Οικία σ’ άγριαν μεριά τερματική
κι είν’ ημερήσια η κόλασις στο λευκαμένο βράχο,
το πέραν όλο έφθανε μέχρις εκεί,
κοιμάται σ’ αναστάσιμον ο εξάδελφός μου τάφο.
Το έγχρωμον ξεθώριαζε του απογευματινού
κι ο άνδρας εκιτρίνιζε ο μοντέρνος της αφίσης,
το φτωχικό ισόγειον κλειστό του καρσινού,
φονιά μου πελεκόχερε, μη ζωντανό μ’ αφήσεις.
Στη λαϊκή αυτήν οδό, στ’ ακριανό το σπίτι,
που έμενε ο αξάδερφος τα ζωντανά του χρόνια,
το φως περνιέται ηλιακό απ’ το μικρό φεγγίτη
κι αναγεννάται η καρδιά του σκεπασμένου αιώνια.
Οι μέρες τώρα, πού ’ναι τες, που ορίζων δυτικός,
μεγάλος μας εφύλαγε απ’ του χρόνου τα φερμένα,
ο χρυσαφής εσκούρυνε εσπέριος ουρανός
και δρακοντίσια πέταξε φτερά πάνω από μένα.
Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου
(Από το βιβλίο του, "Καφές με θέα στην κόλαση"). V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου