Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2009

Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες (Συνέχεια 6η)


Το κεφάλαιο το βραχυκυκλωμένο

ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

(Βρέχει αλλά μην ανοίξετε ομπρέλες, για να σβήσει η φωτιά.)

«Θεέ μου στείλε βροχή,» είπ’ ο Φλογισμένος.
«Βροχή, να σβήσει τη φωτιά,» και η Πυρωμένη.
Και βράδιασε, κι ήταν ο ουρανός καπνισμένος
Και νύχτωσε, νύχτα άσχημη, καμμένη.

Οι ώρες πέρναγαν αργά και βασανιστικά,
κι οι καπνοί είχαν κρύψει από πίσω το φεγγάρι
όταν ξάφνου σύννεφα μαζεύτηκαν βαριά
κι οι φίλοι μας ούτε που το πήρανε χαμπάρι.

Άρχισε η βροχή σιγά σιγά να πέφτει
στάλα στάλα στην αρχή κι έπειτα μπόρα δυνατή
κι η φωτιά που ήρθε σαν τον κλέφτη
δεν άντεξε κι έσβησε η καταστροφική.

«Σβήνει η φωτιά, τελειώνει το μαρτύριο»
ούρλιαξε ο Φλογισμένος μ’ ανακούφιση μεγάλη.
«Ναι, πάει επιτέλους το βασανιστήριο»
κι η Πυρωμένη πού ’νιωθε μεγάλη ζάλη.

Ω, το δάσος είχε πια το μαύρο του το χάλι.
Μαύρα δέντρα κάρβουνο, δέντρα που δεν έχουνε ζωή.
«Άραγε θα ξαναγίνουν τα δεντράκια πάλι;»
είπαν όλοι τους με μαυρισμένη την ψυχή.

«Να δείτε που ο Ρούλης είναι κόρακας κακός!»
είπ’ η Φωτεινή και το μυαλό της έπαιρνε στροφές.
«Ναι, κι άκουσα,» συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
«πως καιν τα δάση για να χτίσουν σπίτια και φωλιές!»

«Μα ο Ρούλης θέλει να χτίσει ιατρείο,»
είπαν οι φίλοι τους που ήτανε κουτοί.
«Ναι, και θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
και κοίταζαν με πίκρα τη φρικτή καταστροφή.

Ωπ, νά ’σου τώρα κι ο Ρούλης ο πονηρός
κι είπε τάχατες θλιμμένος για την τραγωδία
«Πω πω, φρίκη, καταστροφή, τι πόνος φοβερός!»
κι ήταν δακρυσμένος. Ω, τι υποκρισία.

Αχ, και κλαίγαν όλοι μες στη φύση την καμμένη,
ώσπου είπαν ο Φλογισμένος κι η Πυρωμένη.
«Μα γιατί φύγαν ο Φωτεινός κι η Φωτεινή
σα να τους κάηκε η ασφάλεια η κεντρική;»

© Βασίλης Μ. Κομπορόζος

(Συνεχίζεται και τελειώνει στο επόμενο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: