Έκλεψα χρώμ' απ' την παλέτα ενός ζωγράφου,
μαβί ανταύγειες απ' το φως του δειλινού,
κι έφτιαξα πίνακα στις ράχες ενός λόφου,
τριγύρω θάλασσα και μπλε του ουρανού.
Λίγες ψαρόβαρκες στο κύμα ν' αρμενίζουν,
μ' άσπρα πανιά να 'χουν στον άνεμο φτερά,
ίδια με γλάρου - δες- αυτά, καθώς ανοίγουν,
τα όνειρά μας ταξιδεύουν μακριά.
Νύχτες ασέληνες, διαμάντια είν' που λάμπουν
τα πυροφάνια, σαν τους πόθους της ζωής,
με πάνε αργά σε άλλα χρόνια, περασμένα,
που σπαρταράνε μες τα δίχτυα της ψυχής.
Άγιε Νικόλα μου, βοήθα να δολώσω
το παραγάδι μ' αναμνήσεις ζωντανές,
τάμα σού κάνω, την ψαριά σαν θα σηκώσω,
ένα μερίδιο να σου φέρω "απ' το χθες".
Και όσα διάβηκαν -σαν φυλαχτό κρυμμένα-
υφαίνω τώρα με του νου τον αργαλειό,
όπως τον ξύλινο που είχε η γιαγιά μου,
γλυκά να τα θυμάμαι, όταν θα γερνώ.
Μες το σεντούκι του μυαλού μου τα στοιβάζω,
με λίγη ζάχαρη σε φέτα από ψωμί,
προικιό η ανάμνηση, το παίξιμο στ' αλώνια,
οι τόσες σκανταλιές στην ασπρισμένη αυλή.
Ζωή μου νόστιμη, μ' αλάτι γεγονότα,
τι κι αν περάσανε τα χρόνια τα παλιά,
παιδί αθώο ας γινόμουν, όπως πρώτα,
να ξαναφτιάξω, πάλι, τέτοια ζωγραφιά.
Του Νίκου Μπατσικανή (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου