Το τέλος της ιστορίας και η επιστροφή των Πυγολαμπίδων!
Το Κεφάλαιο της στάχτης
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
(Τα κοράκια ας είναι ιδιαίτερα προσεκτικά εδώ)
Μα που πήγαν ο Φωτεινός κι η Φωτεινή;
(Σσσς! Ησυχία για να τους βρούμε)
Α, τι καλά! Τους βρήκαμε. Είμαστε εξυπνοπούλια!
Οι φίλοι μας είναι στα καμένα κι εξερευνούν
ώσπου ακούνε κάτι κοράκια ασχημούλια
λόγια περίεργα και πονηρά να λαλούν.
«Τι μεγάλος εμπρηστής ο Ρούλης και τι πυρκαγιά
μα θα χτίσει όμορφες φωλιές εδώ!»
Σαν άκουσαν οι φίλοι μας τα λόγια τούτα τα σκληρά
τρέξαν να πουν στους άλλους το έγκλημα το φοβερό!
Η επιστροφή των πυγολαμπίδων
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
(Ο Κλέφτης ο Ψεύτης και ο Εμπρηστής τον πρώτο χρόνο χαίρονται)
«Ο Ρούλης είναι αθώος, είμαστε σίγουροι γ’ αυτό!»
βροντοφωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά
«Είμ’ αθώος και είμαι σίγουρος γι’ αυτό»
είπε και ο Ρούλης τόσο τόσο υποκριτικά.
«Είσαι ένας απαίσιος πανούργος εμπρηστής!»
φώναξε στο Ρούλη με οργή ο Φωτεινός.
Κι εκείνος φοβήθηκε κι έπεσε καταγής
κι έβγαλε να τους δωρίσει μπαταρίες για τους φακούς.
Αχ, πως πήδηξαν απ’ τη χαρά τους ο πυγολαμπτήρες...
Μα οι φακοί είχαν χαλάσει απ’ τη βροχή
χώρια που μύριζαν σαν καμμένοι βραστήρες.
Α, οι φίλοι μας τούς είχαν πλέον σιχαθεί.
«Βραχυκυκλώσαν οι φακοί απ’ τη βροχή,»
ψέλλισε ο Ρούλης που κοιτούσε να γλιτώσει.
«Μα δε λυπήθηκες το δάσος που μας δίνει ζωή;»
απόρησε η Φωτεινή κι έκανε να τον τσακώσει.
Κι οι πυγολαμπτήρες ξαναγίναν πια πυγολαμπίδες
και στραφήκαν και οι δώδεκα στο Ρούλη.
«Ρούλη ψεύτη - τώρα θα σε κάνουμε βίδες
και μη μας παριστάνεις τον κόρακα τον αγαθούλη.»
Ένα βιαστικό κεφάλαιο
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Επειδή θα κοπεί πάλι το ρεύμα λόγω έργων, πρέπει να βιαστούμε!
Ο Ρούλης πήγε να κρυφτεί σε μια τρύπα σ’ ένα βράχο όπου δεν είχε περάσει
η βροχή κι ήταν εκεί ένας θάμνος που κάπνιζε ακόμη κι ΕΠΙΑΣΑΝ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ.
Και πώς ούρλιαζε! Τι να περιγράφω τώρα... Κι έμεινε με τις πυγολαμπίδες να φυτεύει δέντρα και νέα φτερά δεν του ξαναβγήκαν! Και δεν ξαναπέταξε ποτέ.
Του άξιζε, όμως, αυτό!
Το κεφάλαιο που συνήλθε απ’ τη λιποθυμία
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
«Μα που πήγαν οι πυγολαμπίδες;» ρώτησε η Φωφώ
μόλις συνήλθε απ’ τη λιποθυμία.
«Ποιες πυγολαμπίδες, έχουμε πυγολαμπίδες εδώ;»
ρώτησε ο δάσκαλος κι η τάξη όλη μ’ απορία.
«Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες!»
«Μα τι λες Φωφώ, είχες λιποθυμήσει,»
είπ’ ο δάσκαλος, «Τι’ ναι αυτοί οι πυγολαμπτήρες; »
«Παδιά, μη γελάτε, αφήστε την να εξηγήσει.»
Και μας τά ’πε όλα χαρτί και καλαμάρι
και τ’ άκουσα κι εγώ – ήμουν κι εγώ εκεί
κι ευτυχώς που μού ’κανε το ρεύμα τη χάρη
και τά ’γραψα όλα πριν γίνει διακοπή.
Ωχ, ωχ, μόλις έπεσε το ρεύμα.
Και δεν έχω
ούτε κεριά
ούτε φακούς
ούτε καν πυγολαμπίδες!
Τέλος
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
Το Κεφάλαιο της στάχτης
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
(Τα κοράκια ας είναι ιδιαίτερα προσεκτικά εδώ)
Μα που πήγαν ο Φωτεινός κι η Φωτεινή;
(Σσσς! Ησυχία για να τους βρούμε)
Α, τι καλά! Τους βρήκαμε. Είμαστε εξυπνοπούλια!
Οι φίλοι μας είναι στα καμένα κι εξερευνούν
ώσπου ακούνε κάτι κοράκια ασχημούλια
λόγια περίεργα και πονηρά να λαλούν.
«Τι μεγάλος εμπρηστής ο Ρούλης και τι πυρκαγιά
μα θα χτίσει όμορφες φωλιές εδώ!»
Σαν άκουσαν οι φίλοι μας τα λόγια τούτα τα σκληρά
τρέξαν να πουν στους άλλους το έγκλημα το φοβερό!
Η επιστροφή των πυγολαμπίδων
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
(Ο Κλέφτης ο Ψεύτης και ο Εμπρηστής τον πρώτο χρόνο χαίρονται)
«Ο Ρούλης είναι αθώος, είμαστε σίγουροι γ’ αυτό!»
βροντοφωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά
«Είμ’ αθώος και είμαι σίγουρος γι’ αυτό»
είπε και ο Ρούλης τόσο τόσο υποκριτικά.
«Είσαι ένας απαίσιος πανούργος εμπρηστής!»
φώναξε στο Ρούλη με οργή ο Φωτεινός.
Κι εκείνος φοβήθηκε κι έπεσε καταγής
κι έβγαλε να τους δωρίσει μπαταρίες για τους φακούς.
Αχ, πως πήδηξαν απ’ τη χαρά τους ο πυγολαμπτήρες...
Μα οι φακοί είχαν χαλάσει απ’ τη βροχή
χώρια που μύριζαν σαν καμμένοι βραστήρες.
Α, οι φίλοι μας τούς είχαν πλέον σιχαθεί.
«Βραχυκυκλώσαν οι φακοί απ’ τη βροχή,»
ψέλλισε ο Ρούλης που κοιτούσε να γλιτώσει.
«Μα δε λυπήθηκες το δάσος που μας δίνει ζωή;»
απόρησε η Φωτεινή κι έκανε να τον τσακώσει.
Κι οι πυγολαμπτήρες ξαναγίναν πια πυγολαμπίδες
και στραφήκαν και οι δώδεκα στο Ρούλη.
«Ρούλη ψεύτη - τώρα θα σε κάνουμε βίδες
και μη μας παριστάνεις τον κόρακα τον αγαθούλη.»
Ένα βιαστικό κεφάλαιο
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Επειδή θα κοπεί πάλι το ρεύμα λόγω έργων, πρέπει να βιαστούμε!
Ο Ρούλης πήγε να κρυφτεί σε μια τρύπα σ’ ένα βράχο όπου δεν είχε περάσει
η βροχή κι ήταν εκεί ένας θάμνος που κάπνιζε ακόμη κι ΕΠΙΑΣΑΝ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ.
Και πώς ούρλιαζε! Τι να περιγράφω τώρα... Κι έμεινε με τις πυγολαμπίδες να φυτεύει δέντρα και νέα φτερά δεν του ξαναβγήκαν! Και δεν ξαναπέταξε ποτέ.
Του άξιζε, όμως, αυτό!
Το κεφάλαιο που συνήλθε απ’ τη λιποθυμία
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
«Μα που πήγαν οι πυγολαμπίδες;» ρώτησε η Φωφώ
μόλις συνήλθε απ’ τη λιποθυμία.
«Ποιες πυγολαμπίδες, έχουμε πυγολαμπίδες εδώ;»
ρώτησε ο δάσκαλος κι η τάξη όλη μ’ απορία.
«Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες!»
«Μα τι λες Φωφώ, είχες λιποθυμήσει,»
είπ’ ο δάσκαλος, «Τι’ ναι αυτοί οι πυγολαμπτήρες; »
«Παδιά, μη γελάτε, αφήστε την να εξηγήσει.»
Και μας τά ’πε όλα χαρτί και καλαμάρι
και τ’ άκουσα κι εγώ – ήμουν κι εγώ εκεί
κι ευτυχώς που μού ’κανε το ρεύμα τη χάρη
και τά ’γραψα όλα πριν γίνει διακοπή.
Ωχ, ωχ, μόλις έπεσε το ρεύμα.
Και δεν έχω
ούτε κεριά
ούτε φακούς
ούτε καν πυγολαμπίδες!
Τέλος
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου