Με καυτά δάκρυα και λυγμούς,
μπρος στο σταυρό Σου,
αναρωτιέμαι:
Σε ικέτεψα ποτέ
σαν τον τυφλό στην Ιεριχώ,
χωρίς ντροπή κραυγάζοντας:
"Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησέ με";
Του ιματίου Σου το κράσπεδο,
άγγιξα ως η αιμορροούσα
ακράδαντα πιστεύοντας να γιατρευτώ;
Σαν Πρόκλα, "έπαθον για Σε κατ' όναρ"
κι έτρεξα ευθύς
την αθωώτητά Σου να υπερασπιστώ;
Σαν την αρχοντοπούλα Βερονίκη,
σκούπισα το ματωμένο ιδρώτα Σου
με το πολυτιμότερο μαντήλι απ' τα προικιά μου;
Σα μυροφόρα, κίνδυνους αψήφησα,
μύρα τον τάφο Σου να ράνω, Βασιλιά μου;
Του υπηρέτη μου την ίαση,
ως ο Εκατόνταρχος,
θα 'χα τη δύναμη ποτέ να Σου γυρέψω;
Ως ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ,
ετόλμησα "νεκροπρεπώς" να Σε κηδέψω;
Ή μήπως, η αχάριστη,
καθημερνά φωνάζω: "Σταυρωθήτω!",
κρυμμένη μέσ' στ' αγριεμένο πλήθος;
Μην "επί τον ιματισμόν Σου κλήρον έβαλον",
και σε φραγγέλωσα σκληρά,
μ' άγριου Ρωμαίου στρατιώτη ήθος;
Για να μη χάσω εξουσίας προνόμια,
"νίπτω τας χείρας" σαν Πιλάτος;
Μη Σ' απαρνιέμαι, Σε ραπίζω, Σε κατηγορώ,
σαν πληρωμένος ψευδομάρτυρας,
προδίδοντάς Σε κατακράτος;
Μη "δια τον φόβον των Ιουδαίων" κρύβομαι
και φεύγω απ' το πλευρό Σου
ή κοπιασμένη από υλικά βιώματα,
ως Κηρηναίος "αγγαρεύομαι",
για να σηκώσω το σταυρό Σου;
Ως Πέτρος, "πριν φωνήσει αλέκτωρ τρις,
μη Σ' απαρνήθηκα";
Μη σαν Θωμάς, αν δεν αγγίξω
"επί τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω"
ισχυρίσθηκα;
Πράξεις και παραλείψεις μου φριχτές
ως διαλογίζομαι,
νιώθω τα πόδια να λυγούν,
κραυγή μεγάλη βγάνω,
καθώς ρομφαία δίστομη
τρυπά τα φύλλα της καρδιάς,
όμοια μ' αυτή της Παναγιάς,
όταν Σ' αντίκρισε,
έαρ γλυκύτατο,
να πάσχεις άδικα
στο σταυρό πάνω.
Το ξέρω,
είμαι αμαρτωλή κι ανάξια,
μ' αυτή την ώρα τη φριχτή,
γίνομαι μάνα σιωπηλά οδυρόμενη,
για Σένα, πολυαγαπημένε,
μονάκριβε κι αδικοσταυρωμένε,
Γιε και Θεέ μου,
και κάτω απ' το σταυρό Σου,
πικρά θρηνώ,
μα κι ανυμνώ
τ' άπειρο για το κάθε πλάσμα Σου
έλεός Σου!
Της Ηρώς-Χρυσάνθης Αλεξανδράκη
(Από το βιβλίο της, "Αναζητώντας" - Εκδόσεις Ποντοπόρεια Εκδοτική). V.M.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου