Αφιερωμένο σ’ ένα «κακό» παιδί,
τον ποιητή Νίκο Μπατσικανή.
Μακρινό το εμβατήριο πήρε το δρόμο της λησμονιάς
κι η σημαία έκλεισε το μπλε της χρώμα
για κάποιαν άλλη γιορτή.
Κάτω από το αχνό των άστρων φέγγος
ένα σκυλί αλυχτά, στη θέα ενός νυκτόβιου διαβάτη.
Μόνο εγώ, επαίτης βουβός απέμεινα
ν’ αποζητώ, μες στη λευκή σιωπή σου
τη σπίθα, απ’ της καρδιάς σου τη φλόγα.
Έπρεπε να διαβούν οι εποχές
για ν’ ανοίξω την πόρτα.
Πέρασε τόσος καιρός στη μυλόπετρα...
Ο σπόρος
μέχρι τούτο τ’ απόβραδο
αντίδωρο κι άρτος, στο τραπέζι της πίκρας.
Το βραδινό πούσι, συντροφιά μου κι απόψε
μαρτυρεί το λεηλατημένο δρόμο μου.
Μια ζωή καρφωμένη πάνω στο φτερό του καρχαρία
και να ’μαι.
Βουτηγμένη μες στα λασπόνερα
ακροβατώ στο μούχρωμα
μ’ ένα ρόδο απένθητο στο χέρι,
να προκαλεί του φαναριού το βέβηλο κόκκινο.
Έχω την αίσθηση πως σε ορίζει το τοπίο.
Τα τοπία μάς ορίζουν έτσι κι αλλιώς
…μας καθορίζουν ανελέητα.
Έχω την αίσθηση πως σε τυλίγει ο καπνός.
Εκτός περιθωρίου ο χρόνος.
Έχω την αίσθηση πως σε κλείνει ο κύκλος…
Μην αφεθείς…
Ένας αγάπανθος πάντα εφημερεύει στο λιακωτό της πληγής.
Κι ένας έφηβος ασφόδελος
με καστανόξανθη ρίζα
θα ψάχνει της όριας στιγμής το βύθισμα.
Είναι η καύτρα του Έρωτά σου
που σε καίει, μες στο δειλινό ετούτο.
Κι Εσύ, ανήμπορος, ακούγοντας το στίχο Σου
ν’ απλώνεις το χέρι, ν’ αγγίξεις τη δροσιά
που έπεφτε τραγουδώντας στους λατρεμένους ώμους της.
Ένας αγάπανθος πάντα εφημερεύει...
Κι ένας έφηβος ασφόδελος περιμένει
Φορτωμένος τη γαλήνη. Βιάσου…
Σε τέταρτο πρόσωπο η λυγμική μοναξιά
το ομιχλώδες τοπίο του σύννεφου
ο κρότος του χρόνου καθώς βυθίζει το μαχαίρι
στου κορμιού τη σάρκινη γλώσσα.
Υφάδι η μαύρη φλόγα
σεργιανίζει το τραγούδι της πάνω στης πέτρας το βρώμικο αλάτι
ό,τι απέμεινε απ’ την κραυγή τ’ αχόρταγου φιλιού
λίγο πριν χαθεί μες στις στάχτες του Μάη.
Να ξεχάσεις…
–«Ιδανικός εσύ, γι’ αυτό κι ανάξιος Εραστής» –.
Λίγο πριν ο βραδινός χαράξει αποσπερίτης,
μια πεθυμιά ασύνορη σε μέθυσε
γι’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο
κι, αίφνης, στη δίνη του χορού δόθηκες.
Στροβίλιζες το χρηστό κορμί που αιμορραγούσε
σταυρωμένο πάνω στου θύτη το βέβηλο αγκάθι.
Μοιραία, κοινωνούσες ζωντανόν ένα θάνατο
μια κι κύκλος σου περιέκλειε
ζηλευτόν ένα ζηλωτή –την ίδια την Αγάπη.
Νύχτωσε. Οι άνθρωποι διαφορετικοί
που είδαν κάτι αισθητικό και σώπασαν.
Σειρές τα πρόσωπα
τα μάτια στο βούρκωμα του «χτες»
─παράσταση σπασμένων εικόνων.
Στην όχθη εσύ…
με το σχισμένο πουκάμισο του φιδιού
πεταμένο στη γη, απ’ την παλίρροια
που έφερε το βέβηλο «παρόν»
καθώς ανάδρομη μια γεύση πίκρας
στου χρόνου τις ρωγμές
με βήματα φωνηέντων που χάθηκαν
στον κουρνιαχτό ανεπίδοτης γραφής.
Πάλι εσύ θα ξεφυλλίζεις αριθμούς
αναμεσίς σ’ ανθισμένα λιόδεντρα.
Με το αλαφροπάτημα
μην και τρομάξουν οι σκιές των δέντρων
μην και προβάλει η Εκάτη του φόβου
στ’ άγγιγμα του μάνταλου
π’ ορίζει της καρδιάς τ’ ανάσασμα.
Πίσω απ’ του σπιτιού σου τη μάντρα
η ανυπότακτη παρουσία της
ν’ αφουγκράζεται του γρύλου το ρυθμικό λυγμό
ως στερημένη αίσθηση μιας νοητής γραμμής
που πάντα σ’ έδενε μ’ Εκείνη.
Της Μυρτώς Κλεάνθους Τσαούση
Από την ποιητική της συλλογή: "Φύλλα καπνού". Το ποίημα αυτό, μάς παραχωρήθηκε από τον ποιητή Νίκο Μπατσικανή, στον οποίον και είναι αφιερωμένο. Το διαλέξαμε για να κλείσει το σημερινό μας αφιέρωμα στην ελληνική ποίηση του σήμερα... Όμως, ακολουθεί κι ένα Encore! Ποιο θα είναι; Περιμένετε λίγο και θα δείτε... V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου