Το άλογο κάλπαζε
για να πιάσει το φως που κάλπαζε στον ουρανό,
διαγράφοντας μια σφαίρα
πάνω στην κορυφογραμμή των χνότων του.
Το άλογο έτρεχε,
ακόμα και στις στάσεις του, εκεί που έπινε νερό, έτρεχε
σαν τα ρυάκια που δε σταματούν στα εμπόδια,
απλά χαμηλώνουν λίγο τη στάθμη της ταχύτητάς τους.
Η σφαίρα στην οποία κάλπαζε κλείδωνε την κίνησή του
στα κατάστιχα μιας διαμέτρου.
Ο ουρανός εισέβαλλε κάθε πρωί στους κύκλους του,
του έσπαγε τις γραμμές
αλλά εκείνο σαν ξύπναγε από το πάθημα του ύπνου
ένωνε τις γραμμές με ιστό από τα βλέφαρά του
και συνέχιζε να δαμάζει τους ομόκεντρους κύκλους του.
Από ψηλά θα έλεγε κανείς ότι η περίμετρος έτρεχε γύρω από τον εαυτό της
οι κύκλοι πλήθυναν, κύκλωναν την κίνησή του
κυκλωτικά επιτιθέμενοι στα αέναα χνάρια του καλπασμού του.
Τα σύννεφα άλλαζαν συνεχώς σχήμα, όρη και καρδιά
καβάλα στον Πρωτέα των υδρατμών τους
αλλά εκείνο κυνήγαγε το φως
που τρυπά τα σύννεφα
και γίνεται βροχή στις στέρνες του καιρού.
Στις συνομιλίες με τον εαυτό του τη νύχτα
έπειτα από την πάλη της μέρας με τη μέρα
αναρωτιόταν που βλέπει συνεχώς το ίδιο χρώμα.
Κι όταν το φως έστρωνε τη νιότη του τα πρωινά
πάνω στις οπλές,
το άλογο απλά ρουθούνιζε και ξεκίναγε
και πάλι.
Του Βασίλη Κομπορόζου
(Από το βιβλίο του, "Αϋπνίες Ονείρων" - Εκδόσεις Γαβριηλίδη). V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου