Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης
Μια καταραμένη Κυριακή, μια αποφράδα μέρα, συνέβη ένα τρομερό γεγονός που κατατρόμαξε ολόκληρη την οικογένειά μας και έμεινε σημαδιακιά για ένα από τ’ αδέρφια μας, που από τότε, ποτέ δεν συνήρθε και δεν είδε την υγειά του, αν και η τύχε πήγε με το μέρος του εκείνη την ημέρα. Δεν ήμουνα παρών, αλλά συνειδητοποίησα τα γεγονότα και πίστεψα ότι επρόκειτο περί θαύματος! Τα μικρότερα αδέρφια μου, τέσσερα από δαύτα, έπαιζαν σε ’να λιοφτοχώραφο, που συνορεύονταν με το όμοιο, ενός μπάρμπα μου. Αυτουνού που του είχα κόψει τα κουκιά τότε στην πείνα κι έφαγα το ξύλο της αρκούδας από τον Πατέρα μου. Οι σχέσεις μας ήταν εχθρικές και οι πατεράδες, πολλές φορές πιάνονταν στα χέρια και μαλλιοτραβιόνταν. Την έχθρα τους την είχαν μεταδώσει και σε μας τα παιδιά, τα ξαδέρφια δηλαδή.
Αυτός, λοιπόν, ο άκαρδος μπάρμπας μας ήταν περί τα 30-40 μέτρα μακριά, από την συμφορά που βρήκε το δεύτερο πιο μικρό από τα τέσσερα αδερφάκια που έπαιζαν αμέριμνα εκεί δίπλα του. Δεν συγκινήθηκε καθόλου και ούτε ίδρωσε τ’ αυτί του, από το ανεπάντεχο κακό. Δεν είμαι σίγουρος αν ευχαριστήθηκε κι αν περίμενε χειρότερα. Τόση κακία έχουν μερικοί και ας είναι χριστιανοί και παν’ συχνά στην εκκλησιά, ξεμολογούνται και μεταλαβαίνουν των αχράντων Μυστηρίων.
Εκεί δίπλα, που ’παιζαν τα παιδιά, υπήρχε ένα 40 οργιών πηγάδι, με λίγο νερό στον πάτο του που δεν φαίνονταν από πάνω. Μόνον όταν έριχνες μια πέτρα που αργούσε να φτάσει στον πάτο, άκουγες ένα σιγανό γλουμπ, που νόμιζες ότι έρχονταν από τον κάτω κόσμο. Ήταν πολύ βαθύ, 40 οργιές, ίσον με 80-90 μέτρα. Το χρησιμοποιούσαμε για τις καλλιέργειες του χωραφιού και για πιόσιμο. Ήταν εγκληματική αμέλεια του Πατέρα μας, να μην το ’χει σκεπάσει ή τουλάχιστον περιφράξει, έτσι ώστε να φαίνεται τουλάχιστον και όποιος ήτανε κοντά να λαβαίνει τα μέτρα του. Άλλωστε, υπήρχε και νόμος που απαγόρευε ξέσκεπο πηγάδι.
Για μια στιγμή, το παιδί χάθηκε από το πρόσωπο της γης και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ίσως και ολόκληρο λεφτό, ακούστηκε ένα δυνατό μπλούουμ, σαν να ’πεφτε ένα κοτρόνι από ψηλά μες στο γιαλό. Το μαγκούφη το πηγάδι, ήταν πολύ στενό και το παιδί χτύπαγε στα τοιχώματα και προσπαθούσε να γραπωθεί από κάπου, γι’ αυτό και άργησε να φτάσει στον θεοσκότεινο πάτο. Τ’ άλλα μικρά – το μεγαλύτερο ήταν 10 χρονών – έβαλαν τις φωνές και ούρλιαζαν για βοήθεια. Ο μπαγάσας ο μπάρμπας μας, που έσκαφτε λίγο πιο πέρα από το συμβάν στο δικό του χωράφι δίπλα, που παρακολουθούσε τη σκηνή, εντελώς αγνόησε τα μικρά παιδιά που έκλαιγαν και φώναζαν. Το πιο μεγάλο, έτρεξε μακριά κάνα χιλιόμετρο, βρήκε έναν καλό Σαμαρείτη που με το παιδί του, ήρθε με πολλές τριχιές, γιατί ήξερε το τρομερό πηγάδι, είχε πολλές φορές δουλέψει εργάτης του Πατέρα μου εκεί.
Θα πέρασε πάνω απ’ ώρα και δεν ακούγονταν τίποτα από το σκοτεινό βάθος του πηγαδιού. Δέσανε ένα μικρό μπουγέλο και το κατέβασαν μέσα μέχρι που δεν πήγαινε άλλο πια, ενώ συγχρόνως φώναζαν από πάνω: «Χρήστο…», «Χρήστο…», Χρήστο το λέγανε το παιδί. Το παιδί αν ήταν ζωντανό θα φώναζε, κάποιος θόρυβος θ’ ακούγονταν. Όταν τράβηξαν κατά πάνω τα σκοινί, ήταν βαρύ, κατάλαβαν κάτι έφερνε. Φώναξαν, ξαναφώναξαν και τότε άκουσαν τη φωνή του παιδιού που άρχισε να κλαίει. Σιγά-σιγά, με προσοχή και με πολύ υπομονή, μετά από 10 περίπου λεφτά, ο Χρήστος έφτασε στο στόμιο του πηγαδιού, τον έπιασαν και τον έβγαλαν. Ήταν λασπωμένος και με γδαρσίματα σχεδόν σε όλο του το κορμί. Δεν είχε χτυπήσει πολύ, λόγω του ότι πέφτοντας, οι τοίχοι έκοβαν την ταχύτητα. Λίγο νερό υπήρχε στον πάτο, γι’ αυτό και δεν πνίγηκε. Είχε χάσει τη φωνή του κι ενώ άκουγε, δεν μπορούσε απαντήσει.
Από τότε το παιδί αυτό έπαθε, έμεινε λοβό και πολλές φορές παραλόγαγε, μέχρι τα τελευταία του. Εκείνο όμως που ξενίζει, είναι η αναισθησία και η πώρωση, που μπορεί να υπάρχει στην ψυχή άλλων ανθρώπων και μάλιστα συγγενών και προπαντός ορθοδόξων χριστιανών.
Αυτός, λοιπόν, ο άκαρδος μπάρμπας μας ήταν περί τα 30-40 μέτρα μακριά, από την συμφορά που βρήκε το δεύτερο πιο μικρό από τα τέσσερα αδερφάκια που έπαιζαν αμέριμνα εκεί δίπλα του. Δεν συγκινήθηκε καθόλου και ούτε ίδρωσε τ’ αυτί του, από το ανεπάντεχο κακό. Δεν είμαι σίγουρος αν ευχαριστήθηκε κι αν περίμενε χειρότερα. Τόση κακία έχουν μερικοί και ας είναι χριστιανοί και παν’ συχνά στην εκκλησιά, ξεμολογούνται και μεταλαβαίνουν των αχράντων Μυστηρίων.
Εκεί δίπλα, που ’παιζαν τα παιδιά, υπήρχε ένα 40 οργιών πηγάδι, με λίγο νερό στον πάτο του που δεν φαίνονταν από πάνω. Μόνον όταν έριχνες μια πέτρα που αργούσε να φτάσει στον πάτο, άκουγες ένα σιγανό γλουμπ, που νόμιζες ότι έρχονταν από τον κάτω κόσμο. Ήταν πολύ βαθύ, 40 οργιές, ίσον με 80-90 μέτρα. Το χρησιμοποιούσαμε για τις καλλιέργειες του χωραφιού και για πιόσιμο. Ήταν εγκληματική αμέλεια του Πατέρα μας, να μην το ’χει σκεπάσει ή τουλάχιστον περιφράξει, έτσι ώστε να φαίνεται τουλάχιστον και όποιος ήτανε κοντά να λαβαίνει τα μέτρα του. Άλλωστε, υπήρχε και νόμος που απαγόρευε ξέσκεπο πηγάδι.
Για μια στιγμή, το παιδί χάθηκε από το πρόσωπο της γης και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ίσως και ολόκληρο λεφτό, ακούστηκε ένα δυνατό μπλούουμ, σαν να ’πεφτε ένα κοτρόνι από ψηλά μες στο γιαλό. Το μαγκούφη το πηγάδι, ήταν πολύ στενό και το παιδί χτύπαγε στα τοιχώματα και προσπαθούσε να γραπωθεί από κάπου, γι’ αυτό και άργησε να φτάσει στον θεοσκότεινο πάτο. Τ’ άλλα μικρά – το μεγαλύτερο ήταν 10 χρονών – έβαλαν τις φωνές και ούρλιαζαν για βοήθεια. Ο μπαγάσας ο μπάρμπας μας, που έσκαφτε λίγο πιο πέρα από το συμβάν στο δικό του χωράφι δίπλα, που παρακολουθούσε τη σκηνή, εντελώς αγνόησε τα μικρά παιδιά που έκλαιγαν και φώναζαν. Το πιο μεγάλο, έτρεξε μακριά κάνα χιλιόμετρο, βρήκε έναν καλό Σαμαρείτη που με το παιδί του, ήρθε με πολλές τριχιές, γιατί ήξερε το τρομερό πηγάδι, είχε πολλές φορές δουλέψει εργάτης του Πατέρα μου εκεί.
Θα πέρασε πάνω απ’ ώρα και δεν ακούγονταν τίποτα από το σκοτεινό βάθος του πηγαδιού. Δέσανε ένα μικρό μπουγέλο και το κατέβασαν μέσα μέχρι που δεν πήγαινε άλλο πια, ενώ συγχρόνως φώναζαν από πάνω: «Χρήστο…», «Χρήστο…», Χρήστο το λέγανε το παιδί. Το παιδί αν ήταν ζωντανό θα φώναζε, κάποιος θόρυβος θ’ ακούγονταν. Όταν τράβηξαν κατά πάνω τα σκοινί, ήταν βαρύ, κατάλαβαν κάτι έφερνε. Φώναξαν, ξαναφώναξαν και τότε άκουσαν τη φωνή του παιδιού που άρχισε να κλαίει. Σιγά-σιγά, με προσοχή και με πολύ υπομονή, μετά από 10 περίπου λεφτά, ο Χρήστος έφτασε στο στόμιο του πηγαδιού, τον έπιασαν και τον έβγαλαν. Ήταν λασπωμένος και με γδαρσίματα σχεδόν σε όλο του το κορμί. Δεν είχε χτυπήσει πολύ, λόγω του ότι πέφτοντας, οι τοίχοι έκοβαν την ταχύτητα. Λίγο νερό υπήρχε στον πάτο, γι’ αυτό και δεν πνίγηκε. Είχε χάσει τη φωνή του κι ενώ άκουγε, δεν μπορούσε απαντήσει.
Από τότε το παιδί αυτό έπαθε, έμεινε λοβό και πολλές φορές παραλόγαγε, μέχρι τα τελευταία του. Εκείνο όμως που ξενίζει, είναι η αναισθησία και η πώρωση, που μπορεί να υπάρχει στην ψυχή άλλων ανθρώπων και μάλιστα συγγενών και προπαντός ορθοδόξων χριστιανών.
(Από το βιβλίο του, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου