Στη γωνιά του δρόμου, στη μουριά αποκάτου,
κάποιο σήμα απαγορευτικό, που φώναζε «μη»,
ξεθώριασε από τον καιρό και τα ίχνη του θανάτου,
που είχε καλύψει φάνηκαν, γι’ ασήμαντη αφορμή.
Τα παιδιά που παίζαν ήσυχα στην άκρη,
δεν τόδαν, ούτε τ’ άκουσαν το φοβερό ουλιαχτό,
που απρόσμενα την ύστατη κείνη στιγμή όλο δάκρυ,
βγήκε από χείλη που ένοιωθαν το τέλος το φριχτό.
Μεταμέλεια, ω! Εσύ, φέρε τα γιατρικά σου,
για τον τρελόν όπου έχασε ψυχή κι’ όχι καρδιά,
γι' αυτόν που θέλει και να ζει και να μη ζει, φαντάσου,
μα ιδού νεκρός και ζωντανός, πικρότατα μειδιά.
Στις φωνές του κόσμου, που σκέφτονταν τόσα,
που είχε περίεργος μαζευτεί να δει τί τρέχει εκεί,
κάποιο σήμα ολοκόκκινο με μια παύλα σα γλώσσα,
κοίταζε την ομήγυρη με φάτσα ειρωνική.
Του Στίβεν Αντωνόπουλου
κάποιο σήμα απαγορευτικό, που φώναζε «μη»,
ξεθώριασε από τον καιρό και τα ίχνη του θανάτου,
που είχε καλύψει φάνηκαν, γι’ ασήμαντη αφορμή.
Τα παιδιά που παίζαν ήσυχα στην άκρη,
δεν τόδαν, ούτε τ’ άκουσαν το φοβερό ουλιαχτό,
που απρόσμενα την ύστατη κείνη στιγμή όλο δάκρυ,
βγήκε από χείλη που ένοιωθαν το τέλος το φριχτό.
Μεταμέλεια, ω! Εσύ, φέρε τα γιατρικά σου,
για τον τρελόν όπου έχασε ψυχή κι’ όχι καρδιά,
γι' αυτόν που θέλει και να ζει και να μη ζει, φαντάσου,
μα ιδού νεκρός και ζωντανός, πικρότατα μειδιά.
Στις φωνές του κόσμου, που σκέφτονταν τόσα,
που είχε περίεργος μαζευτεί να δει τί τρέχει εκεί,
κάποιο σήμα ολοκόκκινο με μια παύλα σα γλώσσα,
κοίταζε την ομήγυρη με φάτσα ειρωνική.
Του Στίβεν Αντωνόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου