Τρίτη, Ιουνίου 09, 2009

Ο Παναγιώτης


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

O Παναγιώτης μπορεί να ’χε τον ίσκιο του αλαφρό και το μυαλό του άδειο, ήταν όμως όμορφο παλικάρι, λεβέντης απ’ τους λίγους. Ψηλή, λεβέντικη κορμοστασιά, αθλητικό κορμί και μάτια καστανά με μεγάλα μαύρα φρύδια. Πλούσια κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά, που τα χώριζε στη μέση μια ολόισια χωρίστρα. Το ’ξερε που ’χε πάνω του περίσσια ομορφιά και για αυτό πολύ την φρόντιζε. Το μπουκαλάκι το μπριγιόλ, και το γυαλί με την τσατσάρα, δεν έλειπαν απ’ την τσέπη του. Κάθε λίγο και λιγάκι, τις Κυριακές και σχόλες κι όταν δεν είχε φούρια ή δουλειά, κάθονταν παράμερα να μην τον βλέπουν και τον αναγελούνε οι άλλοι και έβγανε τα σύνεργα απ’ την κολότσεπή του, τα στύλωνε στου λιόφτου το κορμί και με τις ώρες χάζευε τη μούρη του και χτένιζε τα κορακίσια του, κυματιστά μαλλιά.

Εκείνες τις ήμερες ήταν περιχαρής ο Παναγιώτης. Όλο γέλιο κι ευθυμία ήτανε, γιατί περίμεναν λέει στο σπίτι τους, επισκέψεις που θα τον ευχαριστούσαν και έμοιαζε σαν να χλιμίντραγε, σαν το καλοθρεμμένο άλογο, που ’ναι πίσω απ’ τη φοράδα που σούρνει. Ξαδέρφες λέει πως ήτανε, μα από μακρινή συγγένεια, απ’ τη μεριά της μάνας του. Ναι, έρχονταν κάθε χρόνο για διακοπές από τας Αθήνας. Ήταν μορφωμένες και όμορφες γυναίκες και δια τον λόγο αυτόν ο Παναγιώτης τις ντρέπονταν. Δεν ήξερε γράμματα και δεν μπορούσε να παραβγαλθεί μαζί τους, στην κουβέντα και στους πρωτευουσιάνικους τρόπους των νέων κοριτσιών. Έτσι, όταν τελείωναν οι διακοπές τους κι έφευγαν, λυπόταν και τα ’βαζε με τον εαυτόν του. Για μήνες τις σκεπτόταν και τις έβλεπε στον ύπνο του τα βράδια. Περίμενε κι όπου να ’ταν θα ’ρχονταν να χαρούν τον ήλιο και τη θάλασσα.

Το θάρρος θα το ’χε αυτή τη φορά, την ομορφιά την είχε, 25 χρονών ήτανε, τι διάολο πια ακόμα θα ντρεπόταν; Οι κοπέλες θα ήτανε 30, 32, γιατί να ντρέπεται λοιπόν; Σκουτιά, έλα όμως που δεν είχε! Σκουτιά. Αυτό τον ενοχλούσε και τον έκανε διστακτικό. Το χειρότερο ήταν που κι αυτά που φόραγε ήταν μπαλωμένα. Ένα μπάλωμα στο πισινό λίγο κάτω απ’ την κολότσεπη ήταν το χειρότερο· δεν ήξερε πώς να το διορθώσει. Θα προσπαθούσε να κρύβεται απ’ αυτήν την μεριά και να δείχνεται πιο πολύ από την άλλη. Ευτυχώς, είχε παπούτσια. Μπορεί να ήταν παλιά, μα ήταν παπούτσια.

Το λεωφορείο, θα έρχονταν κατά τις 3:00 τ’ απόγευμα και θα έπρεπε να βγει στη δημοσιά να το περιμένει, για να παραλάβει τις ξαδέρφες και τα πράγματά τους. Μου είπε να πάω κι εγώ μαζί του για να βοηθήσω τάχατες στα πράγματα, που μπορεί να έφερναν μαζί τους οι κοπέλες, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν· άλλωστε μπάρμπας μου ήταν ο Παναγιώτης και με διέταζε. Κατάλαβα όμως, ότι πιο πολύ με ’θελε για συντροφιά, για να μοιραστεί μαζί μου την αμηχανία του, που τυχόν θα προέκυπτε.

Το λεωφορείο σφύριξε από μακριά και όταν ήρθε κοντά μας, σταμάτησε. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και κατέβηκαν οι κοπέλες. Πρώτα η Αρετή και κατόπιν η αδερφή της, η Κική. Ο Παναγιώτης δείλιασε για μια στιγμή, μ’ αυτές διάχυτες και θαρρετές όπως συνήθιζαν να είναι, άπλωσαν τα χέρια, χαιρέτησαν εγκάρδια τον Παναγιώτη και κατόπιν εμένα. Ήταν πράγματι όμορφες κι ελκυστικές οι δυο γυναίκες. Φαίνεται όμως, πως το παλικάρι ο Παναγιώτης, τις είχε εντυπωσιάσει με το παράστημα και την ομορφιά του, γιατί τον έβαλαν στη μέση, πέρασαν τα χέρια τους πίσω του και τον ενθάρρυναν να περάσει τα δικά του πάνω από τους ώμους τους. Και έτσι πιασμένοι αλαμπρατσέτα και οι τρεις μαζί προχωρούσαν, με τις γυναίκες να φλυαρούν, χαρούμενες και κατενθουσιασμένες.

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Παναγιώτης και μου είπε, πως θα πήγαιναν στη θάλασσα της Γαργαρούς, καμιά ώρα μακριά και να πήγαινα κι εγώ να βαστάω απ’ το καπίστρι τ’ άλογο. Κατά το κολατσιό, ο Παναγιώτης είχε σαμαρώσει τον Ντορή, με το μαύρο μπάλωμα στη μούρη πάνω απ’ τα ρουθούνια του, του ’χε φορέσει το πιο καλό σαμάρι που είχε, την καπιστράνα με τις μπιρμπιλές χάντρες και τα χαϊμαλιά, του είχε βάλει τη χαβιά για κάθε ενδεχόμενο, να μπορεί να το κουμαντάρει πιο εύκολα, και τα πιο καλά σαγίσματα που πήρε από τη Μάνα του.

Χαρούμενες, βγήκαν από το σπίτι οι δυο αφράτες γυναίκες, άσπρες-άσπρες σαν το γάλα. Εμένα με ’βαλε να κρατάω το θεόρατο άλογο, σφιχτά απ’ το καπίστρι και ο ίδιος θα προσπαθούσε ν’ ανεβάσει ένα-ένα τα χαρούμενα κορίτσια πάνω στ’ άλογο, να κάτσουν στο σαμάρι. Έπιασε την Αρετή πρώτα, προφυλαχτικά στην αρχή από τη μέση και προσπάθησε να την ανεβάσει ψηλά να τη ρίξει στο σαμάρι. Μα ήταν αψηλά και παρότι ήταν γερό παλικάρι, με τα ποντίκια σαν πέτρες στα μπράτσα του, δεν τα κατάφερε με την πρώτη. Έπειτα, άρχισαν τα χέρια του να πιάνουν το καμπυλωτό, ζουμερό, κορμί από όπου βόλευε καλύτερα. Φαίνεται να τον βόλευαν καλύτερα τα μπούτια. Η Αρετή γαργαλιόταν και είχε αφήσει τα πιασίματα της, στη διάθεση του Παναγιώτη. Όταν με τα πολλά τα κατάφερε, έπιασε και την άλλη, την Κική και την κάθισε πισωκάπουλα στο άλογο. Εγώ μπροστά κρατώντας το καπίστρι για να μη προγκήξει το ζωντανό και ο Παναγιώτης καταμεσής τ’ αλόγου, έπιανε πότε τη μια και πότε την άλλη από ψηλά τα μεριά για να μη γείρουν δήθεν τα κορίτσια στα πλευρά τ’ αλόγου και πέσουν. Πότε πήγαινε από την μια μεριά και πότε από την άλλη και όλο πασπάτευε, προς τέρψη και απόλαυση των γυναικών, που δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για να μην πέσουν.

Χαριτολογώντας και χαχανίζοντας τα κορίτσια πάνω στ’ άλογο σαν τις ντουβρωμένες δαμάλες την άνοιξη, φτάσαμε στη ζεστή θάλασσα, χωρίς να το καταλάβουμε. Κόσμος πολύς είχε λευτερωθεί απ’ τα πιο πολλά σκουτιά του και απολάμβανε τα χάδια της. Παιδιά, γυναίκες κι άντρες μπλατσούραγαν στα ζεστά νερά της, σαν να ’χε πέσει ψαριά μεγάλη, χτύπαγαν χεροπόδαρα τα χίλια πρόσωπά της και την έκαναν να αφρίζει παίζοντας μαζί τους.

Στη χρυσαφένια αμμουδιά με τους χοχλιούς, τ’ απολιθωμένα κελυφάκια, παιχνιδιάρικα έρχονταν τα ημερεμένα κύματα, το ’να μετά το άλλο κι έλιωναν στη ζεστή αγκαλιά της, σαν όμορφα μικρά αρνάκια. Καθρέφτης τ’ αρμυρά νερά της, άφηναν ακάλυπτη τη γύμνια της και με ευκολία έβλεπες, απ’ την κορφή ως τον πάτο, όλη τη θελκτική, την απέριττη θηλυκιά ομορφιά της. Τα αμίλητα χρωματιστά ψαράκια της, τα πολύχρωμα πετραδάκια της, τους ολοστρόγγυλους μαύρους αχινιούς και τις πολυάριθμες κουπωτές πεταλιδούλες, που σαν τσιμπούρια βύζαιναν, κολλημένες στις στρογγυλές πετρούλες. Τις δαντελένιες άκρες της, γυρόφερναν πολύποδα δαιμονικά καβούρια, που αλληλοτρώγονταν χωρίς οίκτο και που πήγαιναν, μια μπροστά και δύο πίσω.

Σαν τις σειρήνες του θαλασσοδαρμένου Οδυσσέα, προκλητικός ήταν της μαγεμένης Γαργαρούς ο κατακάθαρος γιαλός. Σε προκαλούσε με τα χίλια θέλγητρά του, να μπεις να δροσιστείς στην όμορφη αγκαλιά του. Το ποταμάκι του γλυκού νερού, έρχονταν από ψηλά του λόφου την κορφούλα, μέσα από λυγαριές, σφεντάμια βατουλιές και βελονάτα βούρλα. Έμπαινε βουβό κι αμίλητο στης θάλασσας την αρμυρή λιμνούλα, χωρίς κανένα θόρυβο, χωρίς καμιά αντάρα, απ’ τα αριστερά, που ξεχασμένη κείτονταν, μια έρημη, πολύ γριά βαρκούλα. Βάτραχοι κοάκιαζαν μες στα γλυκά νερά του, σαν δαίμονες πηδούσαν απ’ τους όχτους του και θόλωναν για να κρυφτούν τα ξάστερα νερά του. Δέντρα ψηλά, πανύψηλα, πιο πάνω απ’ της θάλασσας τη γαλανή ποδιά της, τους ίσκιους τους, τους δροσερούς, τσάμπα κι αφιλοκερδώς προσέφεραν σ’ όσους η κάψα περόνιαζε τα άμαθα κορμιά τους. Κι ο ήλιος, από κει πάνω, ψηλά τον ουρανό, έριχνε τη λαύρα του στη μάνα γη κι έκαιγε την πεντακάθαρη, την πυρωμένη άμμο. Παλιά, λεν πως ήταν εκεί στης Γαργαρούς τη θάλασσα, μεγάλος οικισμός, Αρχαίων, Ρωμαίων και Βυζαντινών, όπως σπασμένα μάρμαρα με ζωγραφιές κι αρχαία γράμματα κι άλλα πολλά σημάδια ακόμα δείχνουν, που άξεστοι κουρσάροι, πειρατές, και πεισμωμένοι καλόγεροι μ’ απληστία χάλασαν.

Ο Παναγιώτης, εξοικειωμένος πια με την επαφή και τη μυρουδιά του θηλυκού, που σήκωνε καρφιά τις τρίχες του κορμιού του και φούσκωνε το αίμα του, σαν τον ατμό που με θόρυβο δουλεύει της μηχανής τα έμβολα και τα κάνει ν’ ανεβοκατεβαίνουν, χαίρονταν που θα ξεφόρτωνε το ακριβό φορτίο του. Με άνεση πια, απλοχέρισε πρώτα την Κική, που κάθονταν μ’ ανοιχτά τα σκέλια σαν άντρας στα γυμνά καπούλια του αλόγου και που φαίνονταν να απολάμβανε την καβάλα, σ’ όλο το διάστημα της διαδρομής. Έβαλε τα χέρια του χαμηλά, λίγο πάνω απ’ τα μεριά της, την ανασήκωσε και αυτή πλέον ελευθερώθηκε απ’ τα ζεστά καπούλια του αλόγου και με μιας χύθηκε σαν την κρέμα των δοντιών, που βγαίνει από το σουληνάρι, στην αγκαλιά του Παναγιώτη, αφήνοντας χωρίς να νοιάζεται, ολόγυμνο το καλλίγραμμο, θελκτικό, κορμί της.

Με τον ίδιο τρόπο καταχέρισε και την άλλη την Αρετή, που ανυπόμονα περίμενε κι αυτή τα λαίμαργα χέρια του μπάρμπα μου, του βαρβάτου Παναγιώτη. Με τη διαφορά, ότι αυτή, κόλλησε τη μούρη της, στη φάτσα του Παναγιώτη και άργησε να ξεθηκαρώσει το τριανταφυλλόχρωμο κορμί της, γλιστρώντας απ’ τον λαιμό του, τάχατες μην πέσει και χτυπήσει στα βότσαλα, που η θάλασσα είχε σκορπίσει στη δαντελωτή ποδιά της.

Δήθεν πως κρύφτηκαν πίσω από τα ποταμίσια νεροκάλαμα, έβγαλαν τ’ απλωτά, άσπρα φουστάνια, που τους ήταν ενοχλητικά με τη ζέστη και της θάλασσας τη θέα και φόρεσαν τα μπικίνι τους που ήταν νιόβγαλτα και πολύ της μόδας. Πηδογελώντας, αεροχειρονομώντας και χαχανίζοντας, ξεχύθηκαν προς τη θάλασσα, τσουρουφλίζοντας λέει της μαλακές πατούσες τους στην καίουσα την άμμο. Ήθελαν, λέει, από κοντά τον Παναγιώτη να τις προσέχει, δεν ήξεραν κολύμπι και φοβόντουσαν κομμάτι. Τι δηλαδή, να μπουκώσουν αλμυρό νερό και να πνιγούνε στα ρηχά; Ήθελαν να μάθουν και κολύμπι, να δουλεύουν τις απλωτές και ξαπλωτές και να λιανοπαίζουν με της θάλασσας τα ναζιάρικα τα κυματάκια.

Άλλο που δεν ήθελε ο καψωμένος Παναγιώτης. Ό,τι ήθελε, έπιαναν οι τραχιές χερούκλες του και ό,τι ποθούσε η αχόρταγη ψυχή του, που χρόνια ονειρευόταν, μπροστά του τώρα το ’χε. Πιο βαθιά μέσα στο γιαλό, καμιά διακοσαριά μέτρα, ατάραχος κι ασυγκίνητος στέκονταν ο Αράπης που ’χαν πολλά ιδεί τα μάτια του κι ακούσουνε τ’ αυτιά του. Αράπη, λέγανε το μαύρο κοτρόνι, που για αιώνες στέκονταν άγρυπνος της στεριάς μπροστοφρουρός, στην άκρη εκείνη του γιαλού, για να βαστά κλειστά στα σπλάχνα του, όλα τα μυστικά του, όλες τις λύπες του και όλες τις χαρές του, μακριά απ’ τους αδιάκριτους θνητούς. Δεν άνοιγε το στόμα του ποτέ του να μιλήσει, μα μήτε και τα δικά του βάσανα, τις δικές μπόρες να κάτσει να ιστορήσει. Μα κι αν Θαλασσοδαρμένος ήτανε, και μπόρες πολλές είχαν πέσει πάνω στο άψυχο κορμί του κι αν άνεμοι πολλοί τον χτύπησαν κι αρμύρα του ’τρωγε το πέτρινο κορμί του, αυτός εκεί με πείσμα, ακίνητος στεκόταν και με υπομονή περίμενε να φύγουν τα νερά, να στερέψει η θάλασσα, να ξαναενωθεί με τη στεριά.

«Στον Αράπη», είπε ο Παναγιώτης, «στον Αράπη να σας πάου. Πίσω του έχει μια σπηλιά, που να καθίσεις άνετα μπορείς για λίγο».

«Ναι, ναι», φώναξαν κι οι δυο με μια φωνή, «να πάμε στον Αράπη και οι τρεις μαζί να ιδούμε τη θάλασσα από κει και τα μεγάλα ψάρια».

«Όχι, όχι όλοι μαζί», είπε ο Παναγιώτης. «Τη μια σας να πάρω πρώτα και μετά την άλλη, βαθιά ’ναι τα νερά και υπάρχει φόβος».

Έβαλε τη μια, τη μεγάλη στην πλάτη του καβάλα και πήγε σιγά-σιγά στου Αράπη τη σπηλιά. Πέρασε πολύ ώρα και ο ήλιος, μπαϊλντισμένος πια απ’ τον κουραστικό του κάματο, άρχισε να παίρνει την κατηφόρα.

«Να πάμε» γκρίνιαξε η Κική, «να πάμε να ιδούμε, μήπως τίποτα κακό συμβαίνει».

«Όχι», είπα, «δεν μπορώ να σε πάω εγώ, δεν ξέρω πολύ κολύμπι και μπορεί να πνιγούμε. Είναι βαθιά εκεί τα νερά, δεν βλέπεις που μαυρίζουν, γι’ αυτό και τον βράχο αυτό τον λένε Αράπη. Κάθεται πάνω στα μαυρόνερα και μέρα-νύχτα φοβερίζει».

Η Κική φύσαγε, ξεφύσαγε και σηκωνοκαθότανε, σαν τη γίδα μας που έσουρνε, λες και τουρλήδες είχανε μπει στον πισινό της, που ’λεγε κι Μάνα μου, όταν κάποιος δεν καθότανε καλά. Είδα και απόειδα και τέλος για ν’ αποφύγω τις γκρίνιες της Κικής, είπα πως θα πήγαινα εγώ μοναχός μου. Είχα κολυμπήσει κι άλλες φορές μέχρι τον Αράπη, αλλά με παρέα, μα τώρα μόνος μου σκιαζόμουνα λίγο, μα θα πήγαινα, να ιδώ τι συμβαίνει. Σταύρωσα τον εαυτό μου τρεις φορές, όπως έκαναν όλοι, όταν έμπαιναν σε κίντυνο και μπήκα στ’ αρμυρό νερό.

Ευτυχώς, δεν δυσκολεύτηκα και σε λίγο ήμουνα πάνω στο βράχο. Τι να ιδώ! Η Αρετή, που παρίστανε την Εύα, είχε πέσει πάνω στον Αδάμ της και ο ύπνος, έτσι εξουθενωμένους που τους είχε βρει, μετά από πολύ πάλεμα και κόπο, τους είχε πάρει και τους κρατούσε σφιχταγκαλιά, σαν την Κίρκη τον Οδυσσέα, στο νησί της. Ντράπηκα για μια στιγμή γιατί δεν είχα ματαειδεί τέτοιο σύμπλεγμα. Ο Αδάμ, για μια στιγμή ανάδεψε, με πήρε είδηση και μου ’κανε θυμωμένα νόημα με αναστραμμένη την παλάμη της χερούκλας του, να φύγω.

Καλά ’ναι και οι δυο τους, είπα στην Κική, «μα κουρασμένοι απ’ τα παλέματα μου φαίνονταν πως ήταν, δι’ αυτό και ξάπλωσαν κι έγιναν μαλλιά κουβάρια κι όπως φαίνεται, έτσι κουβαριασμένους τους βρήκε ο ύπνος και τους πήρε και ξεχάστηκαν. Μα τώρα, ετοιμάζονται να ’ρθούνε. Νάτους κιόλας έρχονται τους βλέπεις, έρχονται σου λέω και μην ανησυχείς».

«Κι εμένα Παναγιώτη μου, και μένα να με πάρεις, θέλω τον Αράπη σου να ιδώ»!

«Όχι τώρα, όχι απόψε, αύριο, θα ’ναι η σειρά σου. Δεν βλέπεις που ’γειρε ο ήλιος και πα’ να βασιλέψει, μαύρα μάτια να διαλέξει».

Μώρωξε η Κική και πείστηκε ν’ αφήσει τον Αράπη για την άλλη μέρα. Και τότε, χωρίς να χάσει καιρό ο Παναγιώτης, τις ξαναφόρτωσε στο άλογο, που ήταν ξεχασμένο νηστικό και διψασμένο κι εγώ μπροστά και κείνος πίσω αυτή τη φορά, κι έτσι ξελιγωμένος όπως ήταν, πιάστηκε με τα δυο του χέρια, απ’ του αλόγου την ουρά, αφήνοντας τον κουρασμένο του εαυτό, στη διάθεση του ψαρή, να τον σέρνει στον ανήφορο. Φτάσαμε στο σπίτι καταϊδρωμένοι όλοι, ξεπεζέψαμε με τις γυναίκες ευχαριστημένες.

Τα πρωινά, για λίγο στη δουλειά με τ’ αρνιά και τα κατσίκια και μετά στη θάλασσα με τις ξαδέρφες, για ένα μήνα πέρναγε ζωή και κότα ο Παναγιώτης. Δεν με ξαναπήρε κοντά του, τα κατάφερνε και μόνος του. Η ντροπή, η παρθενιά και το φιλότιμο, είχαν ξεπορτίσει απ’ το μυαλό του Παναγιώτη, αφού μέσα του, είχαν φωλιάσει οι δυο γυναίκες με τις γλύκες και τα κάλλη τους. Είχε πλέον ενεργοποιηθεί το φυσικό στοιχείο της αναπαραγωγής και δούλευε ρολόι. Η έλξη των δύο πόλων, αρσενικού και θηλυκού, παρήγαγαν αυτόματη ενέργεια, που έκανε τα αχαμνά του Παναγιώτη, να δουλεύουν συνεχώς, να προλαβαίνουν τη ζήτηση της ηδονής, που χύνονταν στα ζωντανά κορμιά και τα ’δενε, πιστάγκωνα με τη θηλιά του έρωτα.

(Από το βιβλίο του, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: