Σιγόκαιγε η φωτιά κι είπα,
να σκύψω, ν’ ανάψω την πίπα!
Νόμιζα πως κάπνιζα τάχα
κι όλο με τη μοίρα μου τα ’χα!
Καπνοί είχαν γεμίσει το σπίτι,
γλυκιά μυρωδιά για τη μύτη!
Κι έριξα στις φλόγες μπροστά μου,
τα φυλαγμένα τα ποιήματά μου!
Καίγονταν αυτά, λίγο-λίγο
κι ύστερα λογάριαζα να φύγω!
Μην ξέροντας ούτε λιγάκι,
πως είναι ψεύτικο το τζάκι!
Και πως τίποτα καλό δε βγαίνει,
από μια πίπα σβησμένη!
Στα σύνορα, όμως, του ονείρου,
μαινόταν η φωτιά του απείρου!
Κι ήταν αληθινή κι η στάχτη
να σκύψω, ν’ ανάψω την πίπα!
Νόμιζα πως κάπνιζα τάχα
κι όλο με τη μοίρα μου τα ’χα!
Καπνοί είχαν γεμίσει το σπίτι,
γλυκιά μυρωδιά για τη μύτη!
Κι έριξα στις φλόγες μπροστά μου,
τα φυλαγμένα τα ποιήματά μου!
Καίγονταν αυτά, λίγο-λίγο
κι ύστερα λογάριαζα να φύγω!
Μην ξέροντας ούτε λιγάκι,
πως είναι ψεύτικο το τζάκι!
Και πως τίποτα καλό δε βγαίνει,
από μια πίπα σβησμένη!
Στα σύνορα, όμως, του ονείρου,
μαινόταν η φωτιά του απείρου!
Κι ήταν αληθινή κι η στάχτη
κι η αγάπη που ’φυγε απ’ το φράχτη!
Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου