Γράφει ο συγγραφέας-ποιητής Νίκος Μπατσικανής
Τη Μεγάλη Παρασκευή οι χριστιανοί όλου του κόσμου, ζουν την κορύφωση του Θείου Δράματος. Είναι η ημέρα των Παθών του Ιησού. Αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στις τελευταίες ώρες πριν την Σταύρωση, μας υπενθυμίζει τα παρακάτω γεγονότα.
Ο Χριστός, μετά την σύλληψη του στο Όρος των Ελαιών, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αρχιερείς. Η δίκη ήταν βέβαια τυπική αφού η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί πριν καν συλληφθεί. Οι Αρχιερείς ήθελαν το θάνατό Του.
Επειδή όμως δεν είχαν την νόμιμη εξουσία, έπρεπε η καταδικαστική απόφαση να απαγγελθεί από τον Ρωμαίο διοικητή. Τα χρόνια εκείνα διοικητής στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Πιλάτος. Σε αυτόν σύρθηκε ο Ιησούς, ενώ το πλήθος, μετά από παρότρυνση των Αρχιερέων, φωνάζοντας, ζητούσε την Σταύρωση Του. Υπήρχε το έθιμο, την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα, οι Ρωμαίοι να απελευθερώνουν έναν κατάδικο Εβραίο. Ο Πιλάτος θέλοντας να μην έχει την ευθύνη της σταύρωσης του Χριστού, ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ανάμεσα στον Θεάνθρωπο και στον Βαραββά, ένα στασιαστή και φονιά, ποιος θα ήταν αυτός που θα απελευθερωνόταν. Το πλήθος, δια βοής, επέλεξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βαραββάς.
Αμέσως μετά, και με την εντολή πλέον του Πιλάτου, ο Χριστός οδηγείται στην εσωτερική αυλή του Πραιτωρίου (του διοικητηρίου δηλαδή των Ρωμαίων). Εκεί οι στρατιώτες του φορούν μια πορφύρα και ένα αγκάθινο στεφάνι. Χλευαστικά αποκαλώντας τον «Βασιλιά των Ιουδαίων», τον χτυπούν και τον φτύνουν. Η ώρα της Σταύρωσης έχει πλησιάσει.
Φορτωμένος ο Ιησούς με τον Σταυρό στον οποίο θα σταυρωθεί, οδηγείται προς τον λόφο του Γολγοθά. Στο δρόμο δεν αντέχει το βάρος του Σταυρού και πέφτει. Οι Ρωμαίοι επιβάλουν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που διερχόταν από εκείνο το σημείο, να μεταφέρει αυτός τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Τελικά στις 9 η ώρα το πρωί, ο Ιησούς σταυρώνεται. Το μαρτύριο του Χριστού κράτησε έξι ώρες. Στις 3 η ώρα το απόγευμα παρέδωσε το πνεύμα Του, αφού προηγουμένως είχε συγχωρήσει όσους ευθύνονταν για τον θάνατο Του.
Επειδή όμως το Σάββατο απαγορεύονταν οι κηδείες, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κρυφός μαθητής του Χριστού, ζήτησε από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα Του και να το ενταφιάσει. Η άδεια αυτή του δόθηκε και έτσι τυλίγοντας το σώμα του Χριστού σε ένα σεντόνι, τον ενταφίασε σε ένα μνήμα λαξευμένο σε βράχο. Το άνοιγμα του μνήματος, κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα.
Η τελετή της Αποκαθήλωσης, γίνεται στις εκκλησίες μας, το μεσημέρι της μεγάλης Παρασκευής. Ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας τελείται η περιφορά του Επιταφίου. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα όλη την διάρκεια της ημέρας.
Η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι. Πολλοί πιστοί συνηθίζουν να πίνουν την Μεγάλη Παρασκευή λίγο ξύδι, εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού, όταν ζήτησε νερό τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής Του.
Το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή. Σε πολλές περιοχές φτιάχνουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, και μετά την περιφορά του Επιταφίου το παραδίδουν στην φωτιά. Τα λουλούδια του επιταφίου, μοιράζονται στους πιστούς, οι οποίοι τα φυλούν μαζί με τις εικόνες στα σπίτια τους. Τέλος, την ημέρα αυτή συνηθίζεται οι πιστοί να επισκέπτονται τους τάφους των νεκρών συγγενών και φίλων.
Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια Στάση Πρώτη
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
Η ζωή, πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε,
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε, Ιησού βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι' ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γης ο στήσας εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου, βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω Άδη ελήλυθας,
ή το γένος απολύσαι των βροτών;
Ο δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων, ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης, δικαιών ημάς άπαντας
κακουργίας του αρχαίου πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Ιησού, γλυκύ μοι και σωτήριον φως,
τάφω πώς εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Ω θαυμάτων ξένων, ω πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς και των κόλπων, Χριστέ
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας·
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Σου τεθέντος τάφω, πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια
και μνημεία ανεώχθη των βροτών.
Εκ φθοράς ανέβης, η ζωή μου, Σωτήρ,
σου θανόντος και νεκροίς προσφοιτήσαντος
και συνθλάσαντος του άδου τους μοχλούς.
Εν καινώ μνημείω κατετέθης, Χριστέ,
και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.
Επί γης κατήλθες, ίνα σώσης Αδάμ,
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις άδου κατελήλυθας ζητών.
Συγκλονείται φόβω πάσα, Λόγε, η γη,
και φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,
του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.
Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.
Δακρυρρόους θρήνους επί Σε η αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα
ανεβόα· πώς κηδεύσω σε, Υιέ;
Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος, νυν
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι·
αλλ' ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον η σελήνη, Σωτήρ
αποκρύπτει, και σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου γευσαμένη, Χριστός
εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε
και τοις πάσι νυν δωρείται την ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι τον Αδάμ φθονερώς,
επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει σου
νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.
Καθελών σε, Λόγε, από ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ' ανάστα, σώζων πάντας ως Θεός.
Ώσπερ λέων, Σώτερ, αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος το γήρας της σαρκός.
Την πλευράν ενύγης ο πλευράν ειληφώς
του Αδάμ, εξ ης την Εύαν διέπλασας,
και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.
Ο ζωής ταμίας πώς οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον·
πώς δ' εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Ο ευσχήμων, Σώτερ, σχηματίζει φρικτώς
και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως σε
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.
Καν νεκρός ωράθης, αλλά ζων ως Θεός
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ω χαράς εκείνης! ω πολλής ηδονής!
ήσπερ τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Προσκυνώ το πάθος, ανυμνώ την ταφήν,
μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Η αμνάς τον άρνα βλέπουσα εν σφαγή
ταις αικίσι βαλλομένη ηλάλαζε,
συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Υπακούσας, Λόγε, τω ιδίω Πατρί,
μέχρις άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας, το γένος των βροτών.
Οίμοι, φως του κόσμου, οίμοι, φως το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε, έκραζεν
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.
Ουρανίου μύρου ποίαν έσχες τιμήν;
του τιμίου τι εδέξω αντάξιον;
λύσσαν εύρες καταρώτατε Σατάν.
Ω Θεέ και λόγε, ω χαρά η εμή,
πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς.
Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς;
η θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;
Θέλων ώφθης, Λόγε, εν τω τάφω νεκρός,
αλλά ζης και τους βροτούς, ως προείρηκας,
αναστάσει σου, Σωτήρ μου, εγερείς.
Ανυμνούμεν, Λόγε, σε τον πάντων Θεόν,
συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε αγνή,
και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια Στάση Δεύτερη
Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην·
τοις σοις γαρ παθήμασιν, έχομεν
την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.
Έφριξεν η γη, και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φέγγους, Χριστέ,
δύναντος εν τάφω σωματικώς.
Ρήγνυται ναού καταπέτασμα τη ση σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστήρες, Λόγε, το φως
σου κρυβέντος, Ήλιε, υπό γην.
Έδυς υπό γην ο τον άνθρωπον χειρί σου πλάσας
ιν' εξαναστήσης του πτώματος
των βροτών τα στίφη πανσθενεστάτω κράτει.
Θρήνον ιερόν δεύτε άσωμεν Χριστώ θανόντι,
ως αι μυροφόροι γυναίκες πριν
ίνα και το χαίρε ακουσώμεθα συν αυταίς.
Μύρον αληθώς, Συ, ακένωτον υπάρχεις, Λόγε·
όθεν σοι και μύρα προσέφερον
ως νεκρώ τω ζώντι γυναίκες μυροφόροι.
Έδυς υπό γην ο φωσφόρος της δικαιοσύνης
και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν το εν τω άδη σκότος.
Σπένδει σοι χοάς η τεκούσα σε, Χριστέ, δακρύων,
σαρκικώς κατατεθέντι εν μνήματι,
εκβοώσα· Τέκνον ανάστα, ως προέφης.
Τάφω Ιωσήφ ευλαβώς σε τω καινώ συγκρύπτων,
ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς
τοις συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι, Σωτήρ.
Σε τον του παντός γλυκασμόν η μήτηρ καθορώσα
πόμα ποτιζόμενον το πικρόν,
δάκρυσι τας όψεις βρέχει πικρώς.
Τέτρωμαι δεινώς και σπαράττομαι τα σπλάχνα, Λόγε,
βλέπουσα την άδικον σου σφαγήν·
έλεγεν η πάναγνος εν κλαυθμώ.
Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πως μύσω, Λόγε;
πως νεκροπρεπώς δε κηδεύσω Σε;
φρίττων ανεβόα ο Ιωσήφ.
Δύνεις υπό γην, Σώτερ, ήλιε δικαιοσύνης·
όθεν η τεκούσα σελήνη σε ταις
λύπαις εκλείπει, της θέας στερουμένη.
Έφριξεν ορών, Σώτερ, Άδης σε τον ζωοδότην
πλούτον τον εκείνου σκυλεύοντα
και τους απ' αιώνος νεκρούς εξανιστώντα.
Ήλιος φαιδρόν απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε,
και συ δ' αναστάς εξαστράψειας
μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.
Έδυς, φωτουργέ, και συνέδυ σοι το φως ηλίου·
τρόμω δε η κτίσις συνέχεται,
πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Κάλλος, Λόγε, πριν, ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες,
αλλ' εξαναστάς υπερέλαμψας,
καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς.
Έδυς τη σαρκί ο ανέσπερος εις γην φωσφόρος·
και μη φέρων βλέπειν ο ήλιος
εσκοτίσθη μεσημβρίας εν ακμή.
Ήλιος ομού και σελήνη σκοτισθέντες, Σώτερ,
δούλους ευνοούντας εικόνιζον,
οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.
Ήρθης από γης, αλλ' ανέβλυσας της σωτηρίας
σου τον οίνον, ζωήρυττε άμπελε.
Δοξάζω σου το πάθος και τον σταυρόν.
Χλαίναν εμπαιγμού τον κοσμήτορα πάντων ενδύεις,
ος τον ουρανόν κατηστέρωσε
και την γην εκόσμησε θαυμαστώς.
Ήλιον το πριν Ιησούς τους αλλοφύλους κόπτων
έστησεν· αυτόν δε απέκρυψας,
καταβάλλων τον του σκότους αρχηγόν.
Ήρθη σταυρωθείς ο εν ύδασι την γην κρεμάσας
και ως άπνους εν αυτή νυν προσκλίνεται,
ο μη φέρουσα εσείετο δεινώς.
Οίμοι, ω Υιέ! η απείρανδρος θρηνεί και λέγει·
ον ως βασιλέα γαρ ήλπιζον,
κατάκριτον νυν βλέπω εν σταυρώ.
Έφριξεν ιδών το αόρατον φως, σε Χριστέ μου,
μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε,
και εσκότασεν ο ήλιος το φως
Έκλαιε πικρώς η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε,
ότε εν τω τάφω εώρακε
σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.
Άδης ο δεινός συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν,
ήλιε της δόξης αθάνατε,
και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή.
Ράπισμα χειρών Χριστού δέδωκαν εν σιαγόνι,
του χειρί τον άνθρωπον πλάσαντος
και τας μύλας θλάσαντος του θηρός.
Ύμνοις σου, Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν,
οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.
Άναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε και Πνεύμα,
σκήπτρα των ανάκτων κραταίωσον
κατά πολεμίων, ως αγαθός.
Τέξασα ζωήν, παναμώμητε αγνή Παρθένε,
παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα
και βράβευσον ειρήνην, ως αγαθή.
Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια Στάση Τρίτη
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου ο Αριμαθαίας
εν τάφω σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον μύρα σοι, Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις ύμνους εξοδίους
προσοίσωμεν τω Κτίστη.
Ως νεκρός τον ζώντα συν μυροφόροις πάντες
μυρίσωμεν εμφρόνως.
Ιωσήφ τρισμάκαρ, κήδευσον το σώμα
του Χριστού του ζωοδότου.
Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν
κατά του ευεργέτου.
Ους έθρεψε τω μάννα, φέρουσι τω Σωτήρι
χολήν άμα και όξος.
Ω της παραφροσύνης και της χριστοκτονίας
της των προφητοκτόνων!
Ιωσήφ κηδεύει συν τω Νικοδήμω
νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ζωοδότα Σώτερ, δόξα σου τω κράτει,
τον Άδην καθελόντι.
Ύπτιον ορώσα η πάναγνός σε, Λόγε,
μητροπρεπώς εθρήνει.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει η πάναγνός σου μήτηρ,
σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις ήκουσι μυρίσαι
Χριστόν το θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω συ θανατοίς, Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος, ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου.
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου, πλαστουργέ μου,
πως πάθος κατεδέξω;
Η δάμαλις τον μόσχον εν ξύλω κρεμασθέντα
ηλάλαζεν ορώσα.
Σώμα το ζωηφόρον ο Ιωσήφ κηδεύει
μετά του Νικοδήμου.
Ανέκραζεν η κόρη θερμώς δακρυρροούσα,
τα σπλάχνα κεντουμένη.
Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον,
πώς τάφω νυν καλύπτη;
Δοξάζω σου, Υιέ μου, την άκραν ευσπλαγχνίαν,
ής χάριν ταύτα πάσχεις.
Όξος εποτίσθης και χολήν, οικτίρμον,
την πάλαι λύων γεύσιν.
Αι μυροφόροι, Σώτερ, τω τάφω προσελθούσαι
προσέφερόν σοι μύρα.
Ανάστηθι, οικτίρμον, ημάς εκ των βαράθρων
εξανιστών του Άδου.
Ανάστα, ζωοδότα, η σε τεκούσα μήτηρ
δακρυρροούσα λέγει.
Ουράνιαι δυνάμεις εξέστησαν τω φόβω
νεκρόν σε καθορώσαι.
Ω φρικτόν και ξένον θέαμα, Θεού Λόγε!
πώς γη Σε συγκαλύπτει;
Κλαίει και θρηνεί Σε η πάναγνός σου μήτηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οι νόες την ξένην και φρικτήν σου
ταφήν του πάντων κτίστου.
Έρραναν τον τάφο οι μυροφόροι μύρα
λίαν πρωί ελθούσαι.
Ειρήνην Εκκλησία, λαώ σου σωτηρίαν
δώρησαι ση εγέρσει.
Ω Τριάς, Θεέ μου, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα,
ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου ανάστασιν Παρθένε,
αξίωσον σους δούλους.
Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου