Το πάτωμα γέμισε ομοιώματα
κέρινα όμοια με τα αληθινά
με κέρινη κανιβαλική λαιμαργία
και χαμόγελο γεννημένο στα προάστεια της ώχρας
αν και καταβάλλουν - ομολογώ - προσπάθειες
να μοιάσουν με τα αληθινά
(όπως τα βλέπουν, τελοσπάντων).
Τα μάτια τους διαχέουν τεθλασμένους ορίζοντες
και κοίλα βλέμματα.
Περπατούν με το κεφάλι ψηλά
μιλούν τη γλώσσα μας
σαν τη δική μας
- μόνο που δεν έχει επίθετα επιρρήματα και ρήματα αισθήσεως -
αγγίζουν με δε θέλουν να αγγίζονται
(στο άγγιγμα καίγονται)
και κάνουν μεγαλεπήβολα σχέδια
να φτάσουν το ταβάνι.
Το ταβάνι τα κοιτάζει από ψηλά
και γελάει με τα χνώτα τους
έτσι πιασμένα χέρι χέρι που είναι, γαϊτανάκι
χτίζοντας και ξεχτίζοντας πυρετωδώς τη Βαβέλ τους
και ο ιδρώτας τους να αντιπαλαίει την εξάτμισή του.
Τα ομοιώματα φοράνε ύψος, πατώματα, σκαλιά, πάχος
το ταβάνι πλησιάζει σιγά σιγά
κάποιοι μάλιστα λένε να το φτάσουν
και να το κατεβάσουν
στα δικά τους μέτρα.
Κοιτάζω τα ομοιώματα
στο πάτωμα χάμω
της καρδιάς
στους τοίχους
βάλανε κάδρα με τα ομοιώματα του εαυτού τους
ενώ τα παράθυρα φιλτράρους το απέξω οξυγόνο
κάνοντάς τον ομοίωμα.
Αθήνα 2003
Του Βασίλη Κομπορόζου
Από το βιβλίο του, "Από το συναξάρι των ονείρων". Διαβάζοντας το παραπάνω ποίημα, ίσως κι εσείς θα αισθανθήκατε αυτό που νιώσαμε: Είμαστε εμείς τα Ομοιώματα!... Ακόμα κι ο αέρας που αναπνέουμε ("το οξυγόνο"), ακόμα και τα "κάδρα" μας, ακόμα κι οι κατασκευές μας ("πατώματα"). Σπάνια βλέπουμε τέτοια ποιήματα, απ' τον καιρό της "Σονάτας του Σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου. V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου