Πέμπτη, Ιουνίου 11, 2009

Άνιζ - Το ζήτημα της Γης (ο πρόλογος)

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Εδώ ήταν η «Μαρία». Όμορφη σα ζωγραφικός πίνακας. Μια «Μαντόνα» του Μποτιτσέλι, μα με πολλές ενδιαφέρουσες παραλλαγές. Ουρανοκατέβατη, όχι συμβολικά· στην κυριολεξία! Παράνομη; Ναι, ναι! Ασφαλώς! Έτσι βόλευε την έρευνά της. Μια ανυπεράσπιστη λαθρομετανάστρια στη σκληρότατη ήπειρο που ακούει στο όνομα Αμερική…

Εδώ η Μαρία σώπαινε. Για ατέλειωτα λεπτά, για αβάσταχτες ώρες, γιγάντιες μέρες και μήνες βουνά! Είχε αμετακίνητο σκοπό ν’ ακούει μόνο… Κι αυτό έκανε. Άκουγε τα βογκητά των άλλων, όμως δε συμμετείχε. Άκουγε τις απειλές των άλλων, αλλά απείχε. Άκουγε τ’ ανίερα μυστικά τους. Δεν το ’κανε από φόβο… Η Μαρία δεν ήξερε καν το φόβο.

Κρύωνε μόνο…

Όταν απουσίαζαν τ’ αφεντικά της, κούρνιαζε στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού κι ατένιζε απ’ το παράθυρο τις τριανταφυλλιές ν’ ανοίγουν τα μπουμπούκια τους. Θαρρείς κι ήθελαν να σφουγγίσουν τη δρόσο απ’ το μελί των ματιών της… Που κατρακυλούσε κόμπους-κόμπους στα λακκάκια των μάγουλών της. Τούτο πάσκιζαν οι τριανταφυλλιές. Γιατί, η ψυχή της τριβόταν στ’ αγκάθια…

Συχνά, η ψυχή της τριβόταν στ’ αγκάθια. Να! Τις προάλλες, την επισκέφτηκε πάλι στο δωμάτιό της – ένα μικρό, άθλιο δωμάτιο στον πίσω κήπο του σπιτιού – ο κύριός της… Γύρεψε για πολλοστή φορά το κορμί της. Και το πήρε. Την αγνότητά της, την πήρε για πολλοστή φορά ο κύριός της…

Πόσα ρούχα, αλήθεια είχε κουρελιάσει; Ματώσει; Εξαφανίσει; Κανένας δεν έπρεπε ν’ αντικρίσει το αληθινό της αίμα! Θα ήταν μια αποκάλυψη! Θα χαλούσε το …παιχνίδι! Είχε δώσει το λόγο της τιμής της σε κάτι «ανύπαρχτα», για το τωρινό της περιβάλλον, πλάσματα. Σε κάτι «αποτρόπαια», για το τωρινό της περιβάλλον, πλάσματα!

Είχε, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, δώσει το λόγο της τιμής της…

Σήμερα όμως, το πρωί, όπως καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, συμβήκε κάτι ξεχωριστό: Μπήκε μέσα ο ήλιος. Μπήκε ο ήλιος χαμογελαστός και τής είπε «καλημέρα»! Στάθηκε κόκκινος στην ποδιά της. Ζέστανε μέχρι ψηλά τα πόδια της. Τον λέγανε ταχυδρόμο τον ήλιο κι άφησε – όπως εξήγησε – ένα σημαντικό φάκελο. «Για τον κύριό σου», εξήγησε ο ήλιος.

Κι η Μαρία τού ανταπόδωσε το χαμόγελο.

Τότε – τι λάθος φοβερό του σενάριου! – ο ήλιος χαμήλωσε κι άλλο. Χαμήλωσε πολύ χαμηλά, ποταπά χαμηλά, κι οι αχτίνες του τύλιξαν τη Μαρία. «Μη μιλήσεις»! Τής έκλεισε το στόμα ο ταχυδρόμος. «Αν μιλήσεις θα σε καταγγείλω στην Αστυνομία», είπε. «Και θα σε στείλουν πακέτο στη μανούλα σου στο Μεξικό, στο Περού, όπου κι αν στο διάβολο βρίσκεται»!

Κι έκανε ο ήλιος ό,τι συνήθιζε να κάνει ο κύριός της – κρυφά απ’ τη γυναίκα του, εννοείται. Κι έφυγε μετά, χωρίς να δύσει, ώσπου επίστρεψε ο κύριός της με τη γυναίκα του.

«Γρήγορα, τεμπέλα»! Πρόσταξε η γυναίκα του. Και την έστειλε στον πάνω όροφο, στις κρεβατοκάμαρες, στην κουζίνα, στο υπόγειο, σ’ όλους τους χώρους όπου υπήρχε ή και δεν υπήρχε δουλειά να κάνει. Και ποτέ δεν τής μίλησε σα γυναίκα προς γυναίκα, παρά σα γυναίκα προς ζώο.

Μήπως κανένας, τάχα, κατάλαβε πως ήταν πληγωμένη; Κι αν κατάλαβε; Θα γιατρευόταν η πληγή; Οι αληθινοί ήλιοι, ποτέ δε χαμηλώνουν τόσο. Κι η Μαρία πονούσε τόσο. Τής είχε γίνει βίωμα ο πόνος. Ο όχι για τον εαυτό της πόνος. Τα βράδια, κατάκοπη, απ’ το μικρό φεγγίτη του «κελιού» της ψαχούλευε τ’ αστέρια. Για να δει το θεό Σείριο να περνά βαστώντας την πύρινή του ρομφαία!

Τα πολύ παλιά χρόνια, στο Σείριο ταξίδεψαν τ’ αδέρφια της, οι «αρειανοί». Τα μικρά, πράσινα ανθρωπάκια του Χέρμπερτ Ουέλς. Διαπλέοντας με τ’ αρχαία σκάφη τους τις ολόμαυρες θάλασσες, ανίκητοι στους πυρωμένους άνεμους, στις θύελλες. Κάμανε την κατοικία τους εκεί, γέννησαν τα παιδιά τους. Κι ο τόπος π’ άφησαν πίσω τους; Φύρανε, φύρανε, άργεψε την πορεία του, ανήμπορος πια να φέρνει τη βόλτα του με σφρίγος στους ουρανούς.

Εκατομμύρια γενιές κατόπι, στο σύστημα της Γης, ένας καινούργιος κόσμος ετοιμάζουνταν να σβηστεί. Μα η Μαρία έφερε φτερά για τα σαντάλια του ταχυδρόμου. Έφερε άξια σύνεργα. Άραγε, ο ταχυδρόμος θ’ απλώσει το χέρι του να τα πάρει; Ή οι ενοχές του θα τον αφανίσουν;

(Από το βιβλίο του, "Άνιζ - Το ζήτημα της Γης"). V.M.!

2 σχόλια:

P. T. είπε...

Κάνω τη σκέψη, τούτο το καλοκαίρι, να αναρτήσω σε συνέχειες σιγά-σιγά, ολόκληρο το μυθιστόρημά μου "Άνιζ - Το ζήτημα της Γης". Είναι διαστημικό, αλλά με πολλή λογοτεχνία μέσα του. Το μόνο πράγμα που με κρατάει απ' το να κάνω αυτήν την σε συνέχειες ανάρτηση, είναι που είναι καλοκαίρι... Και ξέρω, πως αν γίνει έτσι, εγώ δεν θα φύγω για διακοπές. Αν θέλετε να το κάνω, να βάλω δηλαδή σε συνέχειες το μυθιστόρημά μου στο Verse Monkey!, παρακαλώ σχολιάστε εδώ και πείτε μου "ναι, Παναγιώτη, κάνε το". Έστω κι ένας να μού το ζητήσει, θα το κάνω.

Φιλιά,

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ανώνυμος είπε...

Να το κάνεις, εξάλλου υπάρχουν και οι προγραμματισμένες αναρτήσεις Παναγιώτη... για ψάξτο λίγο!

Φιλικά
ΔΖ