Το κεφάλαιο του δυνατότερου φωτός
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
(Φορέστε γυαλιά ηλίου για να μην
στραβωθείτε απ’ το φως)
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
είπε η Φωτούλα λάμποντας από χαρά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
απάντησε η Φωσφορίτσα με τόση σιγουριά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»
Ω, τα ίδιαν είπαν κι η Πυρούλα κι η Πυρά,
α, μην το ξεχάσω ακόμη κι η Πυρωμένη.
Και το λέγαν όλες με κόρδωμα και σιγουριά
πού ’γινε η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
«Μα, τι λέτε. Εμένα είναι το δυνατότερο»
είπαν ο Φωτούλης κι ο Φωσφορίζος κορδωτά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά!.»
Α, τα ίδια κι ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος κι ο Φλογάτος
ώσπου πετάχτηκαν μαζί ο Φωτεινός κι η Φωτεινή.
«Αρκετά γιατί φαγώνεστε σα σκύλος με τη γάτα;
Το φως που έχουμε είναι δώρο θεϊκό.»
«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες.»
Και συμφώνησαν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες.
«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες!»
Το κεφάλαιο του Ρούλη του Ηλεκτρούλη
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Και περνούσανε οι μέρες φως γεμάτες
και ιδίως οι νύχτες για να ακριβολογώ
ώσπου μια μέρα κει που τρώγαν ζουμερές ντομάτες
τους πλησίασε ο Ρούλης με το πονηρό μυαλό.
Τι, δεν ξέρετε, παιδιά, ποιος είν’ ο Ρούλης;
Α, ο Ρούλης, ένας κόρακας με μαύρα φτερά
που το πλήρες όνομά του είναι Ηλεκτρούλης
κι ήταν έμπορος πρώτος στου δάσους την αγορά.
«Εδώ οι φακοί οι καλοί οι φωτεινοί»
βροντοφώναξε κρατώντας παράξενο σακκούλι,
«φακοί φωτεινοί, της αγοράς οι πιο φτηνοί,
οι καλύτεροι φακοί, από τον Ηλεκτρούλη!»
Οι πυγολαμπίδες πήγαν μ’ έκπληξη και θαυμασμό
να δουν εκείνες τις παράξενες … φακές!
«Φακοί! Όχι φακές,» είπ’ ο Ρούλης σοβαρός,
«Κάνουν τη νύχτα μέρα κι είναι ωραίοι σαν κεφτές.»
«Βγάζουν φως δυνατότερο απ’ το δικό σας
και είναι και της μόδας τώρα τελευταία.
Σας τους πουλώ φτηνά εσάς για το καλό σας.»
είπ’ ο Ρούλης, ψεύτης μέγας με περικεφαλαία.
«Πόσο τους πουλάς τους φακούς καλέ μας Ρούλη;»
ρωτήσαν μ’ αγαλλίαση οι πυγολαμπίδες.
«Δωρεάν για σας!» είπε με βλέμμα πονηρούλη
κι εκείνες πέσαν να τους πάρουν σαν ακρίδες.
Και τους έδωσε φακούς με το τσουβάλι.
«Το μόνο που ζητώ είν’ ο χώρος τούτος δω»
είπ’ ο Ρούλης άπληστος σαν άγριο τσακάλι.
«Τα δέντρα και τους θάμνους, νά ’χω κάτι κι εγώ…»
«Και πια θα λέγεστε πυγοφακοί
ή μιας που οι φακοί έχουν μέσα λαμπτήρες»
συνέχισε ο πονηρός με ύφος νικητή,
«τ’ όνομά σας πια θα είναι πυγολαμπτήρες!»
«Ζήτω οι Πυγολαμπίδες που γίναν Πυγολαμπτήρες!»
φωνάξαν όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες μαζί
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι Πυγολαμπτήρες
εκτός από τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.
Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός ήτανε διστακτικοί,
ν’ αφήσουν το δικό τους φως δεν τους έκανε καρδιά,
να φορέσουν φακούς, τι τρέλα πάλι κι αυτή,
μα στο τέλος τους φορέσαν δοκιμαστικά.
Έλα, όμως που ξέχασα να πω, παιδιά, κι αυτό:
Ο Ρούλης τους έδειξε πως μπαίνουν οι μπαταρίες
αλλά, ουχ ωχ, πρέπει να διακόψω εδώ
γιατί κάναν τόση φασαρία και φασαρίες!
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
(Φορέστε γυαλιά ηλίου για να μην
στραβωθείτε απ’ το φως)
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
είπε η Φωτούλα λάμποντας από χαρά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
απάντησε η Φωσφορίτσα με τόση σιγουριά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»
Ω, τα ίδιαν είπαν κι η Πυρούλα κι η Πυρά,
α, μην το ξεχάσω ακόμη κι η Πυρωμένη.
Και το λέγαν όλες με κόρδωμα και σιγουριά
πού ’γινε η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
«Μα, τι λέτε. Εμένα είναι το δυνατότερο»
είπαν ο Φωτούλης κι ο Φωσφορίζος κορδωτά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά!.»
Α, τα ίδια κι ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος κι ο Φλογάτος
ώσπου πετάχτηκαν μαζί ο Φωτεινός κι η Φωτεινή.
«Αρκετά γιατί φαγώνεστε σα σκύλος με τη γάτα;
Το φως που έχουμε είναι δώρο θεϊκό.»
«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες.»
Και συμφώνησαν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες.
«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες!»
Το κεφάλαιο του Ρούλη του Ηλεκτρούλη
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Και περνούσανε οι μέρες φως γεμάτες
και ιδίως οι νύχτες για να ακριβολογώ
ώσπου μια μέρα κει που τρώγαν ζουμερές ντομάτες
τους πλησίασε ο Ρούλης με το πονηρό μυαλό.
Τι, δεν ξέρετε, παιδιά, ποιος είν’ ο Ρούλης;
Α, ο Ρούλης, ένας κόρακας με μαύρα φτερά
που το πλήρες όνομά του είναι Ηλεκτρούλης
κι ήταν έμπορος πρώτος στου δάσους την αγορά.
«Εδώ οι φακοί οι καλοί οι φωτεινοί»
βροντοφώναξε κρατώντας παράξενο σακκούλι,
«φακοί φωτεινοί, της αγοράς οι πιο φτηνοί,
οι καλύτεροι φακοί, από τον Ηλεκτρούλη!»
Οι πυγολαμπίδες πήγαν μ’ έκπληξη και θαυμασμό
να δουν εκείνες τις παράξενες … φακές!
«Φακοί! Όχι φακές,» είπ’ ο Ρούλης σοβαρός,
«Κάνουν τη νύχτα μέρα κι είναι ωραίοι σαν κεφτές.»
«Βγάζουν φως δυνατότερο απ’ το δικό σας
και είναι και της μόδας τώρα τελευταία.
Σας τους πουλώ φτηνά εσάς για το καλό σας.»
είπ’ ο Ρούλης, ψεύτης μέγας με περικεφαλαία.
«Πόσο τους πουλάς τους φακούς καλέ μας Ρούλη;»
ρωτήσαν μ’ αγαλλίαση οι πυγολαμπίδες.
«Δωρεάν για σας!» είπε με βλέμμα πονηρούλη
κι εκείνες πέσαν να τους πάρουν σαν ακρίδες.
Και τους έδωσε φακούς με το τσουβάλι.
«Το μόνο που ζητώ είν’ ο χώρος τούτος δω»
είπ’ ο Ρούλης άπληστος σαν άγριο τσακάλι.
«Τα δέντρα και τους θάμνους, νά ’χω κάτι κι εγώ…»
«Και πια θα λέγεστε πυγοφακοί
ή μιας που οι φακοί έχουν μέσα λαμπτήρες»
συνέχισε ο πονηρός με ύφος νικητή,
«τ’ όνομά σας πια θα είναι πυγολαμπτήρες!»
«Ζήτω οι Πυγολαμπίδες που γίναν Πυγολαμπτήρες!»
φωνάξαν όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες μαζί
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι Πυγολαμπτήρες
εκτός από τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.
Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός ήτανε διστακτικοί,
ν’ αφήσουν το δικό τους φως δεν τους έκανε καρδιά,
να φορέσουν φακούς, τι τρέλα πάλι κι αυτή,
μα στο τέλος τους φορέσαν δοκιμαστικά.
Έλα, όμως που ξέχασα να πω, παιδιά, κι αυτό:
Ο Ρούλης τους έδειξε πως μπαίνουν οι μπαταρίες
αλλά, ουχ ωχ, πρέπει να διακόψω εδώ
γιατί κάναν τόση φασαρία και φασαρίες!
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου