Γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, ποιητής-συγγραφέας-μελετητής
– Ξύπνα, η ώρα πήγε πέντε. Να είμαστε νωρίς εκεί. Τι θα κάνει το παιδί μόνο του, μέρα που ’ναι; είπε η Αντιγόνη.
Ο Σπύρος γύρισε από το άλλο πλευρό.
– Μμμ, άσε με, τι σ’ έπιασε από τ’ άγρια χαράματα; Θα κοιμούνται ακόμα.
– Σήκω, Χριστιανέ μου, επιτέλους· και πρέπει να ετοιμαστούμε. Μήπως έχουμε τη λιμουζίνα; Μέχρι να πάμε στη Ζήνωνος…
– Εντάξει, φτιάξε καφέ. Άναψε κι εκείνο το ρημάδι το αερόθερμο λίγο. Τι το ’χουμε; Ο Απρίλης φέτος μας περιποιήθηκε.
– Αναμμένο είναι… κι ο καφές… Θα μπεις στο μπάνιο, ή θα μπω;
– Μπες.
Βγήκε και τον είδε να κάνει το σταυρό του. Σταυροκοπήθηκε κι εκείνη.
– Καλά, εσύ τόσες μέρες δεν πάτησες το πόδι σου στην εκκλησία, τώρα σταυροκοπιέσαι;
– Γιατί; Κακό είναι; Άλλο χθες, άλλο σήμερα.
«Χθες… κι όμως, χθες ήταν η μέρα της Προδοσίας. Τι έκανααα;» σκέφτηκε.
Φτιάχνοντας τα μαλλιά της στον καθρέπτη, γύρισε κι άναψε το ράδιο.
Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας τω Δεσπότη
λαβείν την άφεσιν. Διό σοι βοώμεν, Κύριε…»
Τα δάκρυα ήρθαν σιγά-σιγά, από μόνα τους. Κυλούσαν στα μάγουλα, και μετά άρχισε τ’ αναφιλητά.
– Ναι, Κύριε, πόρνη, πόρνη. Συγχώρεσέ με, Κύριε, συγχώρεσέ με…
Εκείνος πετάχτηκε έξω από το μπάνιο, με τους αφρούς στο πρόσωπο. Την αγκάλιασε στοργικά και βάλθηκε να την καθησυχάσει.
– Τι έχουμε πει; Πάλι τα ίδια; Ξέρεις, ο Θεός συγχωρεί! Γι’ αυτό σταυρώθηκε· για μας. Δεν είσαι πόρνη, καλή μου. Ένα λάθος μόνο, ένα λάθος. Και δε φταις εσύ γι’ αυτό. Εγώ… εγώ σ’ έστειλα στην αγκαλιά του. Έλα να ρίξεις λίγο νερό στα μάτια σου. Μην καταλάβει τίποτα το παιδί, χαθήκαμε! Και, προπαντός, η Στέλλα με τον Πάνο.
Τους βρήκαν στη στάση. Εκείνη στο παγκάκι με την κοιλιά να ξεχωρίζει, πια, κι αυτός όρθιος να καπνίζει.
– Στελλίτσα μου! Πάνο μου! Πώς πάει το μωρό μας; Ααα! Θα γίνω γιαγιά… γιαγιά! Εσύ καλέ, το ’χεις πάρει είδηση; Παππούς… παππούςςς!
– Ελάτε, η ώρα είναι δέκα και δέκα. Σε πέντε λεπτά, φεύγει. Σας «χτύπησα» εισιτήρια.
– Καλά, μπαμπά, σ’ ένα λεπτό.
«Κοίτα να δεις, που κάθε φορά τέτοια μέρα, ο ουρανός είναι βουρκωμένος. Κάθε φορά! Η θα βρέχει ή θα… Και μετά, σού λένε, δεν υπάρχει Θεός! Αμ!»…
Οι άντρες κάθισαν μπροστά και οι γυναίκες πίσω τους.
– Κρατήσου, κόρη μου. Έχει κίνηση και φρενάρει συνεχώς. Μην τύχει και…
Ο «9,84»:
«Σήμερον, κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις…».
«Σαν τον παιδί μου, Κύριε. Σαν το γιο μου», σκέφτηκε η Αντιγόνη. Κι άρχισε να θυμάται πώς έφτασαν μέχρις εδώ.
«Γιατί, γιατί;»
«Σήμερον, λόγχη την πλευράν Αυτού εκέντησαν
και χολήν επότισαν τον μάννα ημίν ομβρήσαντα».
Η Στέλλα είχε γείρει στον ώμο της μάνας της και μισοκοιμόταν.
Η Αντιγόνη κοιτούσε έξω ανάμεσα από τα τελάρα των παραθύρων, καθώς το λεωφορείο έτρεχε. Καρέ-καρέ, όπως στα τρέιλερ του «φιλμ προσεχώς». Της ταινίας που γυρίστηκε με πρωταγωνίστρια την ίδια, μα και της επόμενης που ξέρει το σενάριο, αλλά θα προβληθεί σε λίγο στο Δαφνί. Σ’ αυτή θα πρωταγωνιστεί ο γιος της.
Τον βρήκαν «κρεμασμένο» στο συρματόπλεγμα να τους περιμένει.
«Σήμερον, κρεμάται…
στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…».
– Προσοχή… ήρεμα… σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Καταλάβατε; είπε η Στέλλα.
Αλλά εκείνη δεν κρατήθηκε. Αμόλησε κάτω τις τσάντες κι έτρεξε καταπάνω του.
– Αγόρι μουυυ! Καρδιά μουυυ!
Μάνα και γιος κυλίστηκαν μαζί στο χώμα. Είχε να δει τον Τάσο της εννιά μήνες. Ήταν γραφτό να τον αντικρίσει εδώ, και χρήστη ναρκωτικών. Μεγάλη Πέμπτη. Έρχονταν να το δουν πρώτη φορά και να το πάρουν, με δική τους ευθύνη, για να περάσουν τις μέρες του Πάσχα.
– Το παιδί μου στα ναρκωτικά… το δικό μου παιδί…
Την πήραν σηκωτή. Πήγαν σ’ ένα κιόσκι. Κάθισαν γύρω από κάποιο τραπέζι, και η Στέλλα με τον Πάνο πήγαν ν’ αγοράσουν κεφτέδες. Ο Σπύρος είχ’ απλώσει τα χέρια του πάνω απ’ τους ώμους του γιου και της γυναίκας του και μιλούσε με το γιο του. Άσχετα· για τον Πανιώνιο.
Η Αντιγόνη, όμως, δεν επικοινωνούσε, πια. Έβλεπε την πρώτη ταινία σ’ επανάληψη, κι έκανε μοντάζ, βάζοντας σκηνές απ’ την τωρινή ανάμεσα. Να τις συνθέσει. Δύο σε μία! Να κινείται σε πολλά επίπεδα. Ο άντρας της αγκαλιά με την υπάλληλο που είχαν προσλάβει τελευταία. Να κάνει έτσι την κουρτίνα του ραφείου, και να τους δει να φιλιούνται με πάθος. Η έκπληξη! Το πάγωμα! Οι φωνές! Μετά να επιστρέφει στο σπίτι με μάτια κόκκινα.
Ο Τάσος να τη ρωτάει: «Τι έχεις, μαμά; Έπαθε κάτι ο μπαμπάς;»
Και να είναι υποχρεωμένη να πει: «Όχι, παιδί μου, τίποτα. Να… να, η θεία σου πάλι… πάλι τα ίδια… το νεφρό της. Τι θα γίνει κι αυτή μόνη της; Δεν ακούει κιόλας»
Να καταφθάνει ο Σπύρος αλλόφρων. «Έλααα, ηρέμησε, δεν τρέχει τίποτα· όλα θα διορθωθούν.»
«Τι συμβαίνει, μπαμπά; Τι θα διορθωθεί; Πού είναι το σακάκι μου; Πώς ήρθες ως εδώ με το πουκαμισάκι, νυχτιάτικα, Γενάρης μήνας;»
«Τίποτα, τίποτα, παιδί μου. Η μάνα σου…»
«Τι, η μάνα μου; Μαμααά!»
Ο γάμος της Στέλλας είχε γίνει με χαρές και πανηγύρια. Μετά; Υποκρισία. Μην και γίνει κάτι αντιληπτό απ’ το σόι του Πάνου. Μην πάρει είδηση τίποτα η Στέλλα. Ο Τάσος τα είχε καταλάβει όλα. Ή, μάλλον, όχι όλα· τα μισά. Τα υπόλοιπα τα έμαθε μετά. Η μάνα του να πηδιέται με τον οικογενειακό τους φίλο. Οι βρισιές. Ο εξευτελισμός. Οι «χριστοπαναγίες» που κατέβαζε ο πατέρας του. Τα χαστούκια στην Αντιγόνη.
«Πουτάνα!»
Ο Τάσος ν’ αρχίσει να φεύγει από το σπίτι και να χάνεται μέρες…
Ο Σπύρος γύρισε από το άλλο πλευρό.
– Μμμ, άσε με, τι σ’ έπιασε από τ’ άγρια χαράματα; Θα κοιμούνται ακόμα.
– Σήκω, Χριστιανέ μου, επιτέλους· και πρέπει να ετοιμαστούμε. Μήπως έχουμε τη λιμουζίνα; Μέχρι να πάμε στη Ζήνωνος…
– Εντάξει, φτιάξε καφέ. Άναψε κι εκείνο το ρημάδι το αερόθερμο λίγο. Τι το ’χουμε; Ο Απρίλης φέτος μας περιποιήθηκε.
– Αναμμένο είναι… κι ο καφές… Θα μπεις στο μπάνιο, ή θα μπω;
– Μπες.
Βγήκε και τον είδε να κάνει το σταυρό του. Σταυροκοπήθηκε κι εκείνη.
– Καλά, εσύ τόσες μέρες δεν πάτησες το πόδι σου στην εκκλησία, τώρα σταυροκοπιέσαι;
– Γιατί; Κακό είναι; Άλλο χθες, άλλο σήμερα.
«Χθες… κι όμως, χθες ήταν η μέρα της Προδοσίας. Τι έκανααα;» σκέφτηκε.
Φτιάχνοντας τα μαλλιά της στον καθρέπτη, γύρισε κι άναψε το ράδιο.
Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας τω Δεσπότη
λαβείν την άφεσιν. Διό σοι βοώμεν, Κύριε…»
Τα δάκρυα ήρθαν σιγά-σιγά, από μόνα τους. Κυλούσαν στα μάγουλα, και μετά άρχισε τ’ αναφιλητά.
– Ναι, Κύριε, πόρνη, πόρνη. Συγχώρεσέ με, Κύριε, συγχώρεσέ με…
Εκείνος πετάχτηκε έξω από το μπάνιο, με τους αφρούς στο πρόσωπο. Την αγκάλιασε στοργικά και βάλθηκε να την καθησυχάσει.
– Τι έχουμε πει; Πάλι τα ίδια; Ξέρεις, ο Θεός συγχωρεί! Γι’ αυτό σταυρώθηκε· για μας. Δεν είσαι πόρνη, καλή μου. Ένα λάθος μόνο, ένα λάθος. Και δε φταις εσύ γι’ αυτό. Εγώ… εγώ σ’ έστειλα στην αγκαλιά του. Έλα να ρίξεις λίγο νερό στα μάτια σου. Μην καταλάβει τίποτα το παιδί, χαθήκαμε! Και, προπαντός, η Στέλλα με τον Πάνο.
Τους βρήκαν στη στάση. Εκείνη στο παγκάκι με την κοιλιά να ξεχωρίζει, πια, κι αυτός όρθιος να καπνίζει.
– Στελλίτσα μου! Πάνο μου! Πώς πάει το μωρό μας; Ααα! Θα γίνω γιαγιά… γιαγιά! Εσύ καλέ, το ’χεις πάρει είδηση; Παππούς… παππούςςς!
– Ελάτε, η ώρα είναι δέκα και δέκα. Σε πέντε λεπτά, φεύγει. Σας «χτύπησα» εισιτήρια.
– Καλά, μπαμπά, σ’ ένα λεπτό.
«Κοίτα να δεις, που κάθε φορά τέτοια μέρα, ο ουρανός είναι βουρκωμένος. Κάθε φορά! Η θα βρέχει ή θα… Και μετά, σού λένε, δεν υπάρχει Θεός! Αμ!»…
Οι άντρες κάθισαν μπροστά και οι γυναίκες πίσω τους.
– Κρατήσου, κόρη μου. Έχει κίνηση και φρενάρει συνεχώς. Μην τύχει και…
Ο «9,84»:
«Σήμερον, κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις…».
«Σαν τον παιδί μου, Κύριε. Σαν το γιο μου», σκέφτηκε η Αντιγόνη. Κι άρχισε να θυμάται πώς έφτασαν μέχρις εδώ.
«Γιατί, γιατί;»
«Σήμερον, λόγχη την πλευράν Αυτού εκέντησαν
και χολήν επότισαν τον μάννα ημίν ομβρήσαντα».
Η Στέλλα είχε γείρει στον ώμο της μάνας της και μισοκοιμόταν.
Η Αντιγόνη κοιτούσε έξω ανάμεσα από τα τελάρα των παραθύρων, καθώς το λεωφορείο έτρεχε. Καρέ-καρέ, όπως στα τρέιλερ του «φιλμ προσεχώς». Της ταινίας που γυρίστηκε με πρωταγωνίστρια την ίδια, μα και της επόμενης που ξέρει το σενάριο, αλλά θα προβληθεί σε λίγο στο Δαφνί. Σ’ αυτή θα πρωταγωνιστεί ο γιος της.
Τον βρήκαν «κρεμασμένο» στο συρματόπλεγμα να τους περιμένει.
«Σήμερον, κρεμάται…
στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…».
– Προσοχή… ήρεμα… σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Καταλάβατε; είπε η Στέλλα.
Αλλά εκείνη δεν κρατήθηκε. Αμόλησε κάτω τις τσάντες κι έτρεξε καταπάνω του.
– Αγόρι μουυυ! Καρδιά μουυυ!
Μάνα και γιος κυλίστηκαν μαζί στο χώμα. Είχε να δει τον Τάσο της εννιά μήνες. Ήταν γραφτό να τον αντικρίσει εδώ, και χρήστη ναρκωτικών. Μεγάλη Πέμπτη. Έρχονταν να το δουν πρώτη φορά και να το πάρουν, με δική τους ευθύνη, για να περάσουν τις μέρες του Πάσχα.
– Το παιδί μου στα ναρκωτικά… το δικό μου παιδί…
Την πήραν σηκωτή. Πήγαν σ’ ένα κιόσκι. Κάθισαν γύρω από κάποιο τραπέζι, και η Στέλλα με τον Πάνο πήγαν ν’ αγοράσουν κεφτέδες. Ο Σπύρος είχ’ απλώσει τα χέρια του πάνω απ’ τους ώμους του γιου και της γυναίκας του και μιλούσε με το γιο του. Άσχετα· για τον Πανιώνιο.
Η Αντιγόνη, όμως, δεν επικοινωνούσε, πια. Έβλεπε την πρώτη ταινία σ’ επανάληψη, κι έκανε μοντάζ, βάζοντας σκηνές απ’ την τωρινή ανάμεσα. Να τις συνθέσει. Δύο σε μία! Να κινείται σε πολλά επίπεδα. Ο άντρας της αγκαλιά με την υπάλληλο που είχαν προσλάβει τελευταία. Να κάνει έτσι την κουρτίνα του ραφείου, και να τους δει να φιλιούνται με πάθος. Η έκπληξη! Το πάγωμα! Οι φωνές! Μετά να επιστρέφει στο σπίτι με μάτια κόκκινα.
Ο Τάσος να τη ρωτάει: «Τι έχεις, μαμά; Έπαθε κάτι ο μπαμπάς;»
Και να είναι υποχρεωμένη να πει: «Όχι, παιδί μου, τίποτα. Να… να, η θεία σου πάλι… πάλι τα ίδια… το νεφρό της. Τι θα γίνει κι αυτή μόνη της; Δεν ακούει κιόλας»
Να καταφθάνει ο Σπύρος αλλόφρων. «Έλααα, ηρέμησε, δεν τρέχει τίποτα· όλα θα διορθωθούν.»
«Τι συμβαίνει, μπαμπά; Τι θα διορθωθεί; Πού είναι το σακάκι μου; Πώς ήρθες ως εδώ με το πουκαμισάκι, νυχτιάτικα, Γενάρης μήνας;»
«Τίποτα, τίποτα, παιδί μου. Η μάνα σου…»
«Τι, η μάνα μου; Μαμααά!»
Ο γάμος της Στέλλας είχε γίνει με χαρές και πανηγύρια. Μετά; Υποκρισία. Μην και γίνει κάτι αντιληπτό απ’ το σόι του Πάνου. Μην πάρει είδηση τίποτα η Στέλλα. Ο Τάσος τα είχε καταλάβει όλα. Ή, μάλλον, όχι όλα· τα μισά. Τα υπόλοιπα τα έμαθε μετά. Η μάνα του να πηδιέται με τον οικογενειακό τους φίλο. Οι βρισιές. Ο εξευτελισμός. Οι «χριστοπαναγίες» που κατέβαζε ο πατέρας του. Τα χαστούκια στην Αντιγόνη.
«Πουτάνα!»
Ο Τάσος ν’ αρχίσει να φεύγει από το σπίτι και να χάνεται μέρες…
(Από το βιβλίο του, "Στον Παράδεισο" - Εκδόσεις Φιλιππότη). V.M.!
1 σχόλιο:
Απίστευτο σε τι κόσμο ζούμε!... Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Δημοσίευση σχολίου