Περιπλανιέται στα λεπτά φτερά του εφήμερου
κυνηγώντας χαρά με στημόνι τον πόνο.
Πότε πετάει αψηλά και πότε σέρνεται στη γη.
Πότε στα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου
και πότε σε μελάνινα ποτάμια θλίψης κολυμπάει.
Οδύνες στα πληγωμένα της τα σωθικά.
Φθορά του ωραίου μεταξοΰφαντου «είναι της».
Αδόκιμες προσδοκίες αθόρυβα διαλύονται.
Βουβή και η πλάση… Τι να τραγουδήσει;
Ξάφνου, έτσι αναπάντεχα, ένα τραγούδι δυνατό,
την παίρνει απ’ τη γη και πάνε…
Πού πάνε;
Αναρχικό ταξίδι…
Αναρχικά λόγια…
Αναρχικά παιχνίδια…
Πρωτόπλαστα χάδια των αστεριών.
Προσήλιες ενουράνιες γειτονιές.
Περιφέρεται…
Μπλέκεται και περιπλέκεται
σε παιχνίδια συγκινήσεων.
Εγκαταλείπεται, νους και ψυχή σε εύφορες κοιλάδες.
Σκλάβα της Πίστης, της Υποταγής, της Αγάπης.
Παίζει και παίζεται…
Πότε δίπλα σε γάργαρα νερά
και πότε δίπλα σε πηγάδια στραγγισμένα.
Διψάει και πονάει.
Ντρέπεται για τα άδοξα τραγούδια της
κι επιστρέφει σε εκτάσεις στενόχωρες.
Πατάει σε κιτρινισμένα, μουχλιασμένα φύλλα.
Κρύες οι παλάμες της
η αισθηματικότητά της χλευασμένη.
Η ψυχή της μετέωρη
στου σκοταδιού την ανάσα
τρέμει… φοβάται…
Λυγμοί ξεπετάγονται
και πώς να τους καταλαγιάσει.
Ψαλμοί στη φωνή της…
«Έλεος, Κύριε,
Πλανήθηκα κι αποπλανήθηκα μία φορά ακόμη».
Ιδέες παράτολμες ξανά ανασταίνονται
σχεδιάζουν κεντήματα, φορεσιές χρυσοποίκιλτες.
Υπόσχονται πάλι ταξίδια στο όνειρο.
Παγιδεύουν εικόνες, τελείως απρόσκοπτα.
Κοιμάται και… αναρθώνεται.
«Παράδεισος! Θεέ μου…»
Δάση ατέλειωτα τσαγαλιές χλοερές.
Την παίρνει ο άνεμος στα ευαίσθητα χέρια του.
Πάμε, της λέει, ταξίδια δε θέλεις;
Κι αρχίζει η ζωή… Φιλοδώρημα του Μορφέα!
Πετάνε χωρίς καθοδήγηση.
Όπου βγουν…
Αλήτες ενουράνιοι ψάλλουνε στίχους…
Τους ζηλεύουν οι άγγελοι,
τους δίνουν τα χέρια τους
και χορεύουνε μπάλο, συρτάκι, ζεμπέκικο.
Κι ακούγεται θρήνος της αλήθειας πικρός.
Τρομάζουν οι άγγελοι κι ο άνεμος ο απαλός.
Πάλι μετέωρη…
Φοβάται…
«Μορφέα, σε χάνω, Θεέ μου, ξυπνάω».
Παφλασμοί λύπης δοξάζουν τον πόνο της.
Θέλει να πει, να φωνάξει δυο λέξεις,
σ’ όλους γνωστές έως πασίγνωστες.
Ποιος να την ακούσει;
Το ποτάμι που στέρεψε;
Η απαντοχή που την εγκατέλειψε;
Οι προσδοκίες της που φόρεσαν συρμάτινες πανοπλίες;
Η σκιά του Ωρίωνα που πλαγιάζει
στης ψευδαίσθησης τα μαύρα σεντόνια;
Το βασίλεμα που απόκαμε;
Ποιος να την ακούσει;
Ικετεύει με δάκρυα…
Τούτη τη φορά, της συντρέχει ο στοχασμός.
Οριοθετούν, μαζί, της τρέλας τα σύνορα
με σκοπούς χαρωπούς, ξέφρενους, αλληγορικούς.
Ξεκινάνε πάλι και πάνε…
Τα ίδια και τα ίδια…
Αμετανόητη, επίμονη, ακούραστη.
Σε λίγο ξανασαίνει
σ’ ένα δάσος γαλαζοπράσινες ορτανσίες.
Ο ήλιος την ζεματίζει…
Κατ’ αντικρύ της η Ευτυχία.
Το μάτι της κλείνει.
Τι τάχα να εννοεί;
Μάλλον την κοροϊδεύει.
Ντρέπεται… Πάλι ντρέπεται…
Ψάχνει τη λύτρωση.
Να ’ξερε που ’ναι να τη βρει.
Θάνατος θα ’ναι η Ζωή;
Μονομαχεί μ’ αυτή την απορία.
Ποιος θα ’ναι, άραγε, ο νικητής;
Της Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου