτη – καίγονταν τα δέντρα τα φτωχά!
(Κι εδώ θα απορήσετε τι γίναν τα άλλα ζώα όπως
λαγοί, σκίουροι, κουνάβια, αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες
κι ένα τσούρμο άλλα μικρά και μεγάλα τετράποδα,
ερπετά, πουλιά και έντομα. Δε μιλάω γι’ αυτά γιατί δε θυμάμαι
τα μικρά τους ονόματα και δε θά ’ θελα να δώσω ψεύτικες πληροφορίες!
Γι’ αυτό μιλάω μόνο για τις πυγολαμπίδες
που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, τόσο μεγάλες που ήταν!
Ουχ, ωχ,
τους πυγολαμπτήρες, θέλω να πω!)
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
(Προσοχή μην πέσει κανένα δέντρο πάνω σας)
Ο Ρούλης έτριβε τα χέρια του από χαρά.
«Χα χα χα δε θα φτιάξω εδώ πέρα ιατρεία,
μα σπίτια για κοράκια που θα τα πουλήσω ακριβά!»
Ωχ, τον πονηρούλη που να του καεί η μπαταρία.
Κι έφερε φίλους του πολλούς, άγρια κοράκια
και μαδήσαν τα λουλούδια, τους θάμνους, τα φυτά
και ξεριζώσαν τσουπ τσουπ τσουπ λίγο λίγο τα δεντράκια
κι έμεινε η γη εκεί γυμνή με χόρτα ξερά!
Ο Φλογάτος κι η Πυρά βλέπαν από μακριά.
«Πυρά, μ’ αυτό που βλέπω μού πιάνεται η καρδιά,»
είπε ο Φλογάτος με πόνο στην καρδιά.
«Κι εμένα!» είπε η Πυρά. «Μεγάλη Καταστροφή.»
«Όμως εδώ θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
έκαν’ ο Φλογάτος για να παρηγορηθεί.
«Ναι, και θά΄ χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
κι η Πυρά με μεγάλη θλίψη στη φωνή.
Και τρέξαν να το πουν στους άλλους δακρυσμένοι.
«Μη λυπάστε, θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
εξήγησε η Πυρά κι ήτανε θλιμμένη.
«Ναι,» κι ο Φλογάτος «και θά ΄χει φάρμακα σα φαρμακείο.»
Πως κλαίγαν τότε όλοι οι Πυγολαμπτήρες
σκέφτονταν, όμως, πως εκεί θα γίνει ιατρείο
και φέρναν δίπλα στα κομμένα δέντρα γύρες,
εκεί που θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο!
Κι έφτασε το βράδυ και βγήκε το φεγγάρι
μα η Φωτεινή κι ο Φωτεινός δε φόραγαν πια φακό.
Τους βλέπει η Πυρά που τριγυρνούσε όλο καμάρι,
«Καλέ αυτοί δε φορούν φακό – τι λάθος τραγικό!»
Και συνέχισε ο Φλογάτος όλο απορία,
«Μα αυτοί δεν είναι πια της μόδας όπως εμείς!»
Κι έπειτα κι οι δυο μαζί, «Τι ανοησία,
κρίμα για τα νιάτα του Φωτεινού και της Φωτεινής!»
«Κρίμα, κρίμα,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά.
«Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός είναι πλέον ντεμοντέ.»
Αχ, τι να πεις σε τέτοια έντομα κουτά
που φέρονταν σα να τους κάηκε κάποιο μοτέρ!
Το κεφάλαιο που έπιασε φωτιά
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ (Όνομα και πράγμα ) 9
(Φέρτε γρήγορα πυροσβεστήρες!)
Αχ, ήρθε νύχτα που οι φίλοι μας για ώρα τους κακή
κοιμήθηκαν – τους είχε κουράσει το πολύ κρυφτό -
κι ήρθε ο Ρούλης πάνω σε λεπτό κλαδί
με σχέδιο στ’ αλήθεια τόσο καταστροφικό.
«Δε μου φτάνουν όσα μου χαρίσαν οι πυγολαμπίδες,»
ψιθύρισε, «θέλω κι άλλο χώρο, σπίτια να χτίσω πολλά»
κι όρμησε σα λύκος σε μαντρί με γίδες,
πάνω στα δέντρα και τους έβαλε φωτιά!
Ω, πόσο γρήγορα πιάσαν τα δέντρα φωτιά.
Μαύροι καπνοί ορμούσαν ψηλά στον ουρανό,
και ξημέρωσε μέρα γκρίζα μες στη σκοτεινιά.
Έκαιγε η φωτιά το δάσος δίχως σταματημό.
Μυρίζει η Πυρούλα τον καπνό και λέει τρομαγμένη,
«Ξυπνήστε, καίγεται το δάσος, φωτιά – φωτιά.»
Κι όλοι οι Πυγολαμπτήρες πετάγονται σαστισμένοι.
«Τα καημένα τα δεντράκια! – Βοήθεια, φωτιά!»
«Γρήγορα, γρήγορα, φέρτε πυροσβεστήρες»
είπ’ ο Φλογούλης και τά ’χε χαμένα!
Αχ, δεν είχαν τέτοιο πράγμα οι Πυγολαμπτήρες
και το δάσος καίγονταν σαν κάρβουνα αναμμένα!
«Εμπρός να φύγουμε να σωθούμε απ’ τη φωτιά»
φώναξε η Πυρούλα πλάι στη φωτιά την τρομερή.
«Ν’ ανάψουμε τους φακούς» κι ο Φλογούλης δυνατά
μα δεν έλεγαν ν’ ανάψουν οι πανάκριβοι φακοί!
«Πάλι τέλειωσαν οι μπαταρίες.» είπε η Πυρούλα,
αχ, κι ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τον καπνό.
«Μα, αυτός είναι μέγας φαταούλας!»
γρύλισε ο Φλογούλης με μεγάλο θυμό.
Και θυμήθηκαν το δικό τους φως οι πυγολαμπτήρες
μα, από την αχρησία δε φώτιζε τόσο πολύ.
Και νιώθαν τότε σαν καμμένοι αναπτήρες!
Πάλι καλά που είχαν τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.
«Ακολουθήστε εμάς πού ’χουμε το δικό μας φως»
είπ’ η Φωτεινή βήχοντας απ’ τον καπνό.
«Ναι, κι εμπιστευτείτε μας,» συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
στο δάσος που πνιγόταν στης φωτιάς το χορό.
Τότε ήταν π’ άρχισε να βρέχει στάχτη γκρίζα
έβρεχε, μόνο πού ’ταν στάχτη κι όχι δροσερό νερό
κι ήταν οι φίλοι μας σα να τους βάλανε στην πρίζα
και τους κάνανε γερό ηλεκτροσόκ!
Και πήγανε πιο πέρα οι φίλοι μας κλαμένοι
μα φύσαγε αέρας και δυνάμωνε η φωτιά
και βήχανε και παραπάταγαν σα μεθυσμένοι
κι έβρεχε στάχτη – καίγονταν τα δέντρα τα φτωχά!
(Κι εδώ θα απορήσετε τι γίναν τα άλλα ζώα όπως
λαγοί, σκίουροι, κουνάβια, αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες
κι ένα τσούρμο άλλα μικρά και μεγάλα τετράποδα,
ερπετά, πουλιά και έντομα. Δε μιλάω γι’ αυτά γιατί δε θυμάμαι
τα μικρά τους ονόματα και δε θά ’ θελα να δώσω ψεύτικες πληροφορίες!
Γι’ αυτό μιλάω μόνο για τις πυγολαμπίδες
που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, τόσο μεγάλες που ήταν!
Ουχ, ωχ,
τους πυγολαμπτήρες, θέλω να πω!)
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου