Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης
κι ο Μεχμέτ-Αγάς,
σε κρασοπουλειό πηγαίναν
για να φαν να πιουν.
Κει που τρώγαν, κει που πίναν,
κει που γλένταγαν,
κάτι πέσαν σε κουβέντα
για τις όμορφες.
- Ν' όμορφη γυναίκα που 'χεις,
βρε Μενούσ'-Αγά!
- Πού την είδες, πού την ξέρεις
και τη μολογάς;
- Χτες την είδα στο πηγάδι
που 'πιανε νερό
και τής έδωσ' το μαντήλι
και μού το 'πλυνε.
- Κι αν την είδες κι αν την ξέρεις,
πες μας τι φορεί;
- Ασημένιο μεσοφόρι
με χρυσό φλουρί.
Ο Μενούσης μεθυσμένος
πάει την έσφαξε.
Το πρωί, ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.
- Σήκω πάπια μ', σήκω χήνα μ',
σήκω πέρδικά μ'.
Σήκω λούσου και στολίσου
κι έβγα στο χορό.
Να σε δουν τα παλικάρια
να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος
και να χαίρομαι.
(Δημοτικό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου