Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2009

Ο ταβερνιάρης


Ήταν ένας ταβερνιάρης, μες σε υπόγειο μαγαζί,
παχουλός, παραπονιάρης και μεθύστακας μαζί.

Είχε χάσει την κυρά του, πέντε χρόνους στρογγυλούς,
χύνονταν τα δάκρυά του και κρασί θολό πουλούσ'.

Μιαν ημέρα του Γενάρη, κει που τράταρε μεζέ,
μπήκανε κάτι φαντάροι και τον πήραν αγκαζέ.

- Πού με πάτε, βρε λεβέντες; Πού με πάτε, βρε παιδιά;
- Πάψε, γέρο, τις κουβέντες και μη βγάζεις τσιμουδιά.

Ντουφεκίσανε το μάγκα, πίσω από 'να ντενεκέ,
να τού κλέψουνε τα φράγκα, για να πάνε για τεκέ.

Κι οι πελάτες στην ταβέρνα, που τους ήξερε από πρι',
μοναχοί ποτήρια παίρνα', βακαλάο και σκουμπρί.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση (Προφίλ)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Θα μπορούσε άνετα να είναι ένα καλό ζεμπέκικο!
ΔΖ

Ανώνυμος είπε...

Το δευτερο δύστιχο είναι τι καλύτερο του ποιήματος και η πιο δραματική του στιγμή μαζί. Είναι απίστευτο τί σκαρώνει ο Τουμάσης στην πλάκα του. Χειροκρότησε όπως όλοι νεαρός, τους Νομπελίστες ,αποχώρησε όμως διακριτικά απ την εκδήλωση "προς τιμήν τους" τραβώντας τον προσώπικό του δρόμο,στη μελλοντίκή του ανθολογία με τα ποιήματα του ψηφίζω ο ταβερνιάρης να είναι μέσα.

Χρήστος Χ. Θεόφιλάτος (για να μη με διαβάζεις "Χι χι".