Γεύομαι αλμύρα του Αιγαίου
παίζω στ' ακρογιάλια σαν μικρό κοχύλι.
Αξιώνομαι να κολυμπάω στο Αρχιπέλαγος
“ανάμεσα στις ράχες των δελφινιών
σε πέτρινους ίππους με χαίτη ορθή...
σε γαλήνιους αμφορείς”.
Τριγυρνώ και χάνομαι στις θαλασσινές σπηλιές
στους περιστεριώνες και τ' αλώνια.
Πετώ ψηλά, ανάμεσα σε τρούλους ρόδινους την αυγή.
Στριφογυρνώ στους μύλους των ανέμων:
«του Μαΐστρου, του Λεβάντε, του Σορόκου»...
Μέθυσα στη μυρουδιά του γιασεμιού και της λεβάντας
σε καλντερίμια σκιερά.
Στις όχθες των γκρεμών και σε βράχους
σκύβοντας να γευτώ κάπαρη και κυκλάμινα
θρυμματίστηκα σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων.
Σας θωρώ από ψηλά, κρίνα λευκά, μες τον αγρό της θάλασσας:
Σίφνο, Σέριφο, Αμοργό, Δήλο, Θήρα...
Έδεσα άγκυρα στο λιμάνι σας,
κι όταν φυσήξει ούριος, θα λύσω τα πανιά μου
για ν' αφεθώ, με τις Σειρήνες οδηγό, σε χαρές ανείδωτες.
Κι αν κοντά σας, «αγάπης αίματα με πορφύρωσαν»
θα ξανάρθω «σ' αυτόν τον Κόσμο
το μικρό, το μέγα», το δικό σας Κόσμο.
Σε σας, που η πένα του Ελύτη αξιώθηκε να ψάλει.
Μέγας ο ίδιος, ποιητής,
πότισε την ψυχή μου με νέκταρ
και γλυκό κρασί που ψήνεται στον ήλιο
στη λάβα των ηφαιστείων
που σας σκόρπισε, λευκά ροδοπέταλα,
στο απέραντο γαλάζιο.
Έχω τις Παναγιές σας οδηγό
και για πυξίδα ένα μικρό ειδώλιο, σε σχήμα καρδιάς,
ζυμωμένο με πηλό και αφρούς των κυμάτων
ψημένο στον «Ήλιο τον πρώτο, τον Ηλιάτορα».
Δε θα χαθώ... το ελπίζω… Τι να φοβάμαι;
Πιο κει, σε γιούσουρι καβάλα, μια γοργόνα
και σ' άλλα μαγικά νησιά
θα οδηγήσει το σκαρί του νου μου
ξανά, κι αυτό το καλοκαίρι, όπως και πέρσι,
όπως κάθε χρόνο...
Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)
παίζω στ' ακρογιάλια σαν μικρό κοχύλι.
Αξιώνομαι να κολυμπάω στο Αρχιπέλαγος
“ανάμεσα στις ράχες των δελφινιών
σε πέτρινους ίππους με χαίτη ορθή...
σε γαλήνιους αμφορείς”.
Τριγυρνώ και χάνομαι στις θαλασσινές σπηλιές
στους περιστεριώνες και τ' αλώνια.
Πετώ ψηλά, ανάμεσα σε τρούλους ρόδινους την αυγή.
Στριφογυρνώ στους μύλους των ανέμων:
«του Μαΐστρου, του Λεβάντε, του Σορόκου»...
Μέθυσα στη μυρουδιά του γιασεμιού και της λεβάντας
σε καλντερίμια σκιερά.
Στις όχθες των γκρεμών και σε βράχους
σκύβοντας να γευτώ κάπαρη και κυκλάμινα
θρυμματίστηκα σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων.
Σας θωρώ από ψηλά, κρίνα λευκά, μες τον αγρό της θάλασσας:
Σίφνο, Σέριφο, Αμοργό, Δήλο, Θήρα...
Έδεσα άγκυρα στο λιμάνι σας,
κι όταν φυσήξει ούριος, θα λύσω τα πανιά μου
για ν' αφεθώ, με τις Σειρήνες οδηγό, σε χαρές ανείδωτες.
Κι αν κοντά σας, «αγάπης αίματα με πορφύρωσαν»
θα ξανάρθω «σ' αυτόν τον Κόσμο
το μικρό, το μέγα», το δικό σας Κόσμο.
Σε σας, που η πένα του Ελύτη αξιώθηκε να ψάλει.
Μέγας ο ίδιος, ποιητής,
πότισε την ψυχή μου με νέκταρ
και γλυκό κρασί που ψήνεται στον ήλιο
στη λάβα των ηφαιστείων
που σας σκόρπισε, λευκά ροδοπέταλα,
στο απέραντο γαλάζιο.
Έχω τις Παναγιές σας οδηγό
και για πυξίδα ένα μικρό ειδώλιο, σε σχήμα καρδιάς,
ζυμωμένο με πηλό και αφρούς των κυμάτων
ψημένο στον «Ήλιο τον πρώτο, τον Ηλιάτορα».
Δε θα χαθώ... το ελπίζω… Τι να φοβάμαι;
Πιο κει, σε γιούσουρι καβάλα, μια γοργόνα
και σ' άλλα μαγικά νησιά
θα οδηγήσει το σκαρί του νου μου
ξανά, κι αυτό το καλοκαίρι, όπως και πέρσι,
όπως κάθε χρόνο...
Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου