Χριστούγεννα, και ντύθηκε την ασημένια σάρπα
η πολιτεία της ψευτιάς. Σαν το θεριό με πνίγει
μια μελωδία θλιβερή στη χιονισμένην άρπα,
και... χάνεται ο παράδεισος γι’ αγάπη μόνο λίγη.
Δέντρον ο κόσμος κίτρινο στο χάος αργοπέφτει,
λίγο νεράκι ζήτησε και τούδωσαν φαρμάκι,
ραγίσανε χωρίς αιδώ του Πλάστη τον καθρέφτη,
και τα ψηλά αετώματα πνιγήκαν στη φενάκη.
Ω ! νάχα φόρεμα λευκό που ν’ άγγιζε το χώμα
και δυο φτερούγες θαλασσιές στους πληγωμένους ώμους,
στο πάλλευκο να πέταγα του γαλαξία δώμα,
και νάβρισκα τους άδυτους του παραδείσου δρόμους.
Νάχα μαχαίρι και σπαθί, κοντάρι και φαρέτρα,
πάνω στο κύμα νάφερνα τον κλώνο της Ειρήνης,
νάλιωνα μες τα στήθη σας τη μολυβένια πέτρα,
και να καταθρυμμάτιζα την όψη της οδύνης.
Μα φυλλαράκι είμαι φτωχό, που σβήνει μ’ απορία,
καθώς ο πόλεμος ξεσπά και το χορτάρι βάφει,
εκλιπαρώ λίγη ζωή στου πόνου τη χορεία,
μα μου σκεπάζουνε το φως μαύροι σταυροί και τάφοι.
Ω ! κύμβαλα αλαλάζοντα, βέβηλοι της ελπίδας,
βυθίστε τα κανόνια σας στη θάλασσα της πίστης.
Νέα να δώσουμε πνοή της ύστατης ρανίδας,
και τότε να γιορτάσουμε το “Δόξα εν Υψίστοις”.
Της Νίκης Μιχαήλ Κατσικάδη (Προφίλ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου