Παρασκευή, Μαΐου 01, 2009

Επιτάφιος - Γιάννη Ρίτσου

Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, ποιητή της Ρωμιοσύνης, εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε στην Αθήνα, το 1990.

Γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, μελετητής

Το Μάη του 1936 μια απεργία καπνεργατών παραλύει την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η διαδήλωση παίρνει μεγάλες διαστάσεις και η αστυνομία του Μεταξά έχει σκληρές διαταγές ν' ανοίξει πυρ χωρίς προειδοποίηση. Το πλήθος μετράει 30 νεκρούς και πάνω από 300 τραυματίες.

Την επομένη, η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία μιας μάνας γονατιστής καταμεσής του δρόμου μπροστά στο σώμα του δολοφονημένου γιου της Τάσου Τούση.

Ο Γιάννης Ρίτσος αγοράζει την εφημερίδα και γυρίζει στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης. Κλείνεται μέσα δυο μέρες και δυο νύχτες. Γεννιέται ο Επιτάφιος. Το βιβλίο εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα, αριθμό ρεκόρ για την εποχή. Λίγο αργότερα, στις 4 Αυγούστου, η δικτατορία του Μεταξά θα συμπεριλάβει τον Επιτάφιο στα ανατρεπτικά βιβλία που θα καούν στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ο Επιτάφιος μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1958 στο Παρίσι, και ηχογραφήθηκε το 1960 σε 3 διαφορετικές εκτελέσεις.
- Με τη Νάνα Μούσχουρη - Αύγουστος 1960 (ενορχήστρωση Μάνος Χατζιδάκις).

- Με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη - Σεπτέμβριος 1960.
- Με τη Μαίρη Λίντα και το Μανώλη Χιώτη - Οκτώβριος 1960.

ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σέ χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω,
στο λιακωτό, και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της Οικουμένης.


Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα, όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ’ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.

ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ’ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ' αγόρι μου, πού πήγε, πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη.

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου, και δεν θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Κορόνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειών μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου.

ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΣΤΟ

Μαλλιά σγουρά, που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα,
τις νύχτες που κοιμόσουνα, και πλάι σου ξαγρυπνούσα.

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα, που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο.

Μάτια γλαρά, που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ.

Χείλι μου μοσχομύριστο, που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα, κι αηδόνια φτερουγίζαν.

ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ, ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ

Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει χάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά, ουδέ σε παρατάει.

Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου, εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

ΗΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ ΚΙ ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγες το κατώφλι μας κι έλαμπε σα χρυσάφι.

Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ

Στο παραθύρι στεκόσουν κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά, τη θάλασσα, τις στράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ' αυτί σου σπίθιζε η γαζία τ' αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο που τ' άστρα ανθίζαν, φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν' ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό το απόβραδο, έγια λέσα,
μ' αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε, κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.

ΝΑ ’ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ

Να 'χα τ' αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να 'χα,
να σου 'δινα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα.

Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέραιο τ' όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.

Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια,
και σου μαδάμε οι κορασιές λουλούδια στα μαλάκια.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλα ήτανε για μένα.

ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ

Γιε μου, ποια μοίρα στο ’γραφε, ωιμέ, και ποια μού το’ χε γράψει.
Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά, καημέ, στα στήθια μου ν’ ανάψει.

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, ωιμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: