Σαν μαθητευόμενος ρεπόρτερ που είμαι (δεν το ξέρατε;), σκέφτηκα για ξεκίνημα στη λαμπρή μου καριέρα, να κάνω ένα πρωτότυπο, ένα φανταστικό ρεπορτάζ!... Δεν ξέρω, βέβαια, αν έχω το οξύ βλέμμα των έμπειρων συναδέλφων μου ή τη μεγάλη μύτη που χώνεται παντού... Μα, «εγώ είμαι τρελή», μού ’χε πει κάποτε κάποια Νανά, που ήθελε να με κάνει πέρα!... Με την τρέλα, λοιπόν, που με διακρίνει, το αποφάσισα. Πρωί-πρωί Τετάρτης και ντρίιν, τηλεφώνησα· πού λέτε; Χμ...
Ντρίιν! Ξαναντρίιν!... «Εμπρός!», (βραχνή αντρική φωνή)... «Ναι, γεια σας, είμαι ρεπόρτερ και θέλω να γράψω κάτι για το μαγαζί...». (Λίγη σκέψη). «Να γράψετε. Να ρθείτε, να γράψετε!». «Να σάς πω· λέτε ladies only. Μήπως πρέπει να συνοδεύομαι;». «Όχι, όχι, να ρθείτε μόνος. Πείτε μου, μόνο, τ’ όνομά σας...». Τού το είπα. Τα κατάφερα! Το βράδυ θα πήγαινα στο στριπτιζάδικο... (Ουάου)!
Άρπαξα το πρώτο παλιόχαρτο που βρήκα μπροστά μου και σημείωσα τα σύνεργα του καλού ρεπόρτερ: Φωτογραφική μηχανή, σημειωματάριο, καρτελάκι που να γράφει «ΤΥΠΟΣ», μα προπαντός σακίδιο με μαγνητόφωνο μέσα και μακρύ καλώδιο απ’ έξω! Έτσι τουλάχιστο, δε θα κινούσα υποψίες ότι είμαι καμιά «κρυφή κουνίστρα» κι’ ούτε ξέρεις πόσοι αθυρόστομοι σού την έχουν στημένη στη γωνία. Το μόνο που τελικά κράτησα, ήταν το μαγνητόφωνο κι’ αυτό μικρό και δώρο από μια συνδρομή μου σε ξενόγλωσσο περιοδικό. Μπήκα στο ταξί, «Σόδομα και Γόμορρα, παρακαλώ»!... «Πού;», (έπαθε), μετά τού είπα...
Έφτασα λίγο πριν αρχίσουν οι μικρές ώρες, γιατί ξεκίνησα αργά. Έτσι, μπήκα - που λένε - στο τσακίρ κέφι!... Σκόνταψα σε κάποιο σκαλοπάτι, πάτησα ένα πόδι, ύστερα εντάξει. Το εισιτήριο το είχα πάρει απ’ τον γκισέ στην είσοδο, αλλά κατέβηκα πολλά σκαλοπάτια μέχρι να μπω στο κέντρο. Μόλις συνήλθα, είπα: «Καλησπέρα, είμαι ο Π.Θ.Τουμάσης και, όπως εξήγησα και στην κοπέλα που έκοβε τα εισιτήρια, κάνω ένα ρεπορτάζ για την τέχνη του γυμν...», «μια στιγμή, να φωνάξω το αφεντικό...», μ’ έκοψε με θυμηδία το γκαρσόνι.
Καθόμουν δίπλα σε μια φαρδιά κολώνα, (τραπεζάκι για τέσσερις) κι άρχιζα να συνειδητοποιώ τί βλέπω - μη βιάζεστε, θα σάς πω - όταν άκουσα πίσω μου: «Ο κύριος Π.Θ.Τουμάσης;», (βραχνή αντρική φωνή)... «Ω! Εσείς;», τού είπα, γυρίζοντας και χύνοντας το ποτό μου. «Γνωριστήκαμε τηλεφωνικώς το πρωί...», συμπλήρωσα, κάνοντάς τον να καταλάβει. «Ναι. Θέλετε να γράψετε ένα ρεπορτάζ, αν δεν κάνω λάθος;». «Μάλιστα». «Να προσέξεις τί θα γράψεις, νεαρέ!». (Ενικός... Του τύπου «θα σού πάρω τον αέρα»). «Μην ξεχνάς», συνέχισε, «πως απ’ αυτή τη δουλειά βγάζουν το ψωμί τους ένα σωρό άνθρωποι... Α! Κάτι ακόμα. Τα ποτά τα κερνάει το κατάστημα.»... «Ό,τι πεις εσύ, αφεντικό!»... (Ενικός... Του τύπου «θα σού χέσω τον πατέρα»). Έφυγε με χαϊδεμένα τ’ αυτιά και καλά που δε γύρισε να κοιτάξει, γιατί θα δάγκωνα τη γλώσσα μου, που μού είχε γίνει πιο μεγάλη κι' από... Άντε να μην πω...
Στο ψητό τώρα... Ακούμπησα το μαγνητόφωνο μπροστά μου, πάτησα το record κ’ η ταινία γέμισε δυνατή μουσική. Ερεθιστική! Τ’ αγόρια τσιτσιδώνονταν εντελώς, (δεν το περίμενα) και το ωραίο, καλογυμνασμένο τους σώμα ξεχώριζε ακόμα και μέσα από τις χρυσές στολές!... Ο χορός με τη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν ο χορός της βροχής! Βροχή κρυστάλλινη έπεφτε αργά-αργά στη σκηνή κ’ οι χορευτές έβγαζαν τα ρούχα τους, μέχρι που έμεναν ολόγυμνοι, απροστάτευτοι στο όλο και αυξανόμενο μένος του νερού!... Έδιωχναν με τα χέρια τους τις διάφανες χάντρες που τους χτυπούσαν παντού, χαϊδεύοντας σημεία (και τέρατα)...
Τα one man’s και λοιπά σώου, τα ανάγγελλε μια γυναίκα, η κακομοίρα, χοντρή! Τσαχπίνα πάντως και με φωνή σαν ντουντούκα... Μού ’ριχνε, πού και πού, κάτι φλογερές ματιές, που επαναπροσδιόριζαν μέσα μου την έννοια της λέξης: «Σαραντάβαθα»!
Από την αρχή με ενδιέφερε το κοινό... Ήθελα μια ωραία κοπέλα για να τής πάρω συνέντευξη. Την είδα! Δίπλα στο τραπέζι με τις τρεις ξερακιανές πενηντάρες, πιο πέρα απ’ το τραπέζι με τις δύο εμφανώς πόρνες, σεμνή, καθισμένη σταυροπόδι, μόνη της. Πήγα να σηκωθώ να τής μιλήσω, αλλά ένα σιδερένιο χέρι στον ώμο, με ξανακάθισε κάτω. «Θέλεις table dancing; Αχ...»! Μάλιστα. Δεν ήταν μπράβος, ήταν ένα από τα παιδιά... Ουφ... «Ε, ε, ε, είμαι δημοσιογράφος και δηλαδή, ε, ε, ε, νά...». Γλώσσεψα την μπέρδα μου... Με την άκρη του ματιού μου είδα έναν άλλον να έχει πλησιάσει την κοπέλα και να τής προτείνει, προφανώς, τα ίδια. Δέχτηκε. Ήμουν ελεύθερος για λίγο.
«Κάθησε, να σού πάρω συνέντευξη», τού είπα. «Συνέντευξη, εγώ όχι!... Αν δώσεις πεντοχίλιαρο...». «Πεντοχίλιαρο, εγώ, όχι!... Να κεράσω ποτό;». «Οκέυ!».
Το (τζάμπα) ποτό ήρθε γρήγορα, το μαγνητόφωνο κατέγραφε τη ζωή με πέταλα του τύπου που καθόταν πλάι μου και τον άφηνα να λέει, γιατί είχα χάσει τον ειρμό μου. (Μπορεί κάποτε, να αναρτήσουμε για χάρη σας τα ακουστικά περιεχόμενα της κασέτας)... Μαύρη πορνογραφία διαδραματιζόταν απέναντί μου. «Ναι, ναι» και «για πες μου», έλεγα του πελάτη μου, μα η σεμνή κοπέλα που καθόταν σταυροπόδι, τώρα είχε ανοίξει τα πόδια της, τα δε χέρια της, μμμ... «Να πάρω άλλο ένα ποτό;». «Τί λες βρε ρουφήχτρα! Τελειώσαμε. Πήγαινε όπου θέλεις... Αλλά αν πας εκεί, την έχασες τη δουλειά σου!». «Ό,τι πεις εσύ, αφεντικό!»...
Quo vadis? In status quo, ante! Μόλις πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις, σηκώθηκα να τής μιλήσω, χωρίς το σιδερένιο χέρι να με ξανακαθήσει κάτω.
«Γκχχ, γκχ. Καλησπέρα!» (Φάλτσο). «Είμαι μαθητευόμενος ρεπόρτερ και θα ήθελα να σάς πάρω συνέντευξη».
«Μαθητευόμενος ρεπόρτερ! Μού φαίνεται πως δεν αρχίσατε καλά κύριε! Και, τέλος πάντων, για ποια με περάσατε;».
«Μα για την καταπληκτική κοπέλα που με μάγεψε! Και πώς θα μπορούσα ν' αντισταθώ σ’ ένα τέτοιο θείο πλάσμα;». (Τάπα καλά).
«Και συ, νοστιμούλης είσαι. Κάθησε...». (Τα γκαρσόνια κοιτούσαν με το πύρινο βλέμμα του Γκίσκαρντ, του ρομπότ του Ασίμωφ).
«Δε μού λες», (ενικός... Του τύπου «θα σού πάρω τον αέρα»), «πώς το αποφάσισες και ήρθες εδώ να διασκεδάσεις;».
«Να σού πω», (ενικός... Του τύπου «θα σού χέσω τον πατέρα»), «εσύ πώς και έγινες δημοσιογράφος; Δεν έχεις το οξύ ύφος, ούτε την τεράστια μύτη που χώνεται παντού! Για Θεολόγος κάνεις!».
«Αντιπαρέρχομαι, δεσποινίς, τις καλεντρεχείς σας παρατηρήσεις και ερωτώ: Ποιο είναι το συμπαθές ονοματάκι σας;». (Φτου, ξαναγύρισα στον πληθυντικό).
«Κλεοπάτρα! Εσένα;».
«Π.Θ.Τουμάσης!». (Ελπίζω να μην έκανα καμιά γκάφα).
«Πθ ταυ βγζ... Δεν μπορώ να το λέω...».
«Ε! Μην το λες!».
«Τώρα πλάκα μού κάνεις; Αφού βλέπεις, σε πάω...».
«Κ’ εγώ σε πάω, γι' αυτό κλείνω τούτο το μαραφέτι να πούμε μερικά πράγματα οφ δη ρέκορντ!». (Και πάτησα, αντί το stop, το play και καθώς λειτουργούσε με play και record πατημένα, τα επόμενα λόγια είναι τα μόνα που έχω μαγνητοφωνήσει. Ούτε συνέντευξη με τον στρίπερ, ούτε ερεθιστική μουσική, σάς την έσκασα. Όλα μέχρι εδώ τα ’γραψα από μνήμης).
«Θα μού τηλεφωνήσει; Δε θα μού τηλεφωνήσει;», σκεφτόμουνα στο ταξί, γυρίζοντας σπίτι, χαράματα... Πάντως, εγώ έκανα το ρεπορτάζ που ήθελα κι’ όσο για το τηλέφωνο, δεν τής έδωσα το σωστό αριθμό. Τής έδωσα – για να τον εκδικηθώ – το τηλέφωνο του φαλακρού φίλου μου, που μού χάρισε ένα χιονανθρωπάκι-καρφίτσα και μού έκλεψε τη Μαρία...
1 σχόλιο:
Μας ξάφνιασες, ευχάριστα, πάλι.
Νίκος Μπατσικανής,
Δημοσίευση σχολίου